Το λεπτομερές προφίλ της καμαριέρας η οποία κατηγορεί τον πρώην επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος-Καν, για απόπειρα βιασμού παρουσιάζεται σε εκτενές ρεπορτάζ των New York Times για τη ζωή της 32χρονης γυναίκας.

Η απίστευτη «Οδύσσεια» της φτωχής καμαριέρας, που βρέθηκε στο επίκεντρο ενός σκανδάλου ολκής με παγκόσμιο ενδιαφέρον, ξεκινάει σε μία χωμάτινη καλύβα χωρίς ηλεκτρισμό ή τρεχούμενο νερό, στο Τσιακουλέ: ένα απομονωμένο εξαθλιωμένο χωριό στη Γουινέα της δυτικής Αφρικής όπου γεννήθηκε .

Έφηβη ακόμη και εντελώς αγράμματη, αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν μακρινό της ξάδελφο, γέννησε μία κόρη και σύντομα έμεινε χήρα. Λίγα χρόνια αργότερα πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες (άγνωστο με ποιόν ακριβώς τρόπο) αναζητώντας μαζί με χιλιάδες ανώνυμους μετανάστες μία καλύτερη ζωή από αυτή που μπορούσε να της προσφέρει η γενέτειρά της.

Πριν καταφέρει να βρει τη δουλειά της καμαριέρας στο πολυτελές ξενοδοχείο Sofitel στο Μανχάταν, η νεαρή γυναίκα έβγαζε τα προς το ζην σερβίροντας σε ένα μικρό αφρικανικό εστιατόριο στο Μπρονξ. «Είναι μία χωριατοπούλα που δεν πήγε στο σχολείο για να μάθει Αγγλικά, Ελληνικά, Πορτογαλικά, όσα μαθαίνετε εσείς» δήλωσε στους New York Times, ο 49χρονος αδελφός της, ο Μαμούντου.

«Το μόνο που διδάχθηκε ήταν το Κοράνι. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο υποφέρει με αυτή τη δοκιμασία; Ούτε που γνωρίζω πού βρίσκεται τώρα» προσέθεσε. Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ η αμερικανική εφημερίδα μίλησε με δεκάδες άτομα που γνωρίζουν προσωπικά τη γυναίκα ή λεπτομέρειες για τη ζωή της: συγγενείς, γείτονες, συναδέλφους και πρώην εργοδότες στη Νέα Υόρκη και τη Γουινέα.

Όλοι την περιγράφουν ως μία συνεσταλμένη, θεοσεβούμενη, σκληρά εργαζόμενη ανύπαντρη μητέρα. Η γυναίκα, η μικρότερη από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αδελφών της οι οποίοι ζουν ακόμη στο Τσιακουλέ, μεγάλωσε σε ένα αυστηρό, βαθιά θρησκευόμενο περιβάλλον.

Ο πατέρας της ήταν ένας σεβάσμιος τοπικός ιμάμης, ο οποίος φρόντιζε να διδάσκει στα παιδιά του το Κοράνι στο σπίτι, χρησιμοποιώντας παραδοσιακά ξύλινα πινάκια στα οποία είχε χαράξει εδάφια από το ιερό βιβλίο του Ισλάμ. Η ίδια, ως παιδάκι, ήταν ντροπαλή και πολύ προστατευμένη από το οικογενειακό της περιβάλλον.

«Πριν φύγει από εδώ, κανείς δεν γνώριζε αν μπορούσε να μιλήσει για τον εαυτό της. Δεν διαφωνούσε ποτέ με κανέναν. Ακόμη και αν πεινούσε δεν θα το έλεγε» είπε ο Μαμούντου. Στην εφηβεία της, πήγε στο Κόνακρι, την πρωτεύουσα της Γουινέας, για να βρει δουλειά. Δύο μήνες αργότερα, ο πατέρας της την κάλεσε πίσω στο χωριό: της είχε βρει σύζυγο, έναν μακρινό της ξάδελφο. Η ίδια δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπακούσει, είπαν τα αδέλφια της.

Το ζευγάρι μετακόμισε σε μία περιοχή, τρεις ώρες δρόμος από το χωριό της οικογένειας. Όταν ο σύζυγός της αρρώστησε και πέθανε, η γυναίκα μαζί με την κόρη της πήγε ξανά στο Κόνακρι, όπου τότε ζούσε, ένας άλλος αδελφός της, ο Μαμάντου. Το 2002 και χωρίς να γνωρίζει ούτε λέξη στα Αγγλικά, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γουινέα, αναζητώντας τη τύχη της στη Νέα Υόρκη. «Όλοι θέλουν να πάνε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γνωρίζετε τους λόγους που ο κόσμος φεύγει από την Αφρική» σχολίασε ο Μαμάντου.

Αν και δεν έχει γίνει γνωστό πώς η γυναίκα κατάφερε να φθάσει στις ΗΠΑ, οι δικηγόροι της έχουν δηλώσει ότι όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο Sofitel τα χαρτιά της ήταν νόμιμα αφού της είχε ήδη χορηγηθεί άσυλο από τις αμερικανικές Αρχές. Πριν ωστόσο εργαστεί ως καμαριέρα, η γυναίκα για πολλά χρόνια δούλευε ως σερβιτόρα στο αφρικανικό εστιατόριο Marayway στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης. Εκεί μάλιστα, την επισκεπτόταν συχνά κόρη της, η οποία σήμερα είναι έφηβη.

Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, Μπαχορέχ Τζάμπι, μετανάστης από τη Γκάμπια, είπε ότι η γυναίκα δεν αποκάλυπτε πολλά για την προσωπική της ζωή, αλλά ήταν συνεπής εργαζόμενη. Το ίδιο, σύμφωνα με την εφημερίδα, υποστηρίζουν και οι εργοδότες της στο Sofitel. Στα τηλεφωνήματά της προς την οικογένειά της στη Γουινέα, μιλούσε μόνο για την κόρη της και για τίποτε άλλο που αφορούσε στη ζωή της.

Από την ημέρα της αποκάλυψης του περιστατικού με τον κ. Στρος Καν στη σουίτα του πολυτελούς ξενοδοχείου, τα αδέλφια της δεν έχουν καταφέρει να επικοινωνήσουν ξανά μαζί της. «Έχει πίστη. Ποτέ δεν θα το αλλάξει αυτό» κατέληξε ο Μαμάντου, δηλώνοντας βέβαιος ότι η ανατροφή της αδελφής του θα λειτουργήσει ως πυξίδα στον προσωπικό αγώνα που ξεκίνησε με αντίπαλο έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους στον πλανήτη.