Δεν το κρύβω, και είναι και προφανές: όταν προτείνω ένα βιβλίο σε κάποιον θέλω να του αρέσει. Να του αρέσει πολύ και, ιδανικά να θυμάται για πάντα ότι του το είχα προτείνει εγώ.

Κατά κανόνα οι προτάσεις μου, ή τα δώρα που κάνω, είναι εκ του ασφαλούς. Σπανίως πέφτω έξω. Κι αν ποτέ συμβεί, συνήθως δε θέλω να ακούσω τα κακά σχόλια – θυμώνω και στενοχωριέμαι. Ξέρω, είναι ανόητο: στο κάτω κάτω ένα βιβλίο είναι, που δεν έγραψα καν εγώ. Αλλά κάτι με πιάνει.

Πριν καιρό έστειλα σε ένα φίλο ένα βιβλίο. Ήταν ένα μικρό ευχαριστήριο δώρο για τη φιλία του που αντέχει την απόσταση εδώ και επτά χρόνια, για τα εισιτήρια που είχε βρει για μία από τις ωραιότερες παραστάσεις, για κάποια cd που μου έχει γράψει, για δύο ωραία γεύματα. Δεν του είχα πει ποτέ ευχαριστώ, έτσι αποφάσισα να του στείλω ένα βιβλίο, μαζί με μία μικρή αφιέρωση.

Είχα σχεδόν ξεχάσει ότι του το είχα στείλει, είχε περάσει καιρός, όταν ένα βράδυ, πολύ αργά, πήρα ένα mail του. Το θέμα, ο τίτλος του βιβλίου. Ανοίγοντάς το, η έκπληξη:

Το βιβλίο έχει (και αυτό) τους δικούς του ρυθμούς. Σταθερά, στη αρχή. Πηδά αργότερα φράσεις, συμπλέγματα, τετριμμένες πλοκές, από μακριά, που δεν αγαπήθηκαν. Κι έτσι καταλήγω.

Γιατί; Γιατί να το μοιραστεί αυτό; Ήταν κάποιου άλλου, φαίνεται το λίπος στο κείμενο, κι όμως ίσως αρχικά να υπήρχε μία ιστορία.Ο φίλος μου έκλεισε το mail του στα αγγλικά:

Something to share with a com-panion, after glasses of fino, like a dream you remembered in the brilliant light of someone else’s pain.

Στενοχωρήθηκα λίγο και έσπευσα να απαντήσω:

Δε σου άρεσε, δηλαδή; Μην ανησυχείς, δε θα με πτοήσεις. Αλλά λίπος;! Πες μου, πες μου!

Η απάντηση ήρθε άμεσα:

Πάρα πολύ λίπος.

Να σε πτοήσω; Αδύνατο.

(Εδώ χαμογέλασα, και συνέχισα)

Οι αναφορές αναμασημένες. Εξωτερικές. Και ιδιαίτερη προσήλωση σε αυτές κι όχι σε ό,τι θα ωφελούσε την ιστορία. Γενικά η ιστορία αυτή φαντάζει ξένη. Κι όταν προσπαθεί να την παντρέψει με την αριστερίστικη υπο-κουλτούρα, τότε υποφέρει… κι εγώ μαζί του. Κι έτσι περνούν οι γραμμές και οι λέξεις, ευθείες συντέλειας. Αν έπινα λιγότερο, ίσως να είχα μία πιο εμπεριστατωμένη άποψη.

Αυτό ήταν. Ούτε αντίο δεν είπε. Δεν του απάντησα ακόμα. Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα να μου είχε στείλει ένα mail όπου θα μου εκθείαζε το βιβλίο. Γιατί εμένα μου άρεσε. Αλλά, περιέργως, δεν στενοχωρήθηκα. Ούτε, φυσικά, του θύμωσα. Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω γιατί.

Εμένα, Νίκο, το βιβλίο μου άρεσε πολύ. Και τώρα που διαβάζω αυτή την ανάρτηση, πριν τη δημοσιεύσω, μου αρέσει ακόμη περισσότερο, τόσο γιατί δεν πτοήθηκα, όσο και γιατί το ήξερες.