Τι θα συµβείόταν δυο άγνωστοι µεταξύ τους άνδρες (βυθισµένοι ο καθένας στην παραλυτική µοναξιά του) θα συναντηθούν την ηµέρα των βουλευτικών εκλογών του 2009 σε έναν τόπο οδυνηρής µνήµης; Τι θα φέρει κοντά τον δεκαεννιάχρονο Βασίλη, που έχει χάσει πρόσφατα τον πατέρα του, και τον σαραντατετράχρονο Στέφανο, που δεν έχει πάψει να θρηνεί την από ετών απούσα γυναίκα του, όταν θα πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο στο νεκροταφείο το οποίο φιλοξενεί τα αγαπηµένα τους πρόσωπα;

Μια κρυφή σπίθα, η οποία έχει κατά πάσα πιθανότητα την πηγή της στην αµοιβαία διαίσθηση για την κοινή τους µοίρα, που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι οι δικοί τους πέρασαν στο επέκεινα µε τη θέλησή τους, θα ρίξει τον Βασίλη και τον Πέτρο σε µια εντελώς απρόσµενη περιπέτεια. Μια περιπέτεια που θα διαρκέσει όσο και η Κυριακή των εκλογών, η οποία θα εισβάλει κατ’ επανάληψη µε τον αχό της στο προσωπικό τους δράµα, χωρίς µολοντούτο να το µειώσει ή να το περιορίσει ούτε στιγµή.

Ο Βασίλης και ο Πέτρος θα αποπειραθούν µέσα στις 24 ώρες που καλύπτει το καινούργιο µυθιστόρηµα του Αλέξη Σταµάτη Κυριακή να κάνουν τα πάντα: θα ζαλιστούν µε το κουβεντολόι και το αλκοόλ, θα εµπνευστούν µια αστυνοµική ίντριγκα και θα πιάσουν να λύνουν το κουβάρι της, ψάχνοντας τον υπαίτιο για την αυτοκτονία του πατέρα του Βασίλη, θα µπλεχτούν σε ένα τοκογλυφικό κύκλωµα, που θα έχει ως αποτέλεσµα αρκετή κλωτσοπατινάδα και ένα καµένο αυτοκίνητο, και θα αγωνιστούν, ακόµη και όταν όλα αυτά θα αποδειχθούν εντελώς άσκοπα, να µιλήσουν για τον συγκαλυµµένο εαυτό τους και να εξοικειωθούν µε την οικογενειακή τους προϊστορία.

Το αποσιωπηµένο παρελθόν και η πορεία προς την αυτογνωσία µε ένα άλµα προς τα µπρος, που θα βάλει τέλος στην αδράνεια και την ακινησία, τερµατίζοντας τον εγκλεισµό της ύπαρξης στο πραγµατικό ή το συµβολικό της πένθος, αποτελούν πάγια χαρακτηριστικά της µυθιστοριογραφίας του Αλέξη Σταµάτη από τον Εβδοµο ελέφαντα (1998), το Μπαρ Φλωµπέρ (2000) και το Σαν τον κλέφτη µες στη νύχτα (2002) ως την Οδό Θησέως (2003), τη Μητέρα Στάχτη (2005), την Αµερικάνικη φούγκα (2006), τη Βίλα Κοµπρέ (2008) και το Σκότωσε ό,τι αγαπάς (2009). Στην Κυριακή ο αγώνας της αυτογνωσίας θα χρειαστεί να πάρει τη µορφή ενός παρατεταµένου θρίλερ, που αποσκοπεί στο να βοηθήσει µε τις βίαιες εξωτερικές του συγκρούσεις τους ήρωες να ελέγξουν τη συνειδησιακή τους σύγχυση και να λύσουν τις εσωτερικές τους αντινοµίες.

Και µαζί και µόνοι

Γιατί όµως ο Βασίλης και ο Πέτρος πρέπει να επεξεργαστούν τις αυτοκτονίες που βαραίνουν τους ώµους τους µε φόντο την εκλογική αναµέτρηση του 2009; Για να συνδυαστεί η επερχόµενη τότε κρίση µε την ατοµική τους διάλυση και κατάρρευση ή για να αντιπαραβληθεί το προσωπικό αδιέξοδο στη συλλογική προσδοκία και έξαρση; Σκοπός του Αλέξη Σταµάτη είναι προφανώς και τα δύο. Με τη διαφορά πως το συλλογικό και το ατοµικό έχουν συγκολληθεί µάλλον µε προγραµµατικό τρόπο στην Κυριακή και δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν οργανικά στο εσωτερικό της, ακολουθώντας το καθένα τον δικό του µοναχικό δρόµο.

Χωρίς ουσιαστικό αντίκρισµα µένει και η φροντίδα του συγγραφέα να κινήσει τους ήρωές του διαµέσου ενός ατέλειωτου δροµολογίου οδών και τοποθεσιών της Αθήνας και του Πειραιά, οι οποίες µπορεί να σχηµατίζουν έναν εκτεταµένο αστικό χάρτη, που φιλοδοξεί να αποτελέσει τόπο της µυθιστορηµατικής δράσης, αλλά ελάχιστα συµβάλλουν στην προώθηση της αφήγησης. Η παράθεση των ονοµάτων γίνεται µε καταιγιστικό ρυθµό και δεν λείπει σχεδόν από κανένα κεφάλαιο, πλην ουδείς µοιάζει πραγµατικά να τα χρειάζεται: ρούχα αδειανά για έναν κύκλο µυθοπλαστικών συµβάντων που διαγράφουν την τροχιά τους χωρίς την ουσιαστική συµµετοχή της πόλης και της πολύβουης εικονογραφίας της, που καλώς ή κακώς δεν είναι στην Κυριακή τίποτε περισσότερο από ένα επιπολής, καθαρώς συγκυριακό στοιχείο των δρωµένων.

Περιπλάνηση, έρωτας και θάνατος

Ο Αλέξης Σταμάτης επαναφέρει στην «Κυριακή» όλα τα μοτίβα και τις τεχνικές που έχει χρησιμοποιήσει ως σήμερα στην πεζογραφία του: το θέατρο της συνεχούς περιπλάνησης και των αλλεπάλληλων δοκιμασιών των πρωταγωνιστών, τη γειτνίαση του έρωτα και του θανάτου, τη μόνιμη αίσθηση απροσδιοριστίας και ασάφειας της καθημερινής ζωής, καθώς και τη σύμπλευση των ρεαλιστικών εικόνων και της διαδοχικής, τακτοποιημένης αφήγησης με τον κόσμο του ονείρου, της ψευδαίσθησης και της φαντασίωσης, ο οποίος θα εκφραστεί με μια εσκεμμένα ανακόλουθη και παραληρηματική σύνταξη.

Αν, παρ’ όλα αυτά, ο συγγραφέας φορτώνει στα παλαιότερα βιβλία του τη δράση με τον υπαρξιακό προβληματισμό του, μπουκώνοντας την ανάπτυξή της, όπως στο «Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα» και στο «Σκότωσε ό,τι αγαπάς», ή, αντίθετα, χρησιμοποιεί τις υπαρξιακές του αναρωτήσεις ως πρόσχημα για το ξεδίπλωμα μιας επεισοδιακής πλοκής, που δεν κατορθώνει να υπερβεί τους όρους του καταναλωτικού θεάματος, όπως στην «Οδό Θησέως» και την «Αμερικάνικη φούγκα» (αξιοσημείωτη εξαίρεση και για τις δύο κατηγορίες η «Βίλα Κομπρέ»), στο τωρινό του μυθιστόρημα αφήνει απλώς τα υλικά του σε μια γενική αδράνεια: οι τελευταίες σελίδες αναιρούν τον κεντρικό πυρήνα της μυθοπλασίας του (το θρίλερ αποδεικνύεται ότι έχει τρέξει για τους λάθος λόγους) χωρίς να δώσουν κάποιο παραγωγικό νόημα σε αυτή την αναίρεση ενώ άνευ ζωτικού νοήματος παραμένουν και οι δύο αυτοκτονίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ