Υπάρχει μία ομάδα «επώνυμων» ανθρώπων, για τους οποίους ξέρεις εκ των προτέρων ότι θα στενοχωρηθείς πάρα πολύ όταν πεθάνουν. Κι ας μην τους έχεις δει ποτέ από κοντά, κι ας μην ανταλλάξατε ποτέ ούτε ένα γεια. Ενας από αυτούς ήταν και ο Θανάσης Βέγγος. Λένε ότι οι πραγματικοί φίλοι φαίνονται στις δύσκολες στιγμές, όταν σε στηρίζουν σε μία ζόρικη φάση της ζωής σου. Υπάρχει όμως και η άλλη εκδοχή της πραγματικής εγγύτητας, που λέει ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται πιο κοντά στην καρδιά σου είναι εκείνοι που χάρηκαν αληθινά και όχι υποκριτικά με τη χαρά σου, ή στην περίπτωση του Θανάση Βέγγου, που σε έκαναν να γελάσεις με την ψυχή σου.

Ζούμε σκυθρωπές μέρες. Ο μπαμπούλας της οικονομικής κρίσης πιο τρομακτικός από ποτέ, η μιζέρια έκδηλη σε κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας, από το να θες ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια και να το σκέφτεσαι λες και θα αγοράσεις οικόπεδο, ως την ανόρεκτη απάντηση «δεν έχω λεφτά, θα κάτσω μέσα…» ένα Σάββατο βράδυ. Σε μία από τις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού συνεντεύξεις που είχε δώσει ο Θανάσης Βέγγος, είχε πει: «ποτέ δε μπορούσα να βγάλω γέλιο στο παίξιμό μου όποτε ένιωθα βολεμένος, όποτε είχα λίγα λεφτά στην άκρη».

Χρεωνόταν με πάθος προκειμένου να σκαρώσει τις ταινίες του όπως ο ίδιος τις οραματιζόταν, χωρίς εκπτώσεις. Ισως γι’ αυτό ήταν τόσο ξεκαρδιστικά άμεσος όταν κουβαλούσε ως βιοπαλαιστής θυρωρός την υπέρβαρη «κυρία Καλιακούδα» στην πλάτη του κάθε φορά που χάλαγε το ασανσέρ. Ή όταν είχε φάει τόσα μακαρόνια πρωταγωνιστώντας σε διαφήμιση ζυμαρικών, που τον πήραν σηκωτό με το φορείο. Και φυσικά, ποιος δε θυμάται τη θρυλική ατάκα «θα τη φας εδώ μαζί μας!» σε χαρωπό κύριο που μπήκε σε ζαχαροπλαστείο, την ώρα που ο Πράκτωρ Θου Βου έπαιζε τουρτοπόλεμο με τους υπόλοιπους θαμώνες.
{{{ moto }}}
Υπερήφανος κασκαντέρ του εαυτού του, συμμετείχε σε δύσκολα γυρίσματα: περνούσε μέσα από τζαμαρίες και ήταν πέρα ως πέρα αληθινό, καταδίωκε αυτοκίνητα τρέχοντας πάνω σε δίκυκλο αναφωνώντας την επίσης αγαπημένη ατάκα «Ξέρεις από Βέσπααα;;;». «Αν μου συμβεί ο,τιδήποτε, πείτε στη γυναίκα μου ότι την αγαπώ…» ήταν τα τελευταία του λόγια στο κινηματογραφικό συνεργείο πριν από κάθε επικίνδυνη λήψη. Ο Βέγγος όμως αποδεικνυόταν επτάψυχος. Ως την Τρίτη 3 Μαϊου 2011…

Μιλούσε σπάνια εκτός κάμερας. Αφηνε τους άλλους να μιλούν για εκείνον. Τον βράβευαν για τη συνολική προσφορά του, και εκείνος παρευρισκόταν ευγενικά στις υπέρλαμπρες τελετές βουρκώνοντας από συγκίνηση και επιβεβαιώνοντας μία σχεδόν μαθηματική αλήθεια: οι πιο ευαίσθητοι άνθρωποι είναι αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να κλάψεις από τα γέλια.

Στα δημοσιογραφικά λημέρια, το να πάρεις συνέντευξη από το Θανάση Βέγγο, ισοδυναμούσε με το να αποκαλύψεις ένα καλά κρυμμένο σκάνδαλο. Κι όμως, δεν νιώθαμε ότι μας λείπει, λαλίστατος και απολαυστικός όπως ήταν μέσα από τις ταινίες του. Αντιθέτως, σήμερα που τόσες και τόσες τηλεπερσόνες μας βομβαρδίζουν με τις τυχάρπαστες δηλώσεις τους, το μόνο που καταφέρνουν είναι να περνούν απαρατήρητοι, λες και το υποσυνείδητο έχει έναν μηχανισμό επιβίωσης και μας απαλλάσσει από τις άχρηστες πληροφορίες της κάθε ημέρας.

«Ο καλός μας άνθρωπος» δεν υπάρχει λοιπόν πια ανάμεσά μας. «Τώρα πια δεν θα μπορούμε να λέμε «τρέχω σα τον Βέγγο»» είπε με γλυκόπικρο χιούμορ ένας φίλος. Παιδικά χρόνια, μνήμες ασπρόμαυρης τηλεόρασης όταν ήσουν πολύ μικρός για να βγεις από το σπίτι και η μόνη σου διασκέδαση ήταν η ελληνική ταινία στην ΕΡΤ, ξαφνικά φαντάζουν πιο φτωχά. Επειδή ακριβώς όταν πεθαίνει κάποιος με τον οποίο έχεις μεγαλώσει, νιώθεις ορφανός. Και μοιραία νιώθεις ότι κι εσύ μεγαλώνεις.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι σε μία εποχή που ούτε ο καιρός δεv μας κάνει τη χάρη να καλοκαιριάσει, οι πιο πρόσφατοι θάνατοι καλλιτεχνών ήταν σχεδόν σοκαριστικοί: ο Μανώλης Ρασούλης με όλο το υπέροχο σύμπαν «αλλιώτικων» τραγουδιών που έφερε και ευτυχώς δεν πήρε μαζί του, ο Νίκος Παπάζογλου, ο μεγάλος εκφραστής του «θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό» και τώρα ο Θανάσης. Σίγουρα δυσκολεύεσαι και να τραγουδήσεις και να γελάσεις όταν τέτοιες φωνές που σου έμαθαν πώς να το κάνεις σωστά, σωπαίνουν. Το έχουμε ανάγκη όμως. Και η ελπίδα βρίσκεται πάντα ένα τραγούδι, ή μια ταινία μακριά…