Περιστατικό 1: (αυτό)κινούμαι στα βόρεια αθηναϊκά προάστια. Μια μαύρη πόρσε βγαίνει μπροστά μου με την όπισθεν από το γκαράζ μεζονέτας. Δίπλα στον 55άρη οδηγό, κυρία κατά 25 χρόνια νεότερη. Πίσω τους, μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, με τον σωματοφύλακα. Σταματάω για να διευκολύνω την έξοδό τους. Μεταξύ όπισθεν και πρώτης, λίγο προτού ξεκινήσει, ο ψαρομάλλης οδηγός πετάει από το παράθυρο στον δρόμο το σελοφάν από ένα πακέτο τσιγάρα. Εκεί, έξω από το σπίτι του, μπροστά στο σπίτι του, μπροστά μου.

Περιστατικό 2: απολαμβάνω την κυριακάτικη ραστώνη σε μια σχετικά οργανωμένη παραλία της Νότιας Εύβοιας όπου οι θαμώνες είναι όλοι ντόπιοι παραθεριστές – πλην εμού. Κυρία περί τα 40 καταφτάνει με τα δίδυμα 4χρονα κοριτσάκια της και καταλαμβάνει τις ξαπλώστρες ακριβώς μπροστά από το κύμα. Κάθεται περίπου 2 ώρες. Καπνίζει, μιλάει στο κινητό, επιτηρεί τα χαριτωμένα κοριτσάκια που χαίρονται τη θάλασσα. Φεύγοντας αφήνει μισοθαμμένες στην άμμο πέντε (5) γόπες τσιγάρα. Δεξιά της, όπως άραζε. Αριστερά της υπήρχε κουβαδάκι – τασάκι, που είχε τοποθετήσει κάτω από κάθε ομπρέλα η επιχείρηση που εκμεταλλευόταν το μπιτς μπαρ και τις ξαπλώστρες. Η συγκεκριμένη μητέρα, όπως άκουσα μετά, συχνάζει καθημερινά στη συγκεκριμένα παραλία. Ισως και στη συγκεκριμένη ξαπλώστρα.

Τι συνδέει τα δύο αυτά περιστατικά, που συνέβησαν από διαφορετικούς ανθρώπους, με λίγες ημέρες διαφορά, πολλά χιλιόμετρα απόσταση μεταξύ τους και υπό άλλες συνθήκες, είναι προφανές. Είναι ό,τι ακριβώς πονάει σήμερα αυτή τη χώρα: η παντελής έλλειψη έγνοιας και ευαισθησίας απέναντι σε οτιδήποτε δεν είναι «δικό μας». Με τη στενή έννοια. Με τη στενή σκέψη, στενών εγκεφάλων. Ακόμη και αν αυτό είναι το πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι μου ή η πλαζ που καθημερινά κάνω μπάνιο.

{{{ moto }}}

Είναι η πλήρης αδιαφορία για τον αντίκτυπο που έχει μια πράξη μας σε κάποιον άλλον – κάνουμε πολύ εύκολα, ασυνείδητα ή καθ’ έξιν, αυτό που ΔΕΝ θέλουμε να μας κάνουν. Αντιδρώ μόνο εάν θίγεται το «δικό μου». Διότι και ο δημόσιος δρόμος, η παραλία, δικά μου είναι. Δημόσια. Ελα όμως που εκεί ανέχομαι την αυθαιρεσία, τη βρομιά, την αλητεία του άλλου.

«Τι ψάχνεις, θα τσακωθείς για ένα κομμάτι χαρτί και 5 τσιγάρα;», σου λένε ή λες στον εαυτό σου – και το καταπίνεις. Ισως και επειδή αύριο μεθαύριο θα το κάνεις και εσύ, αν όχι αυτό κάτι άλλο. Και θα βρεις ένα γρήγορο και εύκολο άλλοθι: το κάνουν όλοι.

Όχι, δεν το κάνουν όλοι. Αλλά το κάνουν, δυστυχώς, οι περισσότεροι. Διότι έτσι έμαθαν. Διότι αλλιώς δεν τους έμαθαν. Δεν πλήρωσαν ποτέ (με μια παρατήρηση ή ένα χαστουκάκι από τη μαμά, ένα πρόστιμο από μια Αρχή) τις συνέπειες της μικρής ή μεγάλης αυθαιρεσίας.

Για κάποιον λόγο, που τα λέει όλα, έχουμε τα πιο καθαρά σπίτια και τις πιο βρόμικες γειτονιές – γνωστό και χιλιοειπωμένο. Και αυτή η συμπεριφορά καθορίζει την εν γένει δημόσια συμπεριφορά μας, τις απόψεις και τις επιλογές μας.

Όταν θιγόμαστε εμείς, δεν λογαριάζουμε τίποτα και κανέναν, καταπατούμε κάθε δίκαιο και κάθε δικαίωμα τρίτου για να βρούμε το δικό μας. Όταν δεν μας «καίει», στην καλύτερη αδιαφορούμε.

Δείτε τι συμβαίνει με τους ταξιτζήδες. Οι ίδιοι αντιδρούν παρανομώντας. Και όσοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θίγονται από τις αντιδράσεις τους, θέλουν επίσης να τους τσακίσουν. Ενώ μέχρι προχθές ανέχονταν και πλήρωναν (για) τις παρανομίες τους.

Είμαστε υποκριτές τελικά. Οχι όλοι, σίγουρα οι περισσότεροι. Εαυτούληδες. Αν το παραδεχθούμε, ίσως στο μέλλον το σώσουμε. Όχι εμείς, τα παιδιά μας.