Πριν από εννέα χρόνια είδαµε τον κόσµο να παγώνει. Είδαµε το πρόσωπο του κακού στα σύννεφα του καπνού και της στάχτης. Ηταν η 11η Σεπτεµβρίου του 2001 και στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ κυριάρχησε το ρεύµα σκέψης των νεοσυντηρητικών συµβούλων του Τζορτζ Μπους, προεξάρχοντος του Πολ Γούλφοβιτς, καθώς και του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Ντικ Τσένι και του υπουργού Αµυνας Ντόναλντ Ράµσφελντ.

Οι δύο τελευταίοι αξιωµατούχοι υιοθέτησαν την κοσµοθεωρία του Γούλφοβιτς και των συνοδοιπόρων του, που βασιζόταν στη µονοµερή παγκόσµια παρουσία των ΗΠΑ, στον προληπτικό πόλεµο (ως µέσου εξουδετέρωσης ανεπιθύµητων καθεστώτων) και στην απαξίωση διεθνών οργανισµών – ιδίως του ΟΗΕ.

Οι κινητήριες ιδέες της νεοσυντηρητικής και νεοϊµπεριαλιστικής σχολής, που διαδραµάτισε µείζονα ρόλο στη διοίκηση Μπους µέσω πολιτικών προσωπικοτήτων όπως ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, o Ντόναλντ Ράµσφελντ, o Πολ Γούλφοβιτς ή ο Ρίτσαρντ Περλ, έχουν αναλυθεί µε ιδιαίτερη σαφήνεια από τον επίσης νεοσυντηρητικό Ρόµπερντ Κέιγκαν, η επιρροή του οποίου στην κυβέρνηση Μπους ήταν σηµαντική.

Σύµφωνα µε τον Κέιγκαν, σε σχέση µε τα µεγάλα στρατηγικά και διεθνή προβλήµατα «οι Αµερικανοί είναι οι κάτοικοι του Αρη και οι Ευρωπαίοι οι κάτοικοι της Αφροδίτης». Για τον ίδιο, τα αίτια της διατλαντικής αντίθεσης είναι βαθιά και παλιά και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Οι ΗΠΑ προσφεύγουν πιο γρήγορα στη βία και συγκριτικά µε την Ευρώπη τα καταφέρνουν λιγότερο καλά µε τη διπλωµατία. Γενικά, οι αµερικανοί νεοσυντηρητικοί θεωρούν ότι ο κόσµος χωρίζεται στο καλό και στο κακό, στους εχθρούς και στους φίλους, ενώ για τους Ευρωπαίους η εικόνα της διεθνούς πολιτικής είναι πιο σύνθετη.

Ο Κέιγκαν µίλησε επίσης για µια διαφορετική «στρατηγική κουλτούρα» ανάµεσα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Οι Αµερικανοί προτιµούν τις «τιµωρητικές» κυρώσεις για να «υποδείξουν» την καλή συµπεριφορά. Αντιθέτως, οι Ευρωπαίοι προτιµούν τις διαπραγµατεύσεις, τη διπλωµατία και την πειθώ από τον καταναγκασµό. Είναι πρόθυµοι να επικαλεστούν το ∆ιεθνές ∆ίκαιο, τις διεθνείς συνθήκες και τη διεθνή κοινή γνώµη για τη ρύθµιση των διαφορών. Προσφεύγουν στους οικονοµικούς και εµπορικούς δεσµούς για να ενώσουν τα κράτη µεταξύ τους. Απέναντι στους νεοσυντηρητικούς θεωρητικούς βρέθηκαν σηµαντικά πρόσωπα της αµερικανικής διανόησης, που αµφισβήτησαν έντονα την κυρίαρχη κοσµοθεωρία των νεοσυντηρητικών. Για παράδειγµα, στρατηγικοί αναλυτές και ακαδηµαϊκοί µελετητές της ρεαλιστικής σχολής σκέψης, όπως οι στρατηγοί Σκόουκροφτ και Σαλικασβίλι και οι πολιτικοί επιστήµο νες Τζον Μιαρσάιµερ και Μίκαελ Μάντελµπαουµ, θεώρησαν ότι η επιλογή της µονοµερούς (ή διµερούς, µε τη συνδροµή της Βρετανίας) δράσης θα παγίδευε τις ΗΠΑ σε µια φθοροποιό εµπλοκή στην ηπειρωτική Ασία, χωρίς προσχεδιασµένη στρατηγική απεγκλωβισµού (exit strategy) και µε κόστος την αποµόνωση των ΗΠΑ από παραδοσιακούς συµµάχους της, όπως η Γαλλία και η Γερµανία.

Το τέλος των παραδοσιακών µοντέλων

Με αφετηρία την πεποίθηση ότι ο κόσµος διέρχεται µια κοµβική περίοδο ριζικών αλλαγών και ότι τα παραδοσιακά µοντέλα στα οποία προσφεύγαµε προκειµένου να κατανοήσουµε τον ρόλο των ΗΠΑ παρουσιάζουν προβλήµατα, ένας κορυφαίος αµερικανός δηµοσιογράφος, ο Ντέιβιντ Ιγκνάσιους, συντόνισε µια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση µε δύο από τους πιο οξυδερκείς πρωταγωνιστές της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής, τον Ζµπίγκνιου Μπρεζίνσκι και τον Μπρεντ Σκόουκροφτ.

Από τη συζήτηση προκύπτει ότι οι ΗΠΑ αντιµετωπίζουν σηµαντικές δυσκολίες στο εξωτερικό επειδή δεν έχουν προσαρµοστεί στις νέες πραγµατικότητες. Μπρεζίνσκι και Σκόουκροφτ (∆ηµοκρατικός και Ρεπουµπλικανός αντιστοίχως) είχαν διατυπώσει εγκαίρως σοβαρές αµφιβολίες για τη σκοπιµότητα του πολέµου στο Ιράκ το 2003 και στον διάλογό τους µε συντονιστή τον δηµοσιογράφο της «Washington Post» (πραγµατοποιήθηκε λίγους µήνες πριν από την εκλογή του Οµπάµα) εµφανίζονται αισιόδοξοι για το µέλλον των ΗΠΑ, αρκεί να µπορέσει η χώρα να ανταποκριθεί στην πρόκληση να αντιµετωπίσει τον κόσµο ως έχει και όχι όπως θα ευχόταν να είναι.

Οπως εύστοχα διαπιστώνει ο Ντέιβιντ Ιγκνάσιους, και οι δύο αναλυτές, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της γενιάς του Ψυχρού Πολέµου, έχουν ως αφετηρία το εθνικό συµφέρον και υπό αυτή την έννοια αντιµετωπίζουν το ζήτηµα της εξωτερικής πολιτικής από τη σκοπιά του ρεαλισµού. Πιστεύουν όµως ότι οι ΗΠΑ πρέπει να πάρουν πρωτοβουλίες και να επικοινωνήσουν µε έναν κόσµο που αλλάζει – και όχι να αντιδρούν αµυντικά απέναντί του.

Περιγράφοντας τη νέα εξωτερική πολιτική του Μπαράκ Οµπάµα, λίγους µήνες πριν από την εκλογή του, Μπρεζίνσκι και Σκόουκροφτ ζητούν οι ΗΠΑ να συµπαραταχθούν µε τις δυνάµεις της αλλαγής, όπου αυτό είναι εφικτό, αντί να παρακολουθούν αποστασιοποιηµένες. Κάνουν λόγο για την ανάγκη ευελιξίας, για µια ειλικρινή στάση, για την προθυµία επικοινωνίας τόσο µε τους φίλους όσο και µε τους εχθρούς της χώρας.

Ενας ευφυής και χαρισµατικός ακαδηµαϊκός από το Χάρβαρντ, ο Μπρεζίνσκι, και ένας εξίσου ευφυής πτέραρχος από τη Γιούτα, ο Σκόουκροφτ, αναλύουν µε εύληπτο λόγο και εύστοχο τρόπο τις σηµαντικότερες από τις προκλήσεις που αντιµετωπίζει η αµερικανική εξωτερική πολιτική.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ