Η κυρία Μαρία Κοκκίνου και ο κ. Ανδρέας Κούρκουλας, επαγγελματικό ζευγάρι αλλά και σύντροφοι στη ζωή, ενσαρκώνουν με χαρακτηριστικό τρόπο την αρχιτεκτονική «σχολή» που εδώ και χρόνια υπηρετούν. Το μεταμοντέρνο δεν είναι παρά το μοντέρνο που συνυπάρχει με στοιχεία αντιθετικά, εκλεκτικά. Μοιάζει να είναι ο ορισμός της ίδιας τους της σχέσης, σχέσης έντονης και αντιθετικής, που μετράει δεκαετίες,από τα πρώτα κιόλας χρόνια του ΄70. Εκείνη, «εργασιομανής», δομημένη, με έντονη την αίσθηση πειθαρχίας· εκείνος, με εγκέφαλο «πιο φασματικό», λάτρης των μηχανών,του κανόεκαι της αυτονομίας- σύμφωνα με τη σύζυγό του, θα περνούσε καλύτερα αν ήταν γλύπτης. Οι ίδιοι αισθάνονται ευτυχείς που τα έργα τους- το πλέον ηχηρό είναι το κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς- δεν είχαν την τύχη του πρώτου, στη Σίφνο, που γκρεμίστηκε καθώς «πρόσβαλλε αισθητικά το περιβάλλον».

Περιστρεφόμενος τοίχοςμαυροπίνακας, βιομηχανικό δάπεδο, δύο έλικες παρατημένοι εντέχνως μπροστά σε βιβλιοθήκη και ένα παλιό ποδήλατο είναι το αφαιρετικό σκηνικό του γραφείου στο οποίο εργάζονται οι δύο αρχιτέκτονες παρέα με ένα Λαμπραντόρ ονόματι «Σταύρος». Ο κ. Ανδρέας Κούρκουλας θεωρεί καθοριστικό τον ρόλο που έπαιξε στη δουλειά τους η εποχή του Λονδίνου- εκεί σπούδασαν, εκεί έκαναν τα δυο τους παιδιά, «σαν δίδυμα, το ένα αμέσως μετά το άλλο» – σε βάθος μιας επταετίας. Τους έδωσε επαγγελματικό στίγμα, τους διαμόρφωσε η αμφισβήτηση του μοντερνισμού, η συζήτηση-κριτική στο μεγάλο αυτό ρεύμα, «κι ας χρειάζονται», όπως λέει η κυρία Μαρία Κοκκίνου, «πολλά χρόνια για να βρεις τον προσωπικό χώρο σου στην Αρχιτεκτονική».

«Οταν μια δουλειά για να ολοκληρωθεί απαιτεί τουλάχιστον δυόμισι-τρία χρόνια, είναι ευνόητο ότι πρέπει να είσαι χαλκέντερος για να υπάρξεις. Ο χρόνος κυλά πολύ αργά. Είναι ενδεικτικό ότι, όταν πήραμε τον πρώτο μας μεγάλο διαγωνισμό,το σύμπλεγμα γραφείων της Μηχανικής στο Μαρούσι, είχαμε φθάσει τα 40, αλλά ήμασταν οι “μικροί”-δεν υπήρχε άνθρωπος να μας αποκαλεί αλλιώς» ιχνογραφεί την πορεία τους η κυρία Κοκκίνου.

Ο κ. Κούρκουλας παραδέχεται ότι δεν αντέχει, ασφυκτιά στην πειθαρχία που απαιτεί η αρχιτεκτονική λεπτομέρεια, απολύτως σημαντική κατά τα άλλα, τόσο που μπορεί να εξελιχθεί σε γενεσιουργό αιτία.

Εκαστος στο είδος του…

Και έχει τη Μαρία για να διευθύνει το σύνθετο οικοδόμημα, σκηνοθέτιδα μιας ολόκληρης παραγωγής. «Ο Ανδρέας θα περνούσε καλύτερα αν ήταν γλύπτης» λέει η κυρία Κοκκίνου. «Προσωπικάαντέχω την πίεση αυτού του πράγματος,είμαι ωστόσο πιο απόλυτη στις απόψεις μου. Εκείνος τα καταφέρνει καλύτερα με τους πελάτες, έχει τη δυνατότητα και τους πείθει».

Παρεμβαίνουν αμφότεροι στον λόγο του άλλου, διεκδικούν χώρο για να αναπτύξουν τις απόψεις τους, αλληλοδιορθώνονται, μη θιγεί κάποιος πελάτης, μη τυχόν και κλείσουν πόρτες σε δημόσιες υπηρεσίες, η δουλειά είναι δουλειά και έχει κανόνες. Αλλά συμφωνούν ότι η συνεργασία με φόντο μια ερωτική σχέση μόνο απλή διαδικασία δεν είναι.

«Είναι άπειρες οι εντάσεις,ειδικά όταν “χάνω”τις ξεχνάω» λέει ο κ. Κούρκουλας- δεν είναι η πρώτη φορά που παίζει λεκτικά αποδεχόμενος ως άνδρας τον a priori ρόλο του ηττημένου στη σχέση. «Τσακωνόμαστε σαν τα σκυλιά,γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε… Το θετικό είναι ότι μέσα από αυτέςξεδιαλύνεις τη θολούρα που υπάρχει σε κάποια σημεία της δουλειάς.Μετά το πλάκωμαξεκαθαρίζεις, νιώθεις μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση γι΄ αυτό που πας να κάνεις». «Εντάξει, ξεκινήσαμε μαζί, διαμορφώσαμε κοινή αρχιτεκτονική άποψη» προσθέτει η κυρία Κοκκίνου, «όταν όμως αυτός που έχεις απέναντί σου δεν είναι απλός συνεργάτης, μπορείς και οξύνεις τα πράγματα. Οχι πάντα επί της ουσίας. Μπορεί να γίνει ολόκληρο θέμα για το αν σε αυτό το σημείο (σ.σ.: δείχνει μια μικρή μακέτα μπροστά της) πρέπει να μπει πέργκολα ή πλάκα για να προφυλάσσει από τη βροχή. Τις προάλλες η προμελέτη για μια κατοικία στον Διόνυσοέγινε πεδίο μάχης».

Η γυναικάρα Αθήνα

Την ατμόσφαιρα μπορεί να αποφορτίζει η κοινή αισθητική. Τους συναρπάζουν οι συλλήψεις του Πορτογάλου Σόουτο ντε Μόουρα, τιμημένου με το βραβείο Ρritzker- το Νομπέλ της Αρχιτεκτονικής-, τους εκπλήσσουν με την εφευρετικότητά τους οι δημιουργίες του Ιάπωνα Ταντάο Αντο, τους ματαιώνουν οι ίδιες όψεις της ελληνικής, και δη της αθηναϊκής, πραγματικότητας. Ο κ. Κούρκουλας, αυτή τη φορά με την ιδιότητα του καθηγητή του ΕΜΠ, μιλάει για την ασυνέχεια μετά τον Πικιώνη και την ευτυχή συγκυρία της διαμόρφωσης του χώρου γύρω από την Ακρόπολη. «Με εξαίρεση την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων,που μας πήρε 20 χρόνια για να την υλοποιήσουμε, η αδυναμία αυτήκαι η συναφής απουσία παιδείας έχουν αποτυπωθεί πλήρως στην πόλη. Την Αθήνα τη βλέπω πια ως γυναικάραμε τρομερό σώμααλλά άσχημα ρούχα- κτίσματα που δεν την κολακεύουν. Στην τοπογραφία μόνο η Κωνσταντινούπολη μπορεί να τη συναγωνιστεί».

«Εχει λόφους, χαμηλώματα, διαφορετικές οπτικές. Το Λονδίνο δεν έχει τέτοιες εναλλαγές» τονίζει η κυρία Κοκκίνου. «Δεν λέει κανείς ότι οι πολυκατοικίες δεν είναι άσχημες,ο τόσο έντονος αστικός ιστός όμως χαρίζει ζωντάνια στην πόλη.Το πρόβλημα είναι ότι οι Ελληνες δεν αγαπούν ιδιαίτερα τα πάρκα,όπου κι αν υπάρχουν,και δεν σέβονται ιδιαίτερα τον δημόσιο χώρο».

Ο ΚΑΜΙΝΗΣ, Η «ΣΥΓΓΝΩΜΗ» ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΠΟΜΟΛΑ

Τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η διαμόρφωση της πλατείας Σολωμού στο Ψυχικό δεν τις ξεχνά η κυρία Κοκκίνου.«Μια κάτοικος με πλησίασε ύστερα από καμιά πενταετίαγια να μου ζητήσει “συγγνώμη” για το γεγονός ότι με είχε στολίσει δεόντωςτην περίοδο εκείνη- τώρα που τα φυτά μεγάλωσαν, ο χώρος έχει ομορφύνει, παραδέχθηκε. Τα ίδια αντιμετωπίσαμε και με το εκλογικό περίπτερο του υποψηφίουτότε δημάρχου ΑθηναίωνΓιώργου Καμίνηστην πλατεία Κλαυθμώνος. Οι μισοί μάς εκθείαζαν και οι άλλοι μισοί το κοιτούσαν σκεπτικοί. Μαδεν θα μπορούσε να αρέσει σε όλους! Δεν πληρούσε καμία προϋπόθεση κλασικού εκλογικού περιπτέρου.

Ηταν ένα παιχνίδι για μαςπου κράτησε ένανενάμιση μήνα, έγινε με ανακυκλώσιμα υλικάκαι έδινε το στίγμα μιας άλλης εποχής, μακριά από αυτήν της “ευδαιμονίας”».

Η εκδοχή τους στη γλώσσα της κατασκευής έχει αποτρέψει πελάτες που ζητούν υπερβολές,«χρυσά πόμολα»και«πισίνες από μασίφ μάρμαρο». Και όμως η πρώτη τους δημιουργία, μια οικία στη Χρυσοπηγή της Σίφνου, χαρακτηρίστηκε «αντιαισθητική».

«Ηταν επώνυμος Αθηναίος, που δεν ζει πια, αυτός που είχε προκαλέσει τη φασαρία»θυμάται ο κ. Κούρκουλας.«Είχε κάνει τα ίδια και με μια κατασκευή του ζεύγους Αντωνακάκη. Εκείνους τους καθυστέρησε ένα-δύο χρόνια, εμάς μας έκανε να χάσουμε τη δουλειά, την ανέλαβε μια ντόπια αρχιτεκτόνισσα. Κάναμε 20 χρόνια να ξαναπάμε στο νησί…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ