Με τη σύλληψη του Ντομινίκ Στρος – Καν, επικεφαλής τότε του ΔΝΤ, η πόλη της Νέας Υόρκης έγινε ξαφνικά το σκηνικό δύο πολύ διαφορετικών επίσημων προσεγγίσεων στη διερεύνηση σεξουαλικών εγκλημάτων, μιας παραδοσιακής και μίας καινούργιας. Η νέα προσέγγιση φαίνεται ότι επιφυλάχθηκε αποκλειστικά στον Στρος Καν.

Ακούστε όμως την πρώτη, την παραδοσιακή, περίπτωση: είναι η συνεχιζόμενη δίκη δύο αστυνομικών, του Κένεθ Μορένο και του Φράνκλιν Μάτα, οι οποίοι κατηγορούνται για τον βιασμό μιας 27χρονης γυναίκας στο Μανχάταν. Ηταν μεθυσμένη, και αφού την βοήθησαν να μπει στο διαμέρισμά της, ο Μορένο και ο Μάτα φέρονται να έκαναν ένα ψευδό – τηλεφώνημα συναγερμού για να μπορέσουν να επιστρέψουν στο σπίτι της. Η γυναίκα κατήγγηλε ότι την βίασε ο αστυνομικός Μορένο, την ώρα που ο συνάδελφός του Μάτα φύλαγε τσίλιες.

Η καταγγελία βιασμού από αστυνομικό είναι σοβαρό ζήτημα. Αλλά οι κατηγορίες και η δίκη ακολούθησαν την συνηθισμένη ρουτίνα. Οι οπαδοί του άνδρα στήριξαν την αθωότητά του, το ροζ σουτιέν του θύματος έγινε αντικείμενο χλεύης, η μέθη της χρησιμοποιήθηκε για να υπονομεύσει την αξιοπιστία της. Ο Τύπος δεν αμφισβήτησε καθόλου το τεκμήριο της αθωότητας.

Και μετά είναι η προσέγγιση του Στρος – Καν. Αφότου μια καμαριέρα είπε στους ανωτέρους της στο ακριβό ξενοδοχείο Sofitel ότι είχε δεχθεί σεξουαλική επίθεση, ο ύποπτος εντοπίστηκε αμέσως, και συνελήφθη στο αεροπλάνο λίγα λεπτά πριν από την απογείωση.

Υψηλόβαθμοι ντετέκτιβ εστάλησαν στον τόπο του εγκλήματος. Οι εξετάσεις DNA βγήκαν μέσα σε λίγες ώρες, όχι σε 8-9 ημέρες όπως γίνεται συνήθως. Οι εκπρόσωποι της αστυνομίας της Νέας Υόρκης έκαναν ασυνήθιστες και εξαιρετικά πρόωρες δηλώσεις στηρίζοντας την αξιοπιστία των καταγγελιών του θύματος – πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας.

Φόρεσαν χειροπέδες στον κατηγορούμενο και τον περιέφεραν έτσι μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Φωτογράφησαν τον ύποπτο γυμνό, κάτι που επίσης δεν συνηθίζεται, του αρνήθηκαν την άμεση καταβολή χρηματικής εγγύησης και τον κράτησαν στην απομόνωση.

Στο τέλος της δεύτερης ημέρας, δημόσιοι αξιωματούχοι είχαν αποδυναμώσει το τεκμήριο της αθωότητας, τον πυλώνα του συστήματος δικαιοσύνης κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ ζητούσε την παραίτηση του Στρος – Καν από το ΔΝΤ. Ο, τι και αν συνέβη σε εκείνη τη σουίτα, η καριέρα του Στρος – Καν, και το τεκμήριο της αθωότητάς του, είχαν τελειώσει, προτού αρχίσει καν η δίκη.

Αν αποδειχθεί, μετά από μια δίκαιη δίκη, ότι ο Στρος – Καν είναι ένας βίαιος σεξουαλικός εγκληματίας, ας τιμωρηθεί με αυστηρή ποινή. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν την υπόθεσή του οι Αρχές της Νέας Υόρκης είναι εξαιρετικά ανησυχητικός. Στα 23 χρόνια που παρακολουθώ την τέλεση βίαιων εγκλημάτων – και σε μία πόλη όπου γυναίκες βιάζονται πολύ συχνά – δεν είδα ποτέ την αστυνομία να αναλαμβάνει δράση με τέτοια σπουδή για λογαριασμό του θύματος. Και κανείς δεν έχει ακούσει να φωτογραφίζουν γυμνό έναν ύποπτο για να συλλέξουν αποδεικτικά στοιχεία.
Τί συμβαίνει λοιπόν εδώ;

Ζούμε τώρα σε έναν κόσμο στον οποίον άνθρωποι όπως ο πρώην κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Ελιοτ Σπίτζερ, ο οποίος ερευνούσε μια υπόθεση οικονομικής διαφθοράς από τον γίγαντα των ασφαλιστικών AIG, ο ιδρυτής του WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ, και ο Στρος – Καν, οι προσπάθειες του οποίου να μεταρρυθμίσει το ΔΝΤ είχαν προκαλέσει ισχυρές εχθρότητες, μπορούν να είναι – και όντως βρίσκονται – υπό συνεχή παρακολούθηση. Ο Στρος – Καν που ήταν ο επικρατέστερος να κερδίσει τον Νικολά Σαρκοζί στις προεδρικές εκλογές του χρόνου στη Γαλλία, και ενδιέφερε πιθανώς περισσότερες από μία μυστικές υπηρεσίες.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο Στρος – Καν είναι αθώος, ή ότι είναι ένοχος. Σημαίνει όμως ότι οι πολιτικές εξελίξεις μπορούν να χειραγωγηθούν σε μία κοινωνία παρακολούθησης με την εκμετάλλευση κατηγοριών για σεξουαλικό έγκλημα, είτε οι κατηγορίες είναι πραγματικές είτε όχι. Με άλλα λόγια, ζούμε όλο και περισσότερο στην εποχή που η γεωπολιτική ασκείται μέσω εκβιασμών.

* Η κυρία Ναόμι Γουλφ είναι Αμερικανίδα συγγραφέας και πολιτική σύμβουλος. Με το μπεστ σέλερ βιβλίο της «Ο Μύθος της Ομορφιάς» (1991) έγινε από τις κορυφαίες εκπροσώπους του κινήματος που αργότερα περιγράφηκε ως «το τρίτο κύμα του φεμινισμού».