Πρωτοφανές χαρακτηρίζουν σε σημερινό τους δημοσίευμα οι «Financial Times» το διάστημα των τεσσάρων εβδομάδων που χρειάστηκε η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να συντάξει το σχέδιο συμφωνίας με την ΕΕ και το ΔΝΤ για τα έκτακτα μέτρα στήριξης του φετινού προϋπολογισμού.

Η βρετανική εφημερίδα αναφέρεται στην απόφαση της Moody’s να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας κατά τρεις βαθμίδες στο Caa1, εστιάζοντας στο ότι ο οίκος θεωρεί ότι αυξάνονται οι κίνδυνοι η ελληνική οικονομία να μην μπορέσει να σταθεροποιήσει τη δημοσιονομική θέση της χωρίς αναδιάρθρωση.

Το δημοσίευμα αναφέρεται στη μεταστροφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία πλέον φαίνεται να υποστηρίζει την ιδέα ενθάρρυνσης των τραπεζών να μετακυλήσουν ελληνικά ομόλογα σε μια προσπάθεια στήριξης της οικονομίας της χώρας.

Ωστόσο, σημειώνεται ότι παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ, παραμένει ασαφές το πώς θα λειτουργήσει στην πράξη ένα σχέδιο μετακύλισης, καθώς θα πρέπει να δοθούν σημαντικά κίνητρα στις ιδιωτικές τράπεζες να επανεπενδύσουν κεφάλαια σε ελληνικά ομόλογα. «Μια μετακύλιση θα βοηθήσει να εξασφαλιστεί η έγκριση του Βερολίνου, όπου οι πολιτικοί ζητούν να παίξει ο ιδιωτικός κλάδος ρόλο στη βοήθεια της Ελλάδας», τονίζουν οι συντάκτες του δημοσιεύματος.

Για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων οι «Financial Times» σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι «η σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας χρειάστηκε το πρωτοφανές διάστημα των τεσσάρων εβδομάδων συνομιλιών για να σχεδιαστεί ένα σχέδιο συμφωνίας με την ΕΕ και το ΔΝΤ για τα έκτακτα μέτρα στήριξης του φετινού προϋπολογισμού, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και το φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων».

Στο σημείο αυτό, επικαλούμενη πηγή, η εφημερίδα υπογραμμίζει ότι η διαπραγμάτευση έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και απομένει η διευθέτηση μιας «γκρίζας περιοχής» που αφορά στη δομή του οργανισμού που θα διαχειριστεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, καθώς τίθεται ζήτημα εθνικής κυριαρχίας για τις προτάσεις ιδιωτικοποιήσεων που πρέπει να επιλυθεί σε πολιτικό επίπεδο.