Ολη η Ιστορία μας σε μια έκθεση. Συμπυκνωμένη σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες μαρτύρων και αγωνιστών, σε πρόσωπα-σύμβολα, σε εικόνες ηρωισμού και οδύνης, στην υπέρβαση της καθημερινότητας όταν η ιστορική στιγμή το ζητεί, σε έντονα χρωματισμένα εσπεριδοειδή και ζαρζαβατικά, σε σταρένια καρβέλια. Κολάζ και συνθέσεις, συγκινητικές αναφορές στο ιστορικό παρελθόν μας, αδρές πινελιές που δίνουν την αίσθηση μιας χρωματικά βίαιης άνοιξης, μιας άνοιξης σε στοχασμό, μιας άνοιξης σε περιπέτειες που από μόνη της κραυγάζει «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Αυτός άλλωστε είναι και ο τίτλος της έκθεσης του Γιάννη Ψυχοπαίδη, που φιλοξενήθηκε ως τις 25 Ιουνίου στο «Σπίτι της Κύπρου».

Αυτός ο σημαντικός και γενναιόδωρος στην καλοσύνη και στα χαμόγελα έλληνας καλλιτέχνης με τις περγαμηνές και τις εκθέσεις ανά τον κόσμο, ο Ψυχοπαίδης, δραστήριος πολίτης και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, είναι χειμαρρώδης στον λόγο όπως και σε αυτήν τη σειρά των έργων του. Μιλάει για την Ελλάδα με πάθος, μιλάει για τα γράμματα-εθνικά κειμήλια του λόρδου Βύρωνα στους φίλους του, που έφευγαν από εδώ σαν τρελοί βλέποντας τα «συντροφικά μαχαιρώματα», για τον Βύρωνα που κυνηγούσαν οπλαρχηγοί για να απομυζήσουν χρήματα και που αυτός δεν ήταν ούτε αφελής ούτε ρομαντικός, αλλά σοφός όταν έγραφε στους Εγγλέζους: «Μη φεύγετε, ο λαός αυτός έχει ταλαιπωρηθεί, πρέπει να τον στηρίξουμε, να οργανώσουμε το κράτος…». Ετσι είναι όμως ο Γιάννης Ψυχοπαίδης.

Μια έκθεσή με τη δουλειά του πάνω στην ποίηση (Οδύσσεια, Παρμενίδης, Σεφέρης, Σαχτούρης, Δημουλά) μόλις εγκαινιάστηκε στο χωριό Ψάρι της Αρκαδίας, στο κτίριο του Μουσείου Δημοτικού Σχολείου, που ανακαινίστηκε με την πρωτοβουλία ανθρώπων οι οποίοι στηρίζουν το χωριό τους. Επίσης, στο πλαίσιο του εφετινού Ετους Ελύτη, ετοιμάζει μια μεγάλη έκθεση με τους σπουδαστές του το προσεχές φθινόπωρο.

Ανήσυχος και δεν στέκεστε σε μια μεριά, κύριε Ψυχοπαίδη.
«Κάποτε, μεταξύ των ετών 1970 και 1990 είχα πέντε σπίτια: δύο στην Αθήνα και από ένα σε Βερολίνο, Βρυξέλλες και Μόναχο. Η αρχική αίσθηση αυτής της ελευθερίας όμως μετατράπηκε σε καταναγκασμό και νοσταλγούσα το λίγο, το μοναδικό, το αμετακίνητο».

Γιατί είχατε τόσα σπίτια;
«Γιατί εκεί εργαζόμουν κατά καιρούς. Αλλά και από μια διάθεση να διαφυλάξω τον βιωμένο χώρο, ουσιαστικά συνδεδεμένο με τη ζωή μου. Χαρές, πίκρες, δημιουργία, έρωτες, βιώματα που φυλάς και αναπαράγεις».

Πώς οδηγηθήκατε σε αυτήν την έκθεση; Με την αναπαραγωγή βιωμένων συναισθημάτων που είπατε ή από μια πρωτογενή συγκίνηση;
«Είναι ταυτόχρονα μια εγκεφαλική επεξεργασία και μια πρωτογενής συγκίνηση. Το σύνθημα “Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία” βρίσκεται βαθιά ριζωμένο στη γενιά μας και μας έκανε από πολύ νωρίς να δούμε το κοινωνικό ζήτημα. Το δίκαιο και τον ανθρωπισμό. Ως νέοι καλλιτέχνες, ό,τι ζούσαμε το ζωγραφίζαμε. Μια παρέα ανθρώπων ήμασταν που μας απασχολούσε η έννοια της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας, βασικά χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου. Και στη δουλειά μου όμως πάντα υπάρχει το στοιχείο της εναλλαγής και της συμπληρωματικότητας ανάμεσα στο ευρύτατα πολιτικό και στο υπαρξιακό, εσωστρεφές και ερωτικό. Για εμένα αυτό είναι αδιαίρετη ενότητα».

Εμπλοκή του έρωτα με την επανάσταση;
«Οχι απαραίτητα με την επανάσταση. Αλλά με την ανατροπή, την αμφισβήτηση και τη συγκινησιακά ταραγμένη σχέση με την κοινωνία».

Τα έργα σας, στη συγκεκριμένη έκθεση, μου έδωσαν την αίσθηση ότι ζωγραφίστηκαν μεμιάς…
«Ετσι είναι, και γι’ αυτό ούτε σκάρτο χρόνο δεν μου πήραν. Αλλά δούλεψα με μεγάλη αφοσίωση. Οι εικόνες μου εκφράζουν την Ιστορία με την οδύνη και τη βία της, την Ιστορία μας, που δεν είναι εναλλαγή ανάμεσα σε ήττες και νίκες, αλλά διαδοχή από ήττες και απογοητεύσεις. Τα έργα τα διαπερνά μια κόκκινη γραμμή, θα έλεγα, και δημιουργούν ένα παλίμψηστο μιας συνεχούς ροής ανθρώπων, γεγονότων, στιγμών, ιδεών, ζητημάτων ιστορικών, αλλά ακόμη και εικαστικών. Τα έργα μου είναι τα πρόσωπα και οι μύθοι τους. Είναι καταγραφή των μορφών που βγαίνουν από το σκοτάδι της Ιστορίας ή έχουν χαθεί στο σκοτάδι. Πρόσωπα εμβληματικά, που συνδέουν την Ελλάδα με τις καλύτερες στιγμές της και φέρουν τον μη δόλο, την αθωότητα και τη δύναμη για κάτι, το οποίο δεν στηρίζεται στο προσωπικό κέρδος. Η έννοια της ανιδιοτέλειας στην πιο καθαρή μορφή της».

Πού βρίσκουμε την ανιδιοτέλεια στην ελληνική Ιστορία;
«Στην Κατοχή και σε άλλες κρίσιμες περιόδους, όπου βλέπεις έκθαμβος τους ανθρώπους να ξεπερνούν συμβάσεις και υπολογισμούς και να αναδεικνύονται σε μεγάλα μεγέθη, ακριβώς επειδή δεν το επιδίωξαν».

Η τέχνη πρέπει να προσφέρει αυτήν την ιστορική υπόμνηση;
«Η δική μου τέχνη έχει υπόμνηση χωρίς νοσταλγία, είναι χώρος εσωτερικής μνήμης και ανίχνευσης, έχει στοιχείο μνήμης όχι για να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά για να αναζητήσουμε τον εαυτό μας στο παρελθόν και να προχωρήσουμε. Μνήμη δημιουργική και γόνιμη, για να δούμε τι συμβαίνει σήμερα. Γι’ αυτό η έκθεση έχει τον υπότιτλο “Επιστροφή στο μέλλον”. Αλλωστε η τέχνη δεν “πρέπει” τίποτε απολύτως. Και αλίμονο αν “έπρεπε” κάτι. Θα έπαυε να είναι τέχνη».

Δεν φέρει μια υποχρέωση;
«Ναι, αλλά όχι για να πει δεσμευτικά πράγματα ή με στενή κομματική ή πολιτική έννοια. Σε καμία περίπτωση. Η τέχνη πρέπει να κάνει καλά τη δουλειά της. Αυτό είναι μια συναρπαστική συνεισφορά στη συλλογική συνείδηση. Γιατί καθετί που αφορά τα ανθρώπινα είναι μια πολύτιμη μαρτυρία. Και η τέχνη πρέπει να λέει ό,τι λέει με τη μεγαλύτερη ευκρίνεια, συμπύκνωση, καθαρότητα. Να είναι ουσιαστική και πλήρης. Να έχει την ηθική της γλώσσας της. Αυτό είναι το στοιχείο του υψηλού. Αν αυτό το υπηρετεί, έχει εκτελέσει την αποστολή της. Γιατί να τη στενέψουμε στους όρους της πολιτικής;».

Σκεφτόμουν τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό…
«Εχει δυσφημισθεί, και δικαίως, γιατί τα ιστορικά χρόνια που γεννήθηκε ήταν σύμφυτος με ό,τι πιο δογματικό και ατάλαντο. Ο όρος όμως εκφράζει μια σοσιαλιστική ιδεολογία αλλά και έναν ρεαλισμό. Και καθετί που εκφράζει αυθεντικά ψυχικές ή κοινωνικές συνθήκες είναι ρεαλιστικό. Και καθετί που καταφάσκει στην ανθρώπινη ύπαρξη είναι σοσιαλιστικό. Αν ενώσουμε τα πραγματικά περιεχόμενά τους, θα βρούμε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ο οποίος δεν έχει να κάνει τίποτε με το μόρφωμα που γεννήθηκε τα χρόνια του ’20».

Και ο σοσιαλισμός ως ιδεολογία σήμερα;
«Εχει πάει κατά διαόλου, και αυτοί που κόπτονται για αυτόν εκφράζουν τη συντήρηση και τις πιο μαύρες απόψεις. Εχουμε καταρρεύσεις συστημάτων. Απάνθρωπη διαχείριση των κοινών. Και μέσα σε αυτήν τη σύγκρουση των κόσμων συνθλίβεται ο άνθρωπος. Που έχει πάψει να είναι πολύτιμη αξιοπρεπής μονάδα της Ιστορίας, αλλά ανύπαρκτο στοιχείο, και μετριέται με αριθμούς και στατιστικές. Σήμερα οι έννοιες έχουν χάσει την αξία τους. Εχουμε μια διακωμώδηση εννοιών. Ζούμε την απόλυτη αντιστροφή τους, γι’ αυτό και οι άνθρωποι έχουν χάσει τον μπούσουλα».

Μας βαραίνει μια κληρονομιά;
«Κληρονομήσαμε τον ιστορικό χρόνο σαν ένα ζήτημα ανοιχτών ερωτημάτων. Και ως συνειδητό άνθρωπο με αφορά το κομμάτι της Ιστορίας που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από τον πόλεμο και την Κατοχή ούτε από τη δικτατορία, αλλά από την κανονική ροή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Της αστικής Δημοκρατίας».

Τι σημαίνει αυτό;
«Οτι αρχίζω να μετράω την πολιτεία από το 1974 που οργανώθηκε σε Δημοκρατία, έπειτα από τόσες ταλαιπωρίες, όταν υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις, με όρους ειρήνης. Οι κυβερνώντες είχαν μια ιστορικά μοναδική ευκαιρία, μια τρομακτική δύναμη στα χέρια τους να διαμορφώσουν μια καινούργια συνείδηση για την πολιτεία, τον πολίτη, την πόλη και να διεκδικήσουν ισότιμη μοίρα μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο. Αντ’ αυτού, δημιούργησαν ένα μόρφωμα και από εκεί και πέρα αισθάνομαι οργή για όσα δεν έγιναν. Θα μπορούσε τότε να σχηματισθεί μια κοινωνία δικαίου, οι θεσμοί να πάρουν υπόσταση και να λειτουργήσουν αξιοκρατικά, ο πολίτης να νιώσει ότι τον σέβονται και ότι αυτοί που τον κυβερνούν τον στηρίζουν και μοιράζονται τις δυσκολίες μαζί του. Αλλά δεν είχαμε τους σωστούς πολιτικούς. Και έτσι χάθηκε η ιστορική ευκαιρία. Βέβαια, δεν ήμασταν εμείς που δεν τα κάναμε, αλλά οι δύο παρατάξεις εξουσίας που κυβέρνησαν τον τόπο».

Τις εκλέξαμε, ωστόσο…
«Φυσικά, αλλά είναι χυδαίο το ευφυολόγημα περί κοινής συλλογικής ευθύνης. Κάποιοι, πονηρά ποιούντες, θέλουν να χρεώσουν στον κόσμο όσα αρνούνται να χρεωθούν οι ίδιοι. Και εμπλέκουν το πλήθος, πλήθος δεμένο χειροπόδαρα από τους όρους εργασίας, τις ευθύνες της οικογένειας, πλήθος δέσμιο – αναγκαστικοί υπηρέτες που τους έπλασε έτσι ένα σύστημα, για να μπορεί να κάνει το πολιτικό του παιχνίδι. Και επειδή η πολιτική εξουσία είναι ανίκανη να χειριστεί τα κοινά, αντί να σηκωθεί να φύγει, αναγκάζει τους ανθρώπους σε αυτήν τη διαχείριση, έχοντας προηγουμένως διαιρέσει την κοινωνία σε ομάδες με αντικρουόμενα συμφέροντα».

Διαίρει και βασίλευε;
«Βεβαίως. Δείτε το Μουσείο της Ακρόπολης, όταν τσακωνόταν η μισή Αθήνα με την άλλη μισή για κάτι που εδώ και 20 χρόνια δεν είχε μελετηθεί σωστά. Μια ευνομούμενη κοινωνία θα είχε βάλει το πλαίσιο, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες των πολιτών. Δείτε το κτίριο του Φιξ. Εχει απομείνει ένα κουφάρι. Κάποιος νοσηρός εγκέφαλος γκρέμισε το μισό από αυτό το αριστούργημα του μοντερνισμού που έχτισε ο Μπενέτος. Ας αναζητήσουμε τις ευθύνες. Ποιος ήταν τότε υπουργός; Με ποια νομιμοποίηση έγινε η κατεδάφιση; Ποιος είναι σήμερα ο υπεύθυνος; Γιατί δεν δουλεύουν οι εργολάβοι; Δείτε τον δρόμο Κορίνθου – Πατρών. Είχαν υποσχεθεί ότι το 2012 θα παραδιδόταν, και αυτήν τη στιγμή έχουμε ένα τεράστιο εργοτάξιο, όπου σκοτώνονται άνθρωποι και πληρώνουμε απίστευτα ποσά. Αλλά πετυχαίνουν πάντα ένα τέτοιο πλέγμα και μια τέτοια διάχυση, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνεις ποιος ευθύνεται, και τρίβουν τα χέρια τους επειδή τσακωνόμαστε. Θα έπρεπε να τα βρουν οι άνθρωποι μεταξύ τους και να πλακώσουν στο ξύλο αυτούς που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Η εξουσία θα έπρεπε να καταδικαστεί όχι για αυτά που έκανε, αλλά για αυτά που δεν έκανε. Ειδική ποινή για όσους οδηγούν στη διάλυση τα πράγματα».

Και λέμε το γνωστό «δεν υπάρχει κράτος»;
«Ακριβώς. Δυσφήμησαν ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στην αστική Δημοκρατία. Και ο πολίτης, δύσθυμος πλέον, εχθρικός, επιθετικός, αισθανόμενος την κοροϊδία, λέει: “Οχι κράτος, δεν θέλω κράτος!”. Εξευτελίζουν τα πανεπιστήμια ώστε ο πολίτης να πει “όχι δημόσια Παιδεία, για να σωθούμε”. Και από την άλλη, έχουμε όλες αυτές τις σκανδαλώδεις ρυθμίσεις της Βουλής και των βουλευτών. Την κοινωνική ελίτ που αλωνίζει και δεν φορολογείται».

Είστε βαθιά οργισμένος.
«Πώς όχι; Από το 1980 και μετά η χώρα οδηγήθηκε στον χυδαίο λαϊκισμό, στις χρηματικές συναλλαγές, στα σκάνδαλα και στον εκμαυλισμό, και ο πολίτης στην αποξένωσή του από το κράτος. Και αν δεν συνειδητοποιήσουμε τι συνέβη, δεν θα βρεθούμε σε μια σχέση πραγματικότητας και στο τι θα κάνουμε αύριο. Μας έχουν γεμίσει ψέματα και ως σήμερα που μιλάμε εξακολουθούν να παίζουν τα ίδια παιχνίδια. Κυνισμός, έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας, μηχανιστική αντίληψη διαχείρισης. Το πρόβλημα όμως δεν είναι διαχειριστικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό. Είναι πολύ σοβαρό ότι ο Ελληνας νιώθει πως του τα έχουν αρπάξει, ενώ από την άλλη έμαθε να λειτουργεί ως φοβισμένο άτομο που νοιάζεται για το πώς θα τη βολέψει. Ατομικές λύσεις που διαλύουν τον κοινωνικό ιστό σε προσωπικά μικροσυμφέροντα».

Γι’ αυτό κλείνει την πόρτα του και δεν τον νοιάζει τίποτε.
«Και την ανοίγει ο άλλος και τον σφάζει για πλάκα. Οι εικόνες φρίκης που ζει η Πάτρα, με την ατυχία της να έχει ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια: οι μετανάστες κρεμασμένοι από τα αυτοκίνητα εκεί μπροστά σου ή έτοιμοι να σπάσουν τις κλειδαριές από τα αυτοκίνητα-ψυγεία για να τα ανοίξουν και να κρυφτούν. Είναι ένας εφιάλτης, μπαίνω στη λογική των 150.000 Πατρινών που διαρκώς απειλούνται έμμεσα ή άμεσα από εξαγριωμένα αρπακτικά, και αυτή είναι η καθημερινότητά τους. Είναι μια κατάσταση που κανείς δεν διαχειρίζεται. Η αυτοδιοίκηση έχει αποσυρθεί, η κυβέρνηση είναι ανίκανη και ανύπαρκτη».

Θα μπορούσε να γίνει κάτι… γενικώς;
«Να που καλούμαι πάλι ως πολίτης να δώσω λύσεις ενώ πληρώνω φόρους, έχω πολιτικούς αρχηγούς, κόμματα οργανωμένα, ένα σύστημα που υπερχρηματοδοτείται. Ξέρω κι εγώ τι θα γίνει; Δεν ξέρω. Η κυβέρνηση όμως τι κάνει; Η πρώτη της πράξη ήταν να καλέσει τις τηλεοράσεις και να πάει και ο Πρωθυπουργός στην παραλία, για να γκρεμίσει τάχατες ένα ήδη γκρεμισμένο κέντρο διασκέδασης. Η πρώτη επαναστατική πράξη ήταν “θα πατάξομεν την πολεοδομική διαφθορά”…».

Οταν διαιωνίζεται η φαυλότητα, πώς να αναπτύξεις μια σωστή σχέση και με τους δικούς σου;
«Πώς, αλήθεια; Και το σοβαρότερο είναι μια διάσταση εξοικείωσης με το κακό. Συνηθίζεις τη βία, την παραβατικότητα, διδάσκεσαι την υποκρισία».

Διεθνές σύμπτωμα. Ενόχλησε ο Στρος-Καν και όχι οι βόμβες του ΝΑΤΟ.
«… Και όχι ο Ομπάμα που παρακολουθούσε σαν τα παιδιά που παίζουν βιντεογκέιμ το μεγαλύτερο έγκλημα των τελευταίων χρόνων. Να δολοφονείται κάποιος έξω από κάθε έννοια νομιμοποίησης. Ηταν σκληρό χαστούκι στη Δημοκρατία και στις ψευδαισθήσεις για το τι σημαίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Επίδειξη βίας, καταπάτηση δημοκρατικών στοιχειωδών δικαιωμάτων, όπως τα αντιλαμβάνεται η Ευρώπη σήμερα. Δολοφονούν τον Μπιν Λάντεν χωρίς πρόσχημα, εξοικειώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους στον νόμο της ζούγκλας ως καθαρής έννοιας λειτουργίας της κοινωνίας».

Δεν ήταν ορθή απάντηση για τις τρομοκρατικές ενέργειες, κυρίως στους Δίδυμους Πύργους;
«Είναι ανιστόρητο παράδειγμα. Είτε θα μιλήσουμε για καταστάσεις επαναστατικές, επομένως για μη αστικό δίκαιο, που είναι άλλο ζήτημα, είτε για μια ευνομούμενη πολιτεία που έχει συντεταγμένες και κανόνες και αρχές, υποτίθεται ανθρωπιστικές…».

Είστε δάσκαλος εν τέλει…
«Δεν είμαι δάσκαλος. Είμαι αεί διδασκόμενος».

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 19 Ιουνίου 2011.