Πριν από 30 ή 40 χρόνια ο όρος «εισαγόµενο έπιπλο» ήταν σχεδόν άγνωστος στην ελληνική αγορά, αφού τα έπιπλα που είχε ανάγκη ένα νοικοκυριό κατασκευάζονταν από µικρές ή µεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις και ακολουθούσαν λίγο-πολύ παρόµοιες φόρµες, αισθητική, υλικά και κόστος. Η εισαγωγή επίπλων από το εξωτερικό ήταν προνόµιο κάποιων ελαχίστων µε ιδιαίτερο µεράκι και πολλά χρήµατα. Πάντως, από την παλιά εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του ντόπιου βιοτέχνη ως τη σηµερινή εικόνα της επέλασης του φθηνού εισαγόµενου ντιζάιν στην ελληνική αγορά επίπλου, η αλλαγή έγινε µε πολύ αργά βήµατα, µε τουλάχιστον 10-15 χρόνια από στάδιο σε στάδιο. Από τον «επιπλοποιό της γειτονιάς» της δεκαετίας του ’70 ως το άνοιγµα των ευρωπαϊκών εµπορικών συνόρων και την πορεία προς την εποχή του «Λάκη του εισαγόµενου», που µε τη βοήθεια του καταναλωτισµού και της ξενοµανίας έφερε και το ιταλικό ντιζάιν στα σαλόνια των «µοντέρνων» της εποχής, η αλλαγή δεν ήλθε ούτε ξαφνικά ούτε και χωρίς προειδοποίηση.

Οι πολυεθνικές αλυσίδες που προσφέρουν φθηνά εισαγόµενα έπιπλα και θεωρούνται πλέον «η αιτία της καταστροφής» από κάποιους παλιούς βιοτέχνες που βλέπουν τη δουλειά τους να µειώνεται συνεχώς δραστηριοποιούνται ήδη πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Υπενθυµίζουµε ότι το Praktiker κλείνει 20 χρόνια στη χώρα µας, ενώ αντίστοιχα πάνε δέκα χρόνια από την ηµέρα που άνοιξε το πρώτο κατάστηµα ΙΚΕΑ στη Θεσσαλονίκη και επτά από το επόµενο στην περιοχή του αεροδροµίου στην Αθήνα.

Πάντως είναι αλήθεια ότι ο κλάδος χτυπήθηκε µε αυξηµένη σφοδρότητα από την οικονοµική κρίση, αφού το έπιπλο αναγκαστικά πληρώνει διπλό τίµηµα: πέρα από τη µείωση της άµεσης αγοραστικής δύναµης των καταναλωτών που αναβάλλει ή µαταιώνει ανακαινίσεις ή αναβαθµίσεις σπιτιών, ο κλάδος πληρώνει το επιπλέον έµµεσο τίµηµα από τη στάση της οικοδοµής, που σταµάτησε πλέον να τροφοδοτεί την αγορά µε νέα σπίτια προς επίπλωση.

Η σημερινή εικόνα

Αν κινηθεί κάποιος στη λεωφόρο Ηλιουπόλεως, από το ύψος της Γυµναστικής Ακαδηµίας ως το Πρώτο Νεκροταφείο, θα δει ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγµα ολικού αφανισµού µιας τοπικής αγοράς που κάποτε ήταν το κέντρο της αγοράς επίπλου, όχι µόνο για τα νότια προάστια αλλά και για ολόκληρη την Αθήνα. Τα «επιπλάδικα» της Ηλιουπόλεως (πολύ κοντά στα «φωτιστικάδικα» της λεωφόρου Βουλιαγµένης που πρόλαβαν και εξαφανίστηκαν αρκετά χρόνια νωρίτερα) τη δεκαετία του ’90 εντυπωσίαζαν µε το πλήθος τους αλλά και το γεγονός ότι παρέµεναν βιώσιµα, αν και τόσο πολλά στην ίδια γειτονιά.

Κι όµως σε τελευταία καταµέτρηση υπάρχουν 40 (!) κλειστά επιπλάδικα σε µήκος µόλις ενός χιλιοµέτρου (από 33 πέρυσι τον ίδιο καιρό), µε την κατάσταση να χειροτερεύει µήνα µε τον µήνα. «Χρωστάω 14 ενοίκια. Ευτυχώς που ο ιδιοκτήτης είναι φίλος και καταλαβαίνει την κατάσταση. Περνάει κάθε λίγο και του δίνω ό,τι έχω, 50 ευρώ, 100 ευρώ, ό,τι µπορώ… Εχω φτάσει να πουλάω το πολύ τρία σαλόνια τον µήνα, κι αυτά µέσω γνωστών» µας λέει ο κ. Μάρκος Λουδάρος, παλαιός επιχειρηµατίας της περιοχής που θυµάται µε νοσταλγία τις εποχές της δεκαετίας του ’90, όταν η πελατεία του ήταν αρκετή για να συντηρεί τον ίδιο και τους υπαλλήλους του.

«Σήµερα, µε 700 και 800 ευρώ µισθό που παίρνει ένα νέο παιδί, µπορεί να παντρευτεί και να ανοίξει σπίτι; Παλιά είχαµε αρκετή κίνηση, και από καινούργια νοικοκυριά αλλά και από φοιτητές που αγόραζαν κάποια πιο απλά και φθηνά έπιπλα. Τώρα ο κόσµος δεν έχει λεφτά στην τσέπη του, αλλά και αυτά τα λίγα που έχει πάει και τα δίνει στα εµπορικά κέντρα που έχουν ανοίξει παντού, εδώ δεν περνάει ούτε απ’ έξω…».

Η πραγµατική εικόνα της αγοράς είναι ακόµη χειρό τερη από ό,τι φαίνεται εξωτερικά αφού, πέρα από τα κλειστά µαγαζιά, υπάρχουν και αρκετά που στην πράξη αποτελούν «µαγική εικόνα»: όταν πλέον εξαντληθούν τα περιθώρια ανταλλαγής των επιταγών που τρέχουν και όταν τα απλήρωτα ενοίκια συσσωρευθούν πέραν κάθε λογικού ορίου, λίγα καταστήµατα θα µείνουν ανοικτά στην Ηλιουπόλεως, όπως µας επιβεβαιώνουν (ανωνύµως) αρκετοί καταστηµατάρχες.

Χαρακτηριστικό παράδειγµα: µπαίνοντας διερευνητικά σε καλαίσθητη και προσεγµένη έκθεση επίπλων της περιοχής δεν µας υποδέχεται πωλητής αλλά µια δυνατή φωνή από το απέναντι πεζοδρόµιο, αφού για τον περιορισµό των εξόδων το κατάστηµα λειτουργεί χωρίς υπάλληλο, µε τον «αυτόµατο πιλότο»: αν εµφανιστεί πελάτης, αναλαµβάνει ο απέναντι καταστηµατάρχης πώλησης ετοίµων ενδυµάτων να ειδοποιήσει το «αφεντικό»!

Πώς φθάσαµε ως εδώ; Οι περισσότεροι από τους καταστηµατάρχες της περιοχής (βιοτέχνες και οι ίδιοι, ελάχιστα είναι τα απλά καταστήµατα λιανικής) θυµούνται ότι µετά το 2000 άρχισε µια πτωτική πορεία που τους έφερε ως τη σηµερινή εποχή της οικονοµικής κρίσης, η οποία τους έδωσε πλέον τη χαριστική βολή. Κατά την άποψη των περισσοτέρων, τα προβλήµατά τους ξεκίνησαν από τις µεγάλες αλυσίδες φθηνών επίπλων που πουλάνε κρεβατοκάµαρες και σαλόνια στο 1/3 της τιµής που έδιναν αυτοί, ενώ η κρίση είναι ο λόγος που δεν έχουν πλέον ελπίδες ανάκαµψης. Κάποιοι πιο έµπειροι παράγοντες της αγοράς, όµως, µε µεγάλη εµπειρία στο λιανικό εµπόριο, δεν θεωρούν ότι τα πράγµατα είναι τόσο απλά: «Οι µικρές βιοτεχνίες επίπλων δεν έκαναν καµία προσπάθεια να εξελιχθούν, να παρακολουθήσουν τις αλλαγές της αγοράς, να επενδύσουν σε design ή να αλλάξουν και εντελώς κατεύθυνση αν χρειαζόταν.

Συνήθισαν να έχουν πέντε σχέδια συγκεκριµένα ή να µπαίνει ο πελάτης µε το περιοδικό στο χέρι, να τους δείχνει ένα σχέδιο προς αντιγραφήν και να θεωρούν ότι αυτό θα γίνεται για πάντα. Ο κόσµος όµως αλλάζει και µαζί και η αγορά» µας λέει ένας από αυτούς, παραπέµποντάς µας και στα συµπεράσµατα της ετήσιας έκθεσης για την παγκόσµια αγορά του επίπλου όπως καταγράφονται από το Κέντρο Βιοµηχανικών Ερευνών CSIL στο Μιλάνο: παρατηρώντας τα στατιστικά κάθε χρονιάς από το 2000 ως σήµερα, διαπιστώνουµε ότι από το 2000 ως το 2008 υπάρχει σταθερή αύξηση του τζίρου σε εισαγωγές-εξαγωγές, από 52 δισ. δολάρια το 2000 στα 118 δισ. το 2008, µε αντίστοιχη µείωση της ιδιοκατανάλωσης.

Η µικρή πτώση το 2009 και το 2010 οφείλεται φυσικά στις συνέπειες της οικονοµικής κρίσης, το φαινόµενο όµως που είχαν παρατηρήσει οι «επιπλάδες» στην Ηλιουπόλεως δεν ίσχυε µόνο για τη γειτονιά τους αλλά ήταν παγκόσµιο: µε τη µεταφορά της παραγωγής σε χώρες µε φθηνότερο κόστος σε υλικά και εργατικά, η σταδιακή παγκοσµιοποίηση της αγοράς σταθερά αφαιρεί τζίρο από τους ιδιοπαραγωγούς και τον µεταφέρει στους εισαγωγείς.

Βιοτέχνες στην Ελλάδα, βιοµήχανοι στην Ιταλία

Η ελληνική αγορά επίπλου έχει την ιδιαιτερότητα να είναι κατακερµατισµένη σε ένα τεράστιο πλήθος πολύ µικρών επιχειρήσεων (ενός-πέντε εργαζοµένων) που καταλαµβάνουν περίπου το 70% της αγοράς, παράλληλα µε κάποιες µεσαίες ή µεγάλες επιχειρήσεις που καλύπτουν το υπόλοιπο 30% σε επίπεδο παραγωγής. Ετσι η ακριβής εκτίµηση του πραγµατικού µεγέθους και των παραµέτρων της αγοράς είναι σε µεγάλο ποσοστό ζήτηµα εκτιµήσεων και αναγωγών, αφού δεν υπάρχει αξιόπιστη καταγραφή κάθε τεµαχίου που πωλείται από κάθε βιοτέχνη της Ελλάδας. Ωστόσο κάποιες κλαδικές µελέτες και εκτιµήσεις στελεχών της αγοράς υπολογίζουν τον συνολικό τζίρο του κλάδου των επίπλων στην Ελλάδα σε περίπου 600 εκατ. ευρώ (µε στοιχεία του 2009-10), αθροίζοντας ιδιοπαραγωγή και εισαγωγές, που πλέον ξεπέρασαν το σηµείο του ισοσκελισµού πριν από πέντε χρόνια και σήµερα κινούνται προς την πλευρά των εισαγωγών. Τα εισαγόµενα έπιπλα παρουσιάζουν πτώση στις πωλήσεις λόγω κρίσης, σε µικρότερο βαθµό όµως από τη µείωση των πωλήσεων των µικρών ελληνικών βιοτεχνιών. Ας σηµειωθεί επίσης ότι δεν είναι εύκολο ακόµη να εκτιµηθεί η πραγµατική ζηµιά της οικονοµικής κρίσης στις πιο µικρές επιχειρήσεις, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η αγορά κινείται µε µεταχρονολογηµένες επιταγές µέχρι και 12 µηνών.

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή υπολογίζει τη µείωση στα έσοδα των ελληνικών εταιρειών παραγωγής επίπλων σε ποσοστό 17,6% για το 2010, ενώ είχε ήδη µειωθεί κατά 21% το 2009, και παρόµοια εικόνα υπάρχει στις ποσότητες των παραγόµενων επίπλων: µείωση 18,9% για το 2010, ύστερα από ακόµη µεγαλύτερη πτώση 27,2% το 2009.

Σε διεθνές επίπεδο, η ετήσια έρευνα του Κέντρου Βιοµηχανικών Ερευνών CSIL Milano αποτυπώνει µια συνολική αγορά 376 δισ. δολαρίων, µε τις ΗΠΑ, τη Γερµανία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία να είναι οι πρώτες τέσσερις σε εισαγωγή επίπλων, ενώ η Κίνα, η Ιταλία, η Γερµανία και η Πολωνία προηγούνται σε εξαγωγές. Ταχύτερη ανάπτυξη στις εξαγωγές παρατηρείται στην Κίνα, στην Πολωνία και στο Βιετνάµ, ενώ το 58% των επίπλων παγκοσµίως παράγεται σε «πλούσιες» χώρες και το 42% σε χώρες χαµηλού κόστους εργασίας. Η τάση για αύξηση των εισαγωγών-εξαγωγών σε βάρος της ιδιοκατανάλωσης παρατηρείται στις έρευνες του CSIL ήδη από ταµέσα της δεκαετίας του ‘90 καισταθερά ως και σήµερα.

Δ. Βαράγκης: «Εάν μέναμε στο “Δά χειρός”, δεν θα υπήρχαμε σήμερα»

∆εν υπάρχει αμφιβολία ότι το όνομα «Βαράγκης» είναι συνώνυμο του επίπλου στην Ελλάδα, με τον Θεμιστοκλή Βαράγκη να ξεκινά το πρώτο του επιπλοποιείο το 1900 στην Αθήνα. Εκατόν έντεκα χρόνια αργότερα έχουμε φθάσει στην τέταρτη γενιά Βαράγκη, με τον αρχιτέκτονα κ. Delta.001ημήτρη Βαράγκη να βρίσκεται στο τιμόνι μιας εταιρείας με «όνομα βαρύ σαν ιστορία», ταυτοχρόνως όμως με μια εντελώς διαφορετική αγορά, στην οποία η εμμονή στο κλασικό ίσως να είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα. «Τα έπιπλα κάποτε θεωρούνταν επένδυση, τα αγόραζες για μια ζωή. Εμείς στις παλιές μας διαφημίσεις τονίζαμε αυτό ακριβώς, ότι τα δικά μας έπιπλα είναι επένδυση» λέει στο «Βήμα της Κυριακής». «Τα τελευταία χρόνια όμως, τα έπιπλα δεν αντιμετωπίζονται έτσι, αλλά ίσως όπως η μόδα, όπως τα ρούχα που φοράμε. Αγοράζεις κάποιο έπιπλο που σου ταιριάζει σήμερα, με τη σκέψη όμως ότι σε δύο χρόνια μπορεί να αλλάξουν οι απαιτήσεις σου. Καμία σχέση με τη δεκαετία του 1980 και του 1990, όταν έρχονταν σε εμάς άνθρωποι της μεσοαστικής τάξης και έβαζαν παραγγελία για τον γάμο τους ολόκληρα σετ, κρεβατοκάμαρα πλήρη με οκτώ κομμάτια που να ταιριάζουν» θυμάται. Ανιχνεύοντας εγκαίρως τη στροφή της αγοράς τόσο μέσα από την αλλαγή στις απαιτήσεις του πελάτη όσο και από τις εξελίξεις στις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες («Πιστεύω ότι από τους Delta.001ίδυμους Πύργους και μετά άρχισε μια ανάσχεση στις αγορές, που ξεκίνησε από φόβο και αβεβαιότητα και συνεχίστηκε σιγά-σιγά μέχρι και τη σημερινή οικονομική κρίση» λέει), ο κ. Βαράγκης πήρε τη σημαντική απόφαση να στρέψει την εταιρεία προς νέες κατευθύνσεις, αφού «εάν είχαμε μείνει κολλημένοι στο μαγαζί μας και στο “Delta.001ιά χειρός”, με το κλασικό σκαλιστό έπιπλο, δεν θα υπήρχαμε σήμερα”. Το κλασικό κομμάτι της επιπλοποιίας φυσικά και δεν σβήνει, ούτε από την ιστορία ούτε από το παρόν της εταιρείας, όμως η σημερινή προτεραιότητα είναι προς μεγάλα έργα σχεδιασμού και υλοποίησης ολοκληρωμένων λύσεων, για μεγάλες πολυεθνικές στην Ελλάδα αλλά και σε κρατικά και ιδιωτικά έργα στο Αμπου Ντάμπι, Κατάρ και Ομάν. Ταυτοχρόνως, γίνεται διαρκής έρευνα σε νέες τεχνικές και τεχνολογίες για τη δημιουργία επίπλων για την εγχώρια και διεθνή αγορά, τα οποία συνδυάζουν χρηστικότητα με design υψηλού επιπέδου που διεκδικεί βραβεία σε διεθνείς εκθέσεις. Τη δεκαετία του 1960 οι υψηλοί δασμοί εισαγωγής έκαναν το έπιπλο προστατευόμενο είδος πρακτικά μόνο για τις ελληνικές βιοτεχνίες. Από την ένταξή μας στην ΕΟΚ και ως το 1990 άρχισε να ισορροπεί η ιδιοπαραγωγή με την εισαγωγή, ενώ μετά το 1990 άρχισε η εποχή του καταναλωτισμού. Υπήρχε αρκετή κίνηση στην αγορά μέχρι και το 2001. Οι βιοτέχνες όμως δεν επένδυσαν σε σχεδιασμό ούτε σε νέες τεχνολογίες. Θεώρησαν το έπιπλο ένα απλό εμπόρευμα, δεν έκαναν καμία προσπάθεια να προσθέσουν αξία και αυτό ήταν το λάθος τους. Εμείς έχουμε επενδύσει σε ταλαντούχους έλληνες σχεδιαστές, αλλά και σε τεχνικό επίπεδο – έχουμε μια ομάδα τεχνικών που κάνει διαρκώς πειράματα σε νέα υλικά και νέες τεχνικές κατασκευής και είμαστε πολύ υπερήφανοι για τα διεθνή βραβεία σχεδιασμού και την αναγνώριση που έχουμε κατακτήσει» λέει.

Η επέλαση των πολυεθνικών και το µοντέλο ΙKEA

Οι έλληνες επιπλοποιοί θεωρούν ότι το τέλος του κλάδου έφθασε πριν από την κρίση, με την εγκατάσταση στην Ελλάδα του μοντέλου ΙΚΕΑ. Μάλιστα τα πρώτα χρόνια στράφηκαν εναντίον της σουηδικής εταιρείας με αρνητική διαφήμιση. Είναι όμως γεγονός ότι η εταιρεία ΙΚΕΑ αναζήτησε και βρήκε στην Ελλάδα έναν αξιόπιστο συνεργάτη με μεγάλη εμπειρία στον τομέα της λιανικής, θέτοντας όμως με κάθε λεπτομέρεια και με πολύ αυστηρό «εγχειρίδιο οδηγιών» τον τρόπο δημιουργίας και λειτουργίας των καταστημάτων της. Ο όμιλος Fourlis διαχειρίζεται τα καταστήματα σύμφωνα με τις ακριβείς οδηγίες των σουηδών ειδικών που ήλθαν στην Ελλάδα, έστησαν τα καταστήματα και τα παρέδωσαν «με το κλειδί στο χέρι», μαζί με τον ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας που κρατά το κόστος σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Από το σύνολο των εργαζομένων σε ένα κατάστημα ένα πολύ μικρό ποσοστό είναι κανονικοί μισθωτοί υπάλληλοι της εταιρείας. Πέρα από το διοικητικό προσωπικό και τους υπευθύνους των τμημάτων, η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων είναι «συμβασιούχοι» με ειδικές συμβάσεις ελαστικού ωραρίου που δίνουν μεγάλες δυνατότητες αυξομείωσης του κόστους, ανάλογα με τη δεδομένη κατάσταση της αγοράς, ακόμη και από μήνα σε μήνα. Οσο για τις τιμές, αυτές διαμορφώνονται κεντρικά (όπως και σε κάθε άλλη πολυεθνική), με βάση τα στοιχεία της κάθε αγοράς: αν κάποια είδη πωλούνται στην Ελλάδα σε τιμές ακριβότερες από ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αυτό συμβαίνει όχι για κανέναν άλλον λόγο αλλά επειδή τα ανταγωνιστικά είδη στην ελληνική αγορά είναι συνολικά ακριβότερα! Η εταιρεία προσαρμόζει τις τιμές της ώστε να είναι σε κάθε χώρα κατάπερίπου 20%-25% φθηνότερη σε σχέση με τον μέσο όρο της ντόπιας αγοράς και είναι βέβαιον ότι δεν δουλεύει στα κατώτερα όρια: έχει ακόμη περιθώριο ώστε να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε «πόλεμο τιμών». Σύμφωνα με τα επίσημα ενημερωτικά δελτία, η εταιρεία είχε πρακτικά σταθερές πωλήσεις το 2009 (για την ακρίβεια αύξηση 0,3%) ενώ είχε πτώση κατά 4,7% το 2010, η οποία μάλιστα κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της παρατηρήθηκε κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Το 2011 έχει ξεκινήσει με ακόμη μεγαλύτερη μείωση, 7,4% για το πρώτο εξάμηνο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ποσοστά που οφείλονται στη γενικότερη ύφεση της αγοράς, αλλά φαίνεται ότι είναι ακόμη μέσα στα περιθώρια «άμυνας» της εταιρείας, η οποία έχει στηθεί εξαρχής με τη λογική των περιορισμένων εξόδων της λιανικής.

Τα σηµάδια της παγκοσµιοποίησης και της µεταφοράς της παραγωγής αγαθών σε χώρες χαµηλότερου κόστους παρατηρούνται σε όλες τις αγορές του κόσµου εδώ και τουλάχιστον µία δεκαετία και τα στατιστικά τους έχουν καταγραφεί σε κλαδικές µελέτες και έρευνες, όχι µόνο στον κλάδο του επίπλου αλλά και σε όλα σχεδόν τα καταναλωτικά προϊόντα της αγοράς. Ετσι, όσοι επιχειρηµατίες του κλάδου δηλώνουν αιφνιδιασµένοι ή θύµατα εξωτερικών παραγόντων ίσως έχουν και οι ίδιοι ένα ποσοστό ευθύνης στην αδυναµία τους να εντοπίσουν εγκαίρως την αλλαγή στην αγορά αλλά και στις απαιτήσεις του πελάτη για να καταφέρουν να προσαρµοστούν ανάλογα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ