Η αίτηση του κ. Αμβρόσιου προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης να επισκεφθεί στη φυλακή τον Ντερτιλή, έχει τεράστιο ενδιαφέρον όχι για την ουσία του λόγου, αλλά για την υποκρισία της γλώσσας :
«Θα ήθελα—λέει — να του σφίξω το χέρι και να τον συγχαρώ [..] μόνο διότι παραμένει πιστός στις αρχές του. [..] Άνθρωποι οι οποίοι έχουν αρχές και δεν τις θυσιάζουν, αποτελούν πρότυπα ζωής. Ακόμη και τότε που οι αρχές των δεν γίνονται αποδεκτές από την πλειονότητα ενός λαού [..]»

Όμως κι άλλοι είχαν αρχές τις οποίες δεν θυσίασαν ποτέ, αλλά δεν είδα τέτοια θέρμη και καψοκαήλα απ’ τη μεριά του Ποιμενάρχη να τους επισκεφθεί. Γιατί δεν πήγε, λόγου χάρη, και στον Κουφοντίνα να τον δει; Κι αυτός, πιστός παραμένει στις αρχές του. Και οι κομμουνιστές; κι αυτοί εμμένουν πεισματικά στις θέσεις τους. Κι ύστερα, οι νονοί της νύχτας, οι εγκληματίες, οι μουσουλμάνοι αδελφοί και οι αλλόθρησκοι, όλοι αυτοί παραμένουν φανατικά πιστοί στις απόψεις τους. Κι όμως τους σέρνει κατά καιρούς τα εξ αμάξης, ενώ ο Ντερτιλής «είναι άξιος συγχαρητηρίων και πρότυπο ζωής».
(Φαίνεται ότι ο σεπτός Ιεράρχης έχει κλίση προς τις ακροδεξιές εμμονές κι ακόμα παραπέρα. Δικαίωμά του. Δεν τον κρίνει κανείς γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι τόσο κουτός ένας Πεφωτισμένος – δια του αγίου Πνεύματος, μάλιστα– ώστε να μην ξέρει ότι δεν έχει σημασία να «εμμένεις σταθερός» αλλά : Σε ποιες αρχές εμμένεις. Ιδίως, όταν οι αρχές αυτές αποδείχτηκαν καταστροφικές για τους άλλους, καταστρατήγησαν τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών• κι όταν βάσει αυτών των αρχών βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν άνθρωποι).

Αν είναι έτσι όπως τα λέει, γιατί δεν στέλνει ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα και στον Καντάφι ή στον Σύρο πρόεδρο που επιμένουν σταθερά να μακελεύουν τους λαούς τους; Κι ας κάνει και κάνα τρισάγιο υπέρ μνήμης και αναπαύσεως της ψυχής του Φύρερ, κι εκείνος σταθερός υπήρξε στις αρχές του.

Ο λόγος του Αγίου Καλαβρύτων παρουσιάζεται μεγάθυμος και πασπαλισμένος με άρωμα Βολταίρου, όμως αποτελώντας μέγιστο δείγμα λόγου στρεψόδικου και παραπειστικού, άλλα εμφαίνει : Με τις ιδέες του «γενναίου αδελφού» του συμφωνεί ο κ. Αμβρόσιος, κι όχι με τη σθεναρή τάχατες στάση ενός κάποιου Ντερτιλή. Και εντέλει τον εαυτό του επικροτεί ο Ποιμενάρχης. Γιατί μένει σταθερός στις πεποιθήσεις του – και δεν εννοώ τις θρησκευτικές. Αλλά το λέει πλαγίως. Με τα υλικά μιας γλώσσας ψεύτικης. Την οποία επικυρώνει ανενδοίαστα με βούλα θεϊκή – «κατ’ εφαρμογή του λόγου του Θεού» μ’ αυτήν κυρίως.

Κι αυτό το πλεονέκτημα να κρίνουνε με δύο μέτρα και με δυο σταθμά, το χρησιμοποιούν πολλοί απ’ τους εκκλησιαστικούς ταγούς. Τόσες απόψεις έχουν ειπωθεί κατά καιρούς απ’ τους Πατέρες, τόσα τσιτάτα έχουν γραφεί. Επιλέγουν κάθε φορά όποιο τους βολεύει, το ξεκρεμάνε απ’ το μανταλάκι και το κολλάνε στην περίσταση. (Δικαίωμά τους, κι ούτε αποσκοπώ να κρίνω τις απόψεις ή τις πεποιθήσεις του κ. Αμβρόσιου. Αλλά την επίφαση της γλώσσας του, βεβαίως).

Γιατί η εξουσία που ασκεί πάνω στο Ποίμνιο – πνευματική και ψυχική – είναι τεράστια. Κι η γλώσσα του οφείλει να είναι λαμπικαρισμένη, κι όχι να συναγωνίζεται επάξια τον παραπλανητικό κι αλλήθωρο λόγο των πολιτικάντηδων (τους οποίους κατά τα άλλα επικρίνει). Αν είναι της ίδιας γλωσσικής ποιότητας και ο κηρυγματικός του λόγος, τότε ουαί.