Μια «τριπλέτα» γονιδίων που συνδέονται με τις ημικρανίες εντόπισαν ειδικοί του νοσοκομείου Brigham and Women’s στη Βοστόνη. Όπως μάλιστα αναφέρουν οι ερευνητές με δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Nature Genetics» ένα από αυτά τα γονίδια φαίνεται να είναι «ένοχο» αποκλειστικώς για τις ημικρανίες …γένους θηλυκού.

Οι ημικρανίες εκτιμάται ότι «πλήττουν» ως και το 20% του πληθυσμού ενώ εμφανίζονται τρεις ως τέσσερις φορές πιο συχνά στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες. Οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν την ημικρανία ως διαταραχή του εγκεφάλου στην οποία οι νευρώνες έχουν μη φυσιολογική απόκριση σε ερεθίσματα. Αν και τα ακριβή αίτια της κατάστασης παραμένουν άγνωστα, φαίνεται ότι υπάρχει ισχυρή κληρονομική βάση.

«Σάρωση» του DNA

Προκειμένου να σκιαγραφήσουν το «γονιδιακό προφίλ» των ημικρανιών οι ειδικοί από τη Βοστόνη με επικεφαλής τον Μάρκους Σουέρκς ανέλυσαν το γονιδίωμα 23.230 ανθρώπων, εκ των οποίων οι 5.122 υπέφεραν από ημικρανίες.

Η συγκεκριμένη μελέτη ,που είναι η μεγαλύτερη που έχει διεξαχθεί μέχρι σήμερα σε ό,τι αφορά τη γονιδιακή βάση των ημικρανιών, έδειξε παραλλαγές σε τρία γονίδια οι οποίες εμφανίζονταν πιο συχνά στους πάσχοντες από ημικρανίες.

Δύο από αυτά τα γονίδια, γνωστά ως PRDM16 και TRPM8, φάνηκε ότι αφορούσαν μόνο τις ημικρανίες, σε σύγκριση με άλλα είδη πονοκεφάλων.

Επιπροσθέτως το γονίδιο TRPM8 συνδεόταν με ημικρανίες αποκλειστικώς στις γυναίκες. Σημειώνεται ότι προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει πως το συγκεκριμένο γονίδιο περιέχει το γενετικό «αποτύπωμα» ενός υποδοχέα πόνου, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.

Το τρίτο «ύποπτο» γονίδιο που εντόπισαν οι επιστήμονες ονομάζεται LRP1 και εμπλέκεται στην αντίληψη του εξωτερικού κόσμου καθώς και σε χημικά μονοπάτια εντός του εγκεφάλου.

Άλλος τρόπος επικοινωνίας

Όπως εξήγησε ο δρ Σουέρκς στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων «τα νευρικά κύτταρα των πασχόντων από ημικρανίες ‘επικοινωνούν’ με διαφορετικό τρόπο μεταξύ τους». Ο ερευνητής προσέθεσε ότι «πολλοί νευροδιαβιβαστές εμπλέκονται σε αυτήν την επικοινωνία και ορισμένοι εξ αυτών φαίνεται ότι παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στις ημικρανίες. Το LRP1 αλληλεπιδρά με ορισμένα από τα μονοπάτια αυτών των νευροδιαβιβαστών και μπορεί να τροποποιήσει τις αποκρίσεις των νεύρων που προάγουν ή αντιθέτως καταστέλλουν τις κρίσεις ημικρανίας».

Υπογραμμίζεται ότι καμία από τις γονιδιακές παραλλαγές που εντόπισαν οι επιστήμονες δεν φάνηκε να συνδέεται συγκεκριμένα με ημικρανίες με ή χωρίς αύρα (πρόκειται για τα οφθαλμικά συμπτώματα που εμφανίζουν κάποιοι ασθενείς).

Σύμφωνα με τον Σουέρκς το να κληρονομήσει ένα άτομο οποιαδήποτε από τις γονιδιακές παραλλαγές που εντοπίστηκαν μεταβάλλει τον κίνδυνο ημικρανίας κατά 10%-15%. Ο ερευνητής παραδέχθηκε ωστόσο ότι η επίδραση που έχει καθένα από αυτά τα γονίδια δεν είναι πιθανότατα τόσο μεγάλη ώστε η νέα γνώση να χρησιμοποιηθεί άμεσα ως διαγνωστικό εργαλείο. Κατέληξε πάντως τονίζοντας ότι τα νέα ευρήματα «βοηθούν στην κατανόηση της βιολογίας των ημικρανιών».