Η Ελλάδα δεν θα χρεοκοπήσει. Είμαστε όρθιοι, έτοιμοι και δεν αποποιούμαστε των ευθυνών μας.

Οι πολιτικοί και όχι οι τεχνοκράτες έχουμε χρέος να πράξουμε το σωστό απέναντι στη χώρα και τους πολίτες της.

Είναι σαφές ότι τριανταεπτά χρόνια μετά τη στροφή της Μεταπολίτευσης, το πολιτικό σύστημα όπως το γνωρίσαμε στην πορεία αυτών των χρόνων, έφτασε στο τέλος του. Δεν μπορεί να υπηρετήσει τη συλλογική πρόοδο και ευημερία. Δεν μπορεί να εγγυηθεί το αξιοπρεπές μέλλον που δικαιούται η πατρίδα. Καθώς αυτό γίνεται όλο και πιο καθαρό στη σκέψη των πολιτών, οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του συστήματος, χωρίς καθεμιά να αναλαμβάνει το μέρος της ευθύνης που της αναλογεί στην αποτυχία, μοιάζει με την τελευταία σκηνή σε ένα θέατρο του παραλόγου, λίγο πριν πέσει η αυλαία.

Η συνταγή του «φταίει πάντα ο Άλλος» και της προσμονής της εξουσίας με όρους γραμμικής εναλλαγής, έχει ξεπεραστεί ιστορικά. Το «ώριμο φρούτο» έχει σαπίσει πλέον, σε αυτή την πολιτική «σκυταλοδρομία» των τριανταεπτά χρόνων. Αναπόφευκτα, οι πολιτικές εξελίξεις δεν θα είναι οι συνήθεις. Θα συνιστούν ασυνέχεια και ρήξη με αυτό το παρελθόν. Κι αυτό δεν αφορά μόνον το κομματικό σύστημα αλλά και όλες τις συνιστώσες του πολιτικού συστήματος με την ευρεία έννοια, δηλαδή και τα συνδικάτα και όλους τους συλλογικούς φορείς εκπροσώπησης. Το σύστημα που επί δεκαετίες καθόριζε την πορεία της χώρας και τις τύχες των πολιτών είναι υποχρεωμένο, χωρίς «των δειλών τα παρακάλια και παράπονα», να αποχαιρετίσει την «Αλεξάνδρεια» που χάνει. Αυτή η συνειδητοποίηση μας αφορά προσωπικά όλους και το υπογραμμίζω πρωτίστως για τον εαυτό μου.

Είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως η χώρα χρειάζεται νέους θεσμούς και νέα πρόσωπα, νέα πολιτική οργάνωση και νέα ηθική συγκρότηση της κοινωνίας, νέο εθνικό όραμα και νέο στρατηγικό σχεδιασμό για την επίτευξή του. Είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για να επιστρέψει η ελπίδα. Όσο η ελπίδα αργεί, κυριαρχεί ο φόβος και μοιραία τα πράγματα εξελίσσονται από το κακό στο χειρότερο.

Εύχομαι και ενώνω τη φωνή μου με όλους όσοι προσδοκούν να συντελεστεί το συντομότερο μια τέτοια πολιτική, κοινωνική και ηθική ανάταξη. Ωστόσο προϋποθέτει με τη σειρά της, ατομικές και συλλογικές αρετές που αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου δεδομένες. Χρειάζεται χρόνος μετάβασης λοιπόν.

Αυτή η μετάβαση δεν μπορεί να είναι το κενό. Στη φύση και την ιστορία δεν υπάρχει κενό. Συνεπώς τα σενάρια είναι δύο. Ή θα αφεθούν τα πράγματα σε μια χαοτική απορρύθμιση μέχρι να «πιάσουμε πάτο» ή θα κάνουμε κάτι για να περισώσουμε όσα περισσότερα μπορούμε, ώστε η επιζητούμενη εθνική ανάταξη από μια επόμενη ηγετική γενιά, να γίνει με τους καλύτερους δυνατούς όρους.

Ο κλήρος πέφτει λοιπόν σε μας που είμαστε τώρα εδώ. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση τώρα και να προετοιμάσουμε τις συνθήκες για την ανάταξη τώρα, υπερβαίνοντας κάθε προσωπική ή κομματική στόχευση, συναισθανόμενοι απόλυτα ότι «πληρώνουμε» για τα πεπραγμένα μας και εργαζόμενοι όχι για τους εαυτούς μας, αλλά για αυτούς που θα αναλάβουν την τύχη της πατρίδας μετά από εμάς.

Αυτή είναι η ευθύνη και των τριακοσίων που εκπροσωπούμε αυτή τη στιγμή τους πολίτες στο κοινοβούλιο. Το διακύβευμα δεν έχει να κάνει ούτε με την προσωπική τύχη του καθενός, ούτε με την τύχη του κόμματός μας, ούτε με την τύχη της παρούσας κυβέρνησης. Πάνω απ’ όλα και απ’ όλους είναι η Πατρίδα και η Δημοκρατία. Για να υπηρετηθούν με συνέπεια και να αποφευχθούν οι ακόμη πιο δυσάρεστες εξελίξεις που βρίσκονται ante portas, οφείλουμε:

Ως κυβέρνηση, να αλλάξουμε δομή, λειτουργία και πρόσωπα ώστε να εμπνεύσουμε ξανά την εμπιστοσύνη τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, καθησυχάζοντας τους φόβους πολιτών, εταίρων και δανειστών που βρίσκονται σήμερα στο ζενίθ. Σε αυτή την κατεύθυνση έχει μείζονα αξία το περιεχόμενο της κυβερνητικής πολιτικής το οποίο θα πρέπει αφενός να διαχειρίζεται τις προκλήσεις του παρόντος, εξασφαλίζοντας την αναγκαία οικονομική ρευστότητα στη χώρα και αφετέρου να διαμορφώνει τις συνθήκες ανάταξης του μέλλοντος προωθώντας μεγάλες μεταρρυθμιστικές τομές και επιτυγχάνοντας κρίσιμους εθνικούς στόχους, όπως είναι για παράδειγμα η αναβάθμιση της Παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της.

Ως πολιτικό σύστημα, να συναισθανθούμε το βάρος της εθνικής μας αποστολής και να αποδείξουμε, εδώ και τώρα, ότι μπορούμε να επιτύχουμε την Εθνική Συνύπαρξη. Τη συναίσθηση αυτή οφείλει να τη δείξει πρωτίστως η κυβέρνηση και έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση. Μπορούν σίγουρα να γίνουν ακόμα περισσότερες στη βάση πιο δημιουργικών και πιο καινοτόμων προσκλήσεων. Όμως και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλει να ακολουθήσει, μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας. Στις πρόσφατες ευρωπαϊκές επαφές του, ξεκαθαρίστηκε στον κ. Σαμαρά ότι δεν είναι εφικτή σήμερα η επαναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου. Η μόνη περίπτωση να καταστεί εφικτή η επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου είναι να έχουν υπάρξει χειροπιαστά αποτελέσματα προόδου και επίτευξης κρίσιμων στόχων. Αλλά για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητη η συναίνεση τουλάχιστον του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η ειλικρίνεια του κ. Σαμαρά ως προς τη δυνατότητα της χώρας να επαναδιαπραγματευθεί το Μνημόνιο περνάει μέσα από τη συναίνεση για την επίτευξη των στόχων που θα μας επιτρέψουν να φτάσουμε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Με απλά λόγια η επαναδιαπραγμάτευση προϋποθέτει τη συναίνεση. Αλλιώς δεν θα γίνει ποτέ και αυτό ο κ. Σαμαράς το γνωρίζει άριστα.

Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να γίνει είναι ένα κοινό σχέδιο στόχων. Ήδη 18 μέτρα που πρότεινε η ΝΔ εμπεριέχονται στο Μεσοπρόθεσμο. Η σύσταση μιας Κοινής Επιτροπής μπορεί να συνδιαμορφώσει το κοινό σχέδιο, όπως επίσης και σειρά εναλλακτικών σεναρίων. Για παράδειγμα ενώ οι φορολογικές προτάσεις της ΝΔ δεν γίνονται δεκτές από την Τρόικα σήμερα, μπορεί να διερευνηθεί η δυνατότητα της επανεξέτασής τους – σε συνδυασμό με την προώθηση και των υπόλοιπων μέτρων – ανά εξάμηνο.

Πρόκειται για ιστορικές στιγμές. Προτεραιότητα για όλους μας πρέπει να είναι η Πατρίδα και όχι το κόμμα. Η ύβρις της Μεταπολίτευσης ήταν η απώλεια του μέτρου. Έστω και την ύστατη ώρα οφείλουμε εμπράκτως να αναγνωρίσουμε το λάθος και να αποκαταστήσουμε την έννοια του μέτρου. Το παράδειγμα πρέπει να το δώσει το πολιτικό σύστημα για να ακολουθήσει και η κοινωνία.

Μια Δημοκρατία χωρίς αίσθηση του μέτρου μετατρέπεται σε ζούγκλα. Αυτός είναι πλέον ένας άμεσα ορατός κίνδυνος. Γι αυτό η ανακάλυψη της Δημοκρατίας από τους αρχαίους μας προγόνους υπήρξε ταυτόσημη με την πίστη στην αξία του Μέτρου. Μόνο με αίσθηση του Μέτρου είναι εφικτή η δημοκρατική λειτουργία της πόλης. Αλλιώς η βία ακυρώνει τη Δημοκρατία και η Πόλη κινδυνεύει.