Μια φορά κι έναν καιρό, και συγκεκριμένα δέκα μόλις μέρες και νύχτες μετά την λήξη της πετρελαϊκής κρίσης που ξέσπασε κατα την διάρκεια του 4ου πολέμου ανάμεσα στα τέκνα του Μωάμεθ και στους γιούς του Ιακώβ, ένας κάποιος κατεργάρης λιβερπουλιανός ξύπνησε από τα κλαπατσίμπανα που είχαν στήσει τρελό γλέντι πίσω από τις μακριές φροντισμένες καστανές φαβορίτες του. Για οποιονδήποτε άνθρωπο της διπλανής πόρτας κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με το μαρτύριο της σταγόνας αλλά αυτός ο 34χρονος δεν ήταν όπως οι περισσότεροι απο τους υπόλοιπους : θιασώτης του δόγματος «παίξε – το – παιχνίδι – μέχρι – το – τέλος» θεωρούσε το χανγκόβερ όχι μόνον μια πρώτης τάξεως υπηρεσία αφύπνισης, καθώς δεν ήταν υποχρεωμένος να κάνει την παραμικρή κίνηση, αλλά και την αδιαπραγμάτευτη ανταμοιβή για όλα αυτά τα, επι σειράς μηνών, απανωτά ολονύχτια …στρυμω-ξύδια στις μπάρες της Πόλης των Αγγέλων που, σημειωτέον, έκαναν τις τσάρκες πρός άγραν αλκοόλ του Ντον Μπέρμαν να φαίνονται σαν περίπατος στο Σέντραλ Πάρκ…

Με τον έγγαμο βίο του πια σε καθεστώς … ελεγχόμενης χρεοκοπίας κατάφερε, κατά το μεσημεράκι, να φορέσει τα, τόσο συνδεδεμένα με την δημόσια εικόνα του, Γουίνσδορ – ναι, ακριβώς αυτά που ύστερες γενιές θα εντοπίσουν κάτω ακριβώς απο τον κεραυνό στο μέτωπο ενός ανήλικου μάγου – και να σηκωθεί απο το κρεβάτι· πράγμα ολίγον τι δύσκολο μιάς και εκεί χουζούρευε, μετά απο προτροπή μάλιστα της ίδιας της γιαπωνέζας συμβίας του, η ιδιαιτέρα γραμματέας τους: μία ντελικάτη Κινεζούλα ονόματι Μέι Πανγκ που, παρά τα συνήθη για την εποχή φαρενάιτ στην ακτή της Σάντα Μόνικα, δεν φορούσε τίποτε άλλο πέρα απο ελάχιστες τύψεις και την περίσσια τσαχπινιά των 24 χρόνων της.

Αποφασισμένος να τηρήσει πιστά το αυστηρό πρωτόκολλο αυτού του, κατάφωρα παρατεταμένου «χαμένου σαββατοκύριακου» – όπως αποκαλούσε, απαλλοτριώνωντας τον τίτλο απο το δοκίμιο στον εθισμό του Τσάρλς Τζάκσον, την άνευ όρων παράδοση του στο καλιφορνέζικο ευ ζην – τσάκισε ένα μπρέκφαστ από αυγά – άλλωστε, ως … Αυγάνθρωπος είχε αυτοπροσδιοριστεί σε ένα απο τα πολλά τραγούδια που είχε κάνει στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν με τους άλλους τρείς – πίτα ζαχαρωτών, κέικ σοκολάτας, δημητριακά, φράουλες, μήλα, μέλι, τσάι και λεμονάδα, μύρισε σαν συναχωμένο κυνηγόσκυλο το περιεχόμενο του εντυπωσιακά οργανωμένου φαρμακείου που συμπεριλαμβανόταν στο, διόλου ευκαταφρόνητο, μίσθωμα της παραθαλάσσιας έπαυλης και, χορτάτος πλέον απο κάθε άποψη, πήρε τον 10 ανατολικά, προσπέρασε το Κάλβερ Σίτυ και τους ουρανοξύστες του κέντρου, άλλαξε στον 5 πρός βορά μεριά, άφησε το Γκλέντεϊλ πίσω δεξιά και, 20 λεπτά αργότερα, χάιδευε τα ποντεσιόμετρα της πολυκάναλης κονσόλας του στούντιο Μπέρμπανκ.
{{{ moto }}}

Ο λόγος που ο Τζον βρισκόταν με την αφρόκρεμα των ντόπιων οργανοπαικτών πίσω απο το τζάμι, σε ένα από τα πλέον εξελιγμένα τεχνολογικά εργαστήρια της βιομηχανίας των ονείρων, έγκειται στο γεγονος ότι μόλις εκείνο το απόγευμα άρχισε να ασχολείται με το νέο άλμπουμ του πρώτου τη τάξει μπεκροκανάτα της ομήγυρης Χάρι Νίλσον, με του οποίου μάλιστα άλμπουμ την υψηλή εποπτεία είχε επιφορτιστεί αυτοβούλως σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διασκεδάσει τούς ανομολόγητους φόβους του: ο θεόμουρλος ο Φίλ Σπέκτορ ειχε εξαφανιστει απο προσώπου γης· και, ακόμα χειρότερα, είχε πάνω του, πέρα από πιστόλια, και το καρούλι με την μαγνητική ταινία όπου είχε αποτυπωθεί ότι πάλευε όλο αυτό το διάστημα: ένας σωρός απο διασκευές σε αγαπημενα του τραγούδια απο τα ‘50s και τα ‘60s που σκόπευε να τακτοποιήσει σε ένα δίσκο υπο τον γενικό τίτλο «Rock ‘N’ Roll».

Για πρώτη μάζωξη, το όλο πράγμα περπατούσε μια χαρά. Τόσο ώστε όλοι πίστευαν οτι ο Χάρι επισκεπτόταν συχνά – πυκνά την τουαλέτα με σκοπό να ξεφορτώνει τα λίτρα που κατέβαζε μέχρι σκασμού και όχι για να φτύνει το αίμα απο τις κατεστραμένες φωνητικές του χορδές! Όμως ο κρυψίνους Νίλσον – που εκείνη την εποχή έδινε την ευκαιρία σε αμέτρητα ελληνόπουλα να εξασκηθούν για 3 πρώτα και 17 δεύτερα λεπτά στην τεχνική του φλερτ με την εκδοχή του στο τραγούδι «Without You» της, πάλαι ποτέ προστατευομένης των Σκαθαριών, μπάντας των Badfinger – ως ασθενής, σαφώς και αμαρτίαν ουκ είχε: το ειδικό βάρος του ονοματεπώνυμου του παραγωγού αποτελούσε και το γερό χαρτί στην σκληρή επαναδιαπραγματευση του συμβολαίου του με την δισκογραφική εταιρεία RCA καθώς είχε ως πρώτο ζητούμενο το, ακόμα και για σήμερα, μυθικό ποσόν των πέντε εκατομμυρίων δολαρίων!

Ενώ λοιπόν κάτω στο Βάλευ τα φώτα πότε τουρτούριζαν απο το νοτισμένο σκοτάδι και πότε ανατρίχιαζαν απο την δροσερή αύρα του Ειρηνικού ξαφνικά η βαριά πόρτα του κοντρόλ ρουμ βρέθηκε απο ερμητικά κλειστή διάπλατα ανοιχτή και, με μιάς, του ρολογιού οι δείκτες έπαθαν ανακοπή κάπου στη μέση της ανηφόρας πρός τα μεσάνυχτα.

Και για όποιον αναρωτιέται αν είναι δυνατόν, απο την μιά στιγμή στην άλλην, ο χρόνος να υποτιμηθεί σαν την δραχμή στην Κατοχή με το άνοιγμα μιάς πόρτας και μόνον η απάντηση είναι ασυζητητί καταφατική όταν στον συγκεκριμένο χώρο όπου βρίσκεται ο εν λόγω Τζόν σκάει, αναπάντεχα και απροειδοποίητα, μύτη αυτοκλήτως και σεινάμενος- κουνάμενος αυτός ακριβώς ο Πολ συν γυναιξί φυσικά!

Ακόμα και η θερμοκρασία έπεσε τόσο απότομα ώστε, στην άκρα του τάφου σιωπή που είχε απλωθεί σαν κατάρα πάνω στα πανάκριβα μηχανήματα, όλοι άκουσαν τον υδράργυρο να σκάει με πάταγο στη μοκέτα – που θα έλεγε, στο περίπου δηλαδή, και ο αείμνηστος Ρέυμοντ Τσάντλερ – και να σπαρταράει αβοήθητος σαν μια μπουκιά ασημένιου ζελέ!

«Ο γενναίος Πολ Μακ Κάρτνεϊ, να υποθέσω;» άρθρωσε υπό την επήρεια μάλλον παρά απο ψυχραιμία ο Τζον, αναγκάζωντας τη διάσημη μελωδική σκάουζ αξάν του να μιμηθεί τις πιρουέτες που κάνει ένα γεμάτο αυτοπεποίθηση τραπουλόχαρτο πριν προσγειωθεί στην τσόχα.

«Ο αξιότιμος κύριος Τζάσπερ Λένον, να υποθέσω και εγώ με την σειρά μου;» πέταξε ενστικτωδώς ο Πολ ποντάροντας το εξ’ ίσου αναγνωρίσιμο εκλεπτυσμένο βασιλόφρον φλέγμα του σε μια ατάκα από ένα, δέκα χρόνια και κάτι μήνες παλιό, χριστουγεννιάτικο σκετς των Υπέροχων Τεσσάρων….

Με την αμηχανία λοιπόν πνιγμένη σέ θερμές χειραψίες, σφιχτές αγκαλιές και σκαστά φιλιά, τον Τζον ζωσμένο μια κιθάρα, τον Πολ καθισμένο πίσω απο τα τύμπανα, το καρέ συμπληρωμένο με τον Στίβι Γουόντερ και τον χρόνο να μετράει ξανά η επόμενη μισή ώρα αναλώθηκε σε χαλαρές αυτοσχέδιες εκδοχές τραγουδιών όπως τo «Lucille» (Little Richard) ή το «Stand By Me» (Ben E King) και αβρότητες του στύλ «Θες μια μυτιά; Mια ρουφηξιά τώρα που γυρνάει;»…

Και όταν έφτασε πλέον η στιγμή να το διαλύσουν, όλοι εκείνοι οι εκατέρωθεν διαξιφισμοί, εξευτελισμοί και υπαινιγμοί σε συνεντεύξεις και τραγούδια σαν τα «Too Many People» και «How Do You Sleep» αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια φάνταζαν τόσο πολύ μακρινά, ακατανόητα και μάταια ώστε κανόνισαν να βρεθούν, την επομένη κιόλας, στο παρα θιν’ αλός τσαρδί…

Όπερ και εγένετο. Αδιάσειστο ντοκουμέντο μάλιστα και η παραπάνω φωτογραφία, η στερνή, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, κοινή τους εμφάνιση στο ίδιο κάδρο, που κρύβει πολλά περισσότερα απο όσα μπορεί να καταλάβει κανείς με το μάτι….

«Αν και είναι πικρές οι αναμνήσεις απο εκείνες τις μέρες» σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του Πολ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλο και προς τα εκεί θα τρέχει ο λογισμός του ακολουθώντας τις φήμες που κυκλοφορούν τελευταία σχετικά με μία πιθανή εμφάνιση των Μακ Κάρτνεϊ και Σταρ μετά των απογόνων των Λένον και Χάρισον στούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου του χρόνου. Αυτό όμως είναι ένα εντελώς διαφορετικό παραμύθι, για κάποια άλλη φορά…