Πότε ακριβώς οι άνθρωποι των μέσων μαζικής ενημέρωσης μεταβλήθηκαν από «τηλεοπτικούς εισαγγελείς» και φορείς της λαϊκής συνείδησης σε «αλήτες-ρουφιάνους-δημοσιογράφους»; Η ορθή απάντηση στο ερώτημα είναι φυσικά «ποτέ». Οι δύο τάσεις της υπερβολής συνυπήρχαν εξαρχής στο εσωτερικό της κοινής γνώμης και η κατά καιρούς κατίσχυση του ενός ή του άλλου προτύπου υποδεικνύει απλώς τις αντίστοιχες μεταβολές της πρόσληψης στο εκάστοτε κοινωνικό φόντο. Όποιος θυμάται τα ηρωϊκά σίριαλ της πρώτης δεκαετίας της μεταπολίτευσης θα ανακαλεί στο νου τα αγιολογικά πορτρέτα δημοσιογράφων και ανακριτών: στον απόηχο της αποκάλυψης του ρόλου του παρακράτους στην υπόθεση Λαμπράκη τα δύο επαγγέλματα είχαν αποκτήσει το φωτοστέφανο του λειτουργήματος. Όσοι διαθέτουν και προδικτατορικές μνήμες βέβαια θα θυμούνται τον εσμό των φημών της ίδιας εποχής περί του λίαν αμφιλεγόμενου ρόλου των δημοσιογράφων στο τότε πολιτικό σύστημα.

Για την πλήρη εξοικείωση του συνόλου σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας με το φαινόμενο των ΜΜΕ απαιτήθηκε η απελευθέρωση των τηλεοπτικών συχνοτήτων το 1989 και το τέλος της εποχής του κρατικού μονοπωλίου. Η έξαρση της τηλεοπτικής δημοτικότητας στη δεκαετία του ’90 σε συνδυασμό με την έλλειψη αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου στο χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης δημιούργησαν ένα πεδίο υποκατάστασης διάφορων κοινωνικών λειτουργιών: η ελληνική tv δια των αντίστοιχων εκπομπών αναλάμβανε συνοικέσια, πραγματοποιούσε πωλήσεις, προωθούσε αμίμητες τελεμάρκετινγκ πατέντες, πρόβαλλε βιβλία γνώσης που εξηγούσαν τα πάντα όλα, διαλεύκανε εγκλήματα και έβρισκε χαμένα κορμιά.

Μεταξύ οικογενειακής αποκατάστασης, παιδείας και δικαιοσύνης, πρωταθλήτρια των διακαναλικών αγώνων αναδείχθηκε η τελευταία. Αντί για τηλε-ευαγγελιστές η Ελλάδα απέκτησε τηλε-εισαγγελείς δια των οποίων το κοινό εισέπραττε την κάθαρση της απονομής άμεσης δικαιοσύνης, διορθωτική εκείνης της αίσθησης απουσίας του κράτους δικαίου (εν ώρα εκπομπής η πολιτεία τακτικά εγκαλούνταν για πράξεις, παραλείψεις, άγνοια και ανικανότητα). Στο απόγειο της δημοφιλίας των τηλεδικείων η εικονική δικαιοσύνη είχε εξισωθεί με την τακτική – στους καβγάδες, τουλάχιστον, μια και η παραδοσιακή απειλή «θα σε πάω στο δικαστήριο» είχε αντικατασταθεί με την ισότιμης βαρύτητας «θα σε βγάλω στα κανάλια».

Στο Νυχτερινό Δελτίο του Πέτρου Μάρκαρη (Γαβριηλίδης, 1995 και πρόσφατα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2011), το οποίο αξίζει να διαβαστεί ξανά στο φως των εξελίξεων που μεσολάβησαν από τότε, βλέπει κανείς να σκιαγραφείται μια αντίρροπη διαδικασία. Ο αστυνομικός ρεπόρτερ Σωτηρόπουλος είναι ο «μοντέρνος Ροβεσπιέρος με κάμερα και μικρόφωνο», «υπερασπίζει το λαό και διάφορους περιθωριακούς», παραπέμπει όμως παράλληλα και στον διαβόητο αρχηγό των SS Χάινριχ Χίμλερ λόγω των γυαλιών με τον στρογγυλό μεταλλικό σκελετό. Η Γιάννα Καραγιώργη είναι επίμονη ερευνήτρια και άψογη επαγγελματίας, ταυτόχρονα αδίστακτη ως προς της μεθόδους ανέλιξής της. Τα ανώτερα στελέχη του «Χέλας Τσάνελ» έχουν το αυτί υπουργών, παρεμβαίνουν στο έργο της αστυνομίας, λειτουργούν με αποκλειστικό κριτήριο τις μετρήσεις θεαματικότητας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μάρκαρης φωτίζει τη διαφορετική πλευρά της πρόσληψης των πραγμάτων αντιστρέφοντας το πρόσημο εκείνων που την ίδια εποχή θεωρούνταν από άλλους ως θετικές ιδιότητες: εδώ οι εισαγγελικές ρήσεις των παρουσιαστών δεν αποτελούν αγορεύσεις αλλά φωνασκίες, ο καταγγελτικός λόγος δεν είναι η φωνή του αδικημένου αλλά φράσεις κενές περιεχομένου, το ύφος δεν νοείται γνήσιο αλλά θεατρικό. Ο αστυνόμος Χαρίτος, εκτός από φορέας της αστυνομικής αντιπάθειας για τα ΜΜΕ αναδεικνύεται και ως εκφραστής της μικροαστικής αντίληψης των «νοικοκυραίων» της middle Greece.

Προς το τέλος της αφήγησης η μετάπτωση από τη μία εικόνα στην άλλη έχει σχεδόν συντελεστεί: ένας χαρακτήρας που ποτέ δεν ξεκαθαρίζεται οριστικά αν είναι όντως παιδεραστής ή ενδεχομένως θύμα τηλεοπτικού ζήλου ζητά επιτακτικά «ν’ αδειάσει ο δρόμος από τους αλήτες τους δημοσιογράφους». Οι ενδιάμεσοι ρουφιάνοι θα έρχονταν αργότερα.