Καθυστερημένος στο τηλεφωνικό ραντεβού του, αλλά έτοιμος να ζητήσει αμέσως συγγνώμη, ο Μάρτιν Εϊμις αποδεικνύεται τόσο προσεκτικός στον προφορικό του λόγο όσο ακριβώς και στον γραπτό. Από τους σημαντικότερους σύγχρονους βρετανούς συγγραφείς, θεωρεί ότι έχει μαθητεύσει στο έργο των Τζέιμς Τζόις, Σολ Μπέλοου, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, αλλά και του πατέρα του, επίσης διακεκριμένου συγγραφέα σερ Κίνγκσλεϊ Εϊμις.

Πολλά βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά, με πιο πρόσφατο το τελευταίο του μυθιστόρημα «Το καλοκαίρι του έρωτα»· αναψηλάφηση της σεξουαλικής επανάστασης και του φεμινισμού με πρόσχημα τις διακοπές μιας ομάδας νέων στην Ιταλία το καλοκαίρι του 1970. Ο πρωτότυπος αγγλικός τίτλος του μυθιστορήματος είναι «Τhe pregnant widow » (Η εγκυμονούσα χήρα), ίσως γιατί ο Εϊμις πιστεύει ότι η σεξουαλική επανάσταση, όπως και κάθε επανάσταση, είναι σαν την έγκυο χήρα: το παιδί δεν έχει γεννηθεί ακόμη, ο πατέρας του είναι πια νεκρός, ωστόσο η εγκυμοσύνη συνεχίζεται.

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα ο Μάρτιν Εϊμις μας μιλάει για τη διαδικασία της γραφής, το ιστορικό των δημοσίων διενέξεών του, το ταλέντο που προοδευτικά χάνεται και την απόφασή του να εγκαταλείψει τη Βρετανία.

– Η διαρκής αναφορά στο «Καλοκαίρι του έρωτα» σε κλασικά κείμενα της βρετανικής γραμματείας του 18ου και του 19ου αιώνα που μιλούν για τη γυναίκα είναι ένας σχολιασμός του φεμινισμού εκ μέρους σας;

«Δεν χρησιμοποίησα την αναφορά στα κλασικά αυτά λογοτεχνικά κείμενα για να ασκήσω κριτική στον φεμινισμό. Ηταν περισσότερο ένα είδος αναστοχασμού εκ μέρους μου για την κοινωνία στην πρωιμότερη αυτή φάση της. Το εντυπωσιακό είναι αν θέλετε ότι ξαφνικά τον 18ο αιώνα εμφανίζεται όλη αυτή η εμμονή με τον βιασμό γυναικών υπό την επήρεια ναρκωτικών· γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο η σεξουαλική πράξη μπορούσε να συμβεί για μια καθωσπρέπει ηρωίδα. Είναι εντυπωσιακή η όλη εμμονή με τη γυναικεία τιμή και το πόσο εύθραυστη αυτή θεωρείται».

– Σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος ο πρωταγωνιστής κάνει λόγο για τους επερχόμενους «ηλικιακούς πολέμους» μεταξύ νεοτέρων και ηλικιωμένων.Πιστεύετε ότι είμαστε ήδη σε μια τέτοια εποχή σύγκρουσης γενεών;

«Οχι, δεν νομίζω ότι έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο ακόμη, υπάρχουν όμως μεγάλες πληθυσμιακές πιέσεις σε πολλές χώρες και θα μου προκαλούσε έκπληξη αν κάποια στιγμή αυτό δεν εκφραζόταν με κάποιου είδους σύγκρουση.

Καταλαβαίνετε, πρόκειται για μια πρόβλεψη μεταξύ σοβαρού και αστείου, παρ΄ όλα αυτά ένας “ηλικιακός πόλεμος” δεν μου φαίνεται εντελώς απίθανος
».

– Συνεπώς να υποθέσω ότι δεν θέλατε να γράψετε ένα νοσταλγικό κείμενο για τη δεκαετία του 1970.

«Οχι, όχι. Οχι, δεν θα το χαρακτήριζα νοσταλγικό, δεν υποστηρίζω την επιστροφή στη δεκαετία του 1970, απλώς η δεκαετία αυτή είναι καίριας σημασίας για τη σεξουαλική επανάσταση και τη μεταβολή των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Και η σεξουαλική επανάσταση είναι αυτό που ο Τρότσκι ονόμαζε “διαρκής επανάσταση”! Συνεχίζεται και εξελίσσεται. Ετσι είναι άλλωστε οι επαναστάσεις ξέρετε, “έγκυες χήρες” (όπως είναι και ο αγγλικός τίτλος του μυθιστορήματος): το παιδί δεν έχει γεννηθεί ακόμη, ο πατέρας του είναι πια νεκρός, ωστόσο η εγκυμοσύνη συνεχίζεται».

– Τόσο στη λογοτεχνική όσο και στη δοκιμιακή σας παραγωγή έχετε ασχοληθεί με σημαντικά ζητήματα της σύγχρονης εποχής, όπως το Ολοκαύτωμα, τα γκουλάγκ της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, ο πόλεμος μεταξύ των δύο φύλων, και οι απόψεις σας έχουν προξενήσει αρκετές διαμάχες.

«Στην πραγματικότητα δεν έχω πολλή όρεξη για διενέξεις και διαμάχες· σας διαβεβαιώ. Πολύ θα ήθελα να σταματήσουν. Μου είναι σχεδόν αδύνατον να πω οτιδήποτε πια γιατί πολλοί είναι εκείνοι που παραθέτουν λανθασμένα τα όσα λέω ή εφευρίσκουν πράγματα που ποτέ δεν είπα. Στη Βρετανία έχω φτάσει στο σημείο να μην τολμώ να ανοίξω το στόμα μου! Είναι κάτι που καταντάει γελοίο και κουραστικό. Αλλωστε, δεν κάνω εμπρηστικές δηλώσεις επίτηδες. Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο επίτηδες; Μόνον κάποιος που δεν δίνει δεκάρα για όσα λέει».

– Μια από αυτές τις διενέξεις είχε να κάνει με την αρθρογραφία σας περί ισλαμικού κινδύνου μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Μετά τον θάνατο τού Οσάμα μπιν Λάντεν θεωρείτε ότι αυτός ο κίνδυνος έχει εκλείψει;

«Θα χρειαζόταν ενδελεχής έρευνα για να αποφανθεί κάποιος αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο ή όχι. Πάντως η αίσθησή μου είναι ότι ο ισλαμισμός έχει χάσει την ορμή του και απωθείται στην περιφέρεια. Η “Αραβική Ανοιξη” έκανε τους εξτρεμιστές να ξεφουσκώσουν».

– Εχετε πει στο παρελθόν ότι δεν γράφετε «προγραμματικά», ότι το μυθιστόρημα «απλώς αναδύεται». Είναι η διαδικασία της γραφής τόσο αυθόρμητη;

«Είναι γεγονός ότι τα μυθιστορήματα έρχονται προς τον συγγραφέα πάντα σχεδόν με τη μορφή μιας κατάστασης. Η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, για παράδειγμα, ή μια θέση στην οποία ένας χαρακτήρας βρίσκει τον εαυτό του. Οταν ξεκίνησα το τελευταίο μου μυθιστόρημα δεν είχα σκοπό να γράψω για τη σεξουαλική επανάσταση, να όμως που εκεί κατέληξα τελικά. Προσπαθούσα να γράψω κάτι αυτοβιογραφικό για εκείνα τα χρόνια, αλλά απέτυχα. Δεν μπορεί να γράψει κανείς για το σεξ ή την ερωτική του ζωή εν είδει αυτοβιογραφίας· αποτελεί σχεδόν σχήμα οξύμωρο και μου πήρε πολύ καιρό για να το καταλάβω».

– Λέγατε πρόσφατα σε συνέντευξή σας ότι «το ταλέντο αποχωρεί πριν από το σώμα» και ότι το ηλικιακό όριο των συγγραφέων είναι τα 70. Πρέπει να σταματάει κάποιος εκεί λοιπόν;

«Δεν το έθεσα ως απαράβατο όριο, προφανώς υπήρχαν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Νομίζω όμως ότι είναι αλήθεια πως τα ύστερα, τα πολύ ύστερα έργα ενός συγγραφέα, τείνουν να βγαίνουν, θα χρησιμοποιούσα τον όρο, “νερωμένα”. Συμβαίνει άλλωστε σε όλες τις πτυχές της ζωής αυτό: το πάθος, το ταλέντο, η μουσική υποχωρούν στο πέρασμα του χρόνου. Αναδύονται βέβαια άλλες ιδιότητες· η τεχνική για παράδειγμα βελτιώνεται με τον χρόνο. Οπως και να έχει, πρόκειται για ένα πρόβλημα της σύγχρονης εποχής και της ιατρικής επιστήμης, αν σκεφτεί κάποιος ότι ο Σαίξπηρ πέθανε σε ηλικία 52 ετών, ο Ντίκενς στα 58, η Τζέιν Οστιν στα 43 της...».

– Οντως εγκαταλείπετε τη Βρετανία, όπως είχατε δηλώσει στις αρχές της χρονιάς;

«Και δεν πρόκειται για μομφή κατά της χώρας, όπως λέω διαρκώς στους εδώ συναδέλφους σας. Είμαι Αγγλος και έχω ζήσει στην Αγγλία επί 50 χρόνια. Δεν θα έλεγα ότι είμαι υπερήφανος που είμαι Βρετανός, δεν θα πρέπει να υπερηφανεύεται κάποιος γιατί έτυχε απλώς να γεννηθεί κάπου, αλλά αν μπορούσα να επιλέξω δεν είμαι σίγουρος ότι θα επέλεγα μια άλλη χώρα. Οπότε, οι λόγοι της μετεγκατάστασης είναι καθαρά οικογενειακοί, τίποτα άλλο».

– Θεωρείτε,με άλλα λόγια,ότι ο εθνικισμός είναι μια ξεπερασμένη από τα πράγματα ιδεολογία;

«Ο ανώμαλος εθνικισμός, ας το πω έτσι, έχει στο ενεργητικό του μια πολύ άσχημη ιστορική παράδοση. Φέρει το στίγμα του φασισμού, ο οποίος ήταν ένας παντελώς ανώμαλος εθνικισμός. Πρόκειται για ένα αίσθημα που δεν έχουν και πολλοί άνθρωποι στη Δύση πια· και είναι ένα ακριβώς από τα ειδοποιά γνωρίσματα του πολιτισμού το να μην αισθάνεται κάποιος έτσι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ