Οι ειδικοί της Διεθνούς Υπηρεσίας για την Ερευνα στον Καρκίνο (IARC) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα κινητά τηλέφωνα ανήκουν στην κατηγορία των πιθανώς καρκινογόνων παραγόντων (ομάδα 2Β) μετά από ανασκόπηση δεκάδων σχετικών δημοσιευμένων μελετών.

Η ανακοίνωση αυτή του πάνελ της IARC η οποία αποτελεί την υπηρεσία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τον καρκίνο, ήλθε μετά από μια ολόκληρη εβδομάδα συναντήσεων και αναλύσεων 31 επιστημόνων από 14 διαφορετικές χώρες. Οι ειδικοί προχώρησαν σε ανασκόπηση της πιθανής σύνδεσης μεταξύ του καρκίνου και ενός τύπου ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας η οποία εκπέμπεται από τα κινητά τηλέφωνα και τα ραντάρ. Τα αποτελέσματά τους αναμένεται τώρα να εκτιμηθούν από τον ΠΟΥ ο οποίος είναι πιθανό να εκδώσει νέες οδηγίες για τη χρήση κινητών τηλεφώνων.

Οι κατηγορίες του κινδύνου

Σημειώνεται ότι η IARC κατηγοριοποιεί γενικώς τους διαφορετικούς παράγοντες στις ακόλουθες ομάδες: καρκινογόνα (ομάδα 1), δυνητικά καρκινογόνα (ομάδα 2Α), πιθανώς καρκινογόνα (ομάδα 2Β), παράγοντες για τους οποίους δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία σχετικά με το ότι προκαλούν καρκινογένεση (ομάδα 3) και παράγοντες που πιθανότατα δεν ανήκουν στα καρκινογόνα για τον άνθρωπο (ομάδα 4).

Στην κατηγορία 2Β στην οποία εισήχθησαν τα κινητά τηλέφωνα περιλαμβάνονται επίσης το απαγορευμένο φυτοφάρμακο DDT, ο μόλυβδος, ο καφές, καθώς και τα καυσαέρια που εκλύονται από τις πετρελαιομηχανές.

Ασαφή συμπεράσματα

Μέχρι σήμερα διαφορετικές μελέτες σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ κινητών και καρκίνου του εγκεφάλου έχουν δώσει αντιφατικά αποτελέσματα. Είναι πάντως άξιο λόγου ότι από μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι προέκυψε πιθανή σχέση μεταξύ της πολύ μεγάλης χρήσης κινητού τηλεφώνου (30 λεπτά την ημέρα για διάστημα 10 ετών) και του γλοιώματος, ενός σπάνιου αλλά δυνητικά θανατηφόρου καρκίνου του εγκεφάλου – για την ακρίβεια είχε φανεί ότι η μεγάλη χρήση του κινητού αυξάνει τον κίνδυνο γλοιώματος κατά 40%. Πολλοί είχαν χαρακτηρίσει ωστόσο τα ευρήματα εκείνης της μελέτης αμφιλεγόμενα, καθώς οι συμμετέχοντες σε αυτήν έπασχαν ήδη από καρκίνο και τους είχε ζητηθεί να φέρουν στη μνήμη τους πόσο συχνά χρησιμοποιούσαν το κινητό τηλέφωνό τους μια δεκαετία νωρίτερα.

Τα ¾ του πληθυσμού με κινητό

Παρότι τα στοιχεία δεν είναι ακόμη σαφή, οι επιστήμονες της IARC κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της ζώνης ραδιοσυχνοτήτων στην οποία εκπέμπουν τα κινητά τηλέφωνα πρέπει να εισαχθεί στους πιθανά καρκινογόνους παράγοντες. Και αυτό διότι, όπως είπαν, σε σύγκριση με χρόνια πριν, οπότε και διεξήχθησαν οι περισσότερες μελέτες, τώρα πλέον εκτιμάται ότι περί τα 5 δισ. άτομα – ήτοι τα ¾ του παγκόσμιου πληθυσμού – κάνουν χρήση κινητού τηλεφώνου. Παράλληλα οι πρακτικές χρήσεις του κινητού τηλεφώνου συνεχώς αλλάζουν με αποτέλεσμα στις μέρες μας όλοι να μιλούν περισσότερο από παλιά στο κινητό σε καθημερινή βάση. Ετσι, σύμφωνα με τους ειδικούς, απαιτούνται μακροπρόθεσμες μελέτες προκειμένου να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα.

Σύμφωνα με τον δρα Τζόναθαν Σάμετ από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας που ήταν και ο πρόεδρος της επιστημονικής ομάδας εργασίας της IARC «τα στοιχεία, αν και συνεχώς συσσωρεύονται, είναι ήδη αρκετά ισχυρά ώστε να δικαιολογούν την κατηγοριοποίηση 2Β. Το συμπέρασμα αυτό μεταφράζεται στο ότι μπορεί να υπάρχει κάποιος κίνδυνος από τη χρήση κινητών και για τον λόγο αυτό πρέπει να παρακολουθούμε στενά αυτήν την πιθανή σύνδεση».

Από την πλευρά του ο διευθυντής της IARC δρ Κρίστοφερ Γουάιλντ τόνισε ότι «είναι σημαντικό να διεξαχθούν περαιτέρω μελέτες σχετικά με τη σχέση μεταξύ της μακροπρόθεσμης και μεγάλης χρήσης κινητών τηλεφώνων και των επιπτώσεων για την υγεία. Εως ότου τέτοιες πληροφορίες είναι διαθέσιμες, είναι βασικό να λαμβάνονται μέτρα μείωσης της έκθεσης στην ακτινοβολία των κινητών όπως η χρήση συσκευών hands-free ή η αποστολή μηνυμάτων».

Τα αποτελέσματα της αποτίμησης των ειδικών της IARC αναμένεται να δημοσιευθούν στο τεύχος της 1ης Ιουλίου της ιατρικής επιθεώρησης «The Lancet Oncology».