«Δεν έχω δει ποτέ ανθρώπινο κρανίο που να μοιάζει τόσο πολύ με κρανίο πιθήκου» λέει ο ανατόμος Ζορζ Κουβιέ παρουσιάζοντας το γύψινο καλούπι του σώματος της Σααρτζί Μπαρτμάν. Βρισκόμαστε στα 1817, στη Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής του Παρισιού, και η σκηνή της παρουσίασης του σώματος της Μπαρτμάν αποτελεί την εισαγωγή της τελευταίας ταινίας του Αμπντελατίφ Κεσίς «Μαύρη Αφροδίτη» («Venus Νoire»). Η ταινία, που προβάλλεται στις αίθουσες από την προπερασμένη Πέμπτη, φέρνει στο φως την άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία της Σααρτζί Μπαρτμάν. Ταυτόχρονα όμως είναι μια ιστορία ντροπής για τη Γαλλία, τη σημαιοφόρο όλων των χωρών που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η οδύσσεια μιας ξεριζωμένης

Με ευαισθησία και σεβασμό ο φακός του Αμπντελατίφ Κεσίς, του γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη ο οποίος πριν από μερικά χρόνια μας είχε δώσει την καλλιτεχνική επιτυχία «Κους κους και φρέσκο ψάρι», παρακολουθεί την αληθινή ιστορία μιας Νοτιοαφρικανής που βρέθηκε με τη βία στην Ευρώπη και έγινε διάσημη ως θέαμαως ένας άλλος «άνθρωπος-ελέφαντας»- στην «καλή» κοινωνία του 19ου αιώνα στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Η Σααρτζί Μπαρτμάν γεννήθηκε το 1770 σε μια οικογένεια της φυλής Κοϊσάν στη Νότια Αφρική, την εποχή που η πατρίδα της βρισκόταν υπό το καθεστώς των Μπόερς, της «λευκής φυλής της Νότιας Αφρικής». Οταν ήταν ακόμη παιδί, η οικογένειά της την πούλησε για σκλάβα σε έναν έμπορο από το Κέιπ Τάουν. Ως έφηβη διαπίστωσε ότι έπασχε από στεατοπυγία (διογκωμένους γλουτούς) και μακρονυμφία (ασυνήθιστα μεγάλα γεννητικά όργανα). Ωστόσο αυτά τα γενετικά χαρακτηριστικά ήταν συνήθη στις γυναίκες της φυλής της. Το 1810 και ενώ είχε ήδη χάσει τρία παιδιά στη γέννα η Σααρτζί κατέληξε στην Αγγλία. Εκεί ξεκίνησε η πραγματική οδύσσειά της. Την περιέφεραν σε πανηγύρια ως ατραξιόν τσίρκου για το κοινό του Λονδίνου. Αλυσοδεμένη μέσα στο κλουβί ήταν αναγκασμένη να περπατά στα τέσσερα, να κραυγάζει σαν ζώο και να υποκύπτει στις διαταγές των αφεντικών της, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι το ασυνήθιστο σώμα της αλλά και το χρώμα του δέρματός της, την εξαντλούσαν με κάθε τρόπο. Τη χτυπούσαν με μαστίγια και δεν την άφηναν να βγει από το κλουβί. Λίγα χρόνια αργότερα οι ανορθόδοξες αναλογίες του σώματός της την έκαναν διάσημη ως θέαμα στην καλή κοινωνία του Παρισιού.

Με έμφαση στις συγκλονιστικές λεπτομέρειες των εξευτελισμών στους οποίους υπόκειται η Σααρτζί Μπαρτμάν, η ταινία καταγράφει τον διαρκώς αυξανόμενο πόνο από την αρρώστια και το ποτό που αρχίζουν να σημαδεύουν ανεξίτηλα το πρόσωπό της και το σώμα της: πέθανε άρρωστη και εγκαταλειμμένη, ωστό σο θα αργούσε πολλά χρόνια να βρει την αιώνια ησυχία.

Επί σειρά ετών διάφορα εκμαγεία της Σααρτζί, ο σκελετός της και βάζα που περιείχαν το μυαλό της και το αιδοίο της παρουσιάζονταν στο Μουσείο του Ανθρώπου του Παρισιού. Το 1976 αποφασίστηκε να αποσυρθούν και να αποθηκευθούν, ενώ μετά το τέλος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική οι ηγέτες της φυλής των Κόι απαίτησαν από τον Νέλσον Μαντέλα, ο οποίος είχε αναλάβει την προεδρία της χώρας, να ζητήσει την επιστροφή των υπολειμμάτων της στη γενέτειρά της. Το αίτημα θα αργούσε να γίνει δεκτό από τις γαλλικές αρχές αλλά και από την ιατρική κοινότητα.

Σχόλιο για τη διαφορετικότητα

Ο Αμπντελατίφ Κεσίς δεν είχε ακούσει για την περίπτωση της Σααρτζί Μπαρτμάν ως το 2000, όταν η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής ζήτησε επισήμως τη σορό της από το γαλλικό κράτος.

Το ζήτημα των λειψάνων της Μπαρτμάν είχε προκαλέσει μεγάλο θέμα στο γαλλικό κοινοβούλιο. «Οσο περισσότερα μάθαινα γι΄ αυτή τη γυναίκα τόσο πιο δυσάρεστα ένιωθα» μας είπε ο Κεσίς στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου έκανε πρεμιέρα η ταινία «Μαύρη Αφροδίτη». «Ηταν το πρόσωπό της που με συγκλόνισε περισσότερο. Σε αυτό είδα όλον τον πόνο και τα βάσανα που είχε αναγκαστεί να περάσει στη ζωή της. Σαν να έβλεπα ένα φάντασμα που είχε την ανάγκη να εκφραστεί. Ενιωσα ηθικό καθήκον να μεταφέρω την ιστορία της στην οθόνη.Κατά κάποιον τρόπο, ένιωσα ότι μόνο έτσι θα την απελευθέρωνα» συνέχισε ο Κεσίς, ο οποίος θεωρεί ότι το θέμα της ταινίας είναι το «πώς κοιτάζουμε τον άλλον και πώς μας κοιτάζουν οι άλλοι».

Το γεγονός ότι η Μπαρτμάν θάφτηκε για πρώτη φορά το 2002 στην πατρίδα της έδωσε στο θέμα επικαιρότητα. Σήμερα παραμένει ένα σημαντικό και δυναμικό σύμβολο της Νότιας Αφρικής- για πολλούς ανθρώπους και πολλές φυλές. Για τον σκηνοθέτη όμως η επικαιρότητα δεν σταματά εκεί. Το θέμα της Μπαρτμάν ανασύρει στην επιφάνεια ζητήματα όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η απέχθεια για τους άλλους- τους «διαφορετικούς»- και η ξενοφοβία.

«Η ταινία ήταν ο δικός μου τρόπος για να σχολιάσω όλα αυτά τα ζητήματα» είπε ο Κεσίς. «Την τελευταία δεκαετία ακούμε ξανά σε ολόκληρη την Ευρώπη φρικτές δηλώσεις από επικεφαλής κυβερνήσεωντων οποίων τις συνέπειες γνωρίζουμε από το παρελθόν.Τέτοιες δηλώσεις σήμαναν την έξαρση του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη.Και σήμεραγίνονται ακόμη πιο επικίνδυνεςδιότι οι επικεφαλής των κρατών τις χρησιμοποιούν με δειλό τρόπο και κάτω από την επίφαση της επιστήμης. Τα ίδια αυτά λόγια του παρελθόντος που προσπαθούμε να ξεχάσουμε επειδή προκάλεσαν τεράστιο κακόσήμερα βρίσκονται και πάλι μπροστά μας».

Ενα ακόμη σημείο στο οποίο εμμένει ο Κεσίς είναι ότι η Σααρτζί υπήρξε καλλιτέχνις. Ηξερε να παίζει μουσική, είχε πολύ καλή φωνή, χόρευε. «Αυτό όμως που τελικά λάτρεψε το κοινό σε εκείνη δεν ήταν ο πραγματικός της εαυτός,τον οποίο δεν μπόρεσε να εκφράσει ποτέ,αλλά μια καρικατούρα.Φυλακισμένη στην εικόνα που είχαν οι άλλοι για εκείνη, η Σααρτζί ήταν ένα σόου».

Ο Κεσίς μάλιστα παραδέχεται ότι σε αυτό το σημείο ταυτίστηκε με τη Σααρτζί καθώς όταν ξεκίνησε- ως ηθοποιός- την καριέρα του υπέφερε που το κοινό έβλεπε στο πρόσωπό του έναν Αραβα και όχι έναν καλλιτέχνη. «Χρειάστηκε να κοπιάσω για να βρω την ευκαιρία και να δείξω το πραγματικό μου ταλέντο.Αισθανόμουν σαν να είμαι φυλακισμένος, όπως ακριβώς και η Σααρτζί αισθανόταν να “φοράει” το σώμα της».

ΤΖΑΪΜΑ ΤΟΡΕΣ
«Ο ρατσισμός είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης»

Ενα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας της ταινίας οφείλεται στην απολύτως σαρκική ερμηνεία τηςΤζαΐμα Τόρες,της 30χρονης ερασιτέχνιδος ηθοποιού από την Κούβα την οποία ο Αμπντελατίφ Κεσίς επέλεξε προσωπικά για τον ρόλο της Σααρτζί Μπαρτμάν.Η Τόρες,η οποία κατάγεται από μουσική οικογένεια,επαγγέλλεται δασκάλα στο Παρίσι. Η συνάντησή της με τον Κεσίς έγινε τυχαία στον δρόμο.Και μετά από λίγο εκείνος της πρότεινε τον ρόλο της Μπαρτμάν,για την περίπτωση της οποίας η πρώτη δεν γνώριζε απολύτως τίποτε.

«Το αίσθημα της ανωτερότητας καιο ρατσισμός είναι πράγματα που παραμένουν το ίδιο έντονα και επίκαιρα σήμερα όσο και την εποχή της Μπαρτμάν»μας λέει η Τόρες.

«Δεν ξέρω αν σήμερα όλα αυτά μπορούν να εκφραστούν με τον ίδιο τρόπο όπως τότε,γιατί την εποχή της Μπαρτμάν δεν την αποδέχονταν καθόλου. Σήμερα όμως οι άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς πολύ δύσκολα μπορούν να μπουν στη διαδικασία της ανταλλαγής κουλτούρας». Η ίδια η Τόρες δεν έχει ζήσει περιστατικά ρατσισμού στην Ευρώπη.«Η αλήθεια είναι ότι με αποδέχθηκαν όπως είμαι»λέει.Ωστόσο η ηθοποιός και δασκάλα γνωρίζει περιπτώσεις άλλων που αποδεικνύουν ότι στη Γαλλία ο ρατσισμός είναι ακόμη έντονος:«Ο ρατσισμός είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και θα υπάρχει πάντα σε κάποια μορφή».

Η σκληρότητα των σκηνών βασανιστηρίου της Μπαρτμάν είναι τόσο έντονη που μια ερώτηση την οποία θέλεις αμέσως να της κάνεις είναι…πόσο άσχημα ένιωσε η ίδια συμμετέχοντας σε πρώτο πλάνο σε ένα τόσο δυσάρεστο θέαμα.Πριν από τα γυρίσματα είχε γίνει τεράστια προετοιμασία και κατά τη διάρκειά τους υπήρξε μεγάλος σεβασμός,με μεγάλες συζητήσεις.«Ολοι ήξεραν ότι η ηρωίδα μου θα είχε δυσκολίες»λέει χαμογελώντας πλατιά.«Δεν ένιωσα ποτέ άσχημα».

Οσο για την οικογένειά της,στην αρχή η Τζαΐμα Τόρες είχε πρόβλημα.«Οταν έμαθαν για τις σκηνές γυμνού οι δικοί μου εξεπλάγησαν και δεν ένιωσαν καλά.Οταν όμως τους εξήγησα τι προσπαθούσαμε να κάνουμε στην ταινία,με ενθάρρυναν».Σήμερα η Τόρες έχει βάλει στόχο της ζωής της να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός- έχει ξεκινήσει μάλιστα μαθήματα.«Η πιθανότητα να αλλάξεις προσωπικότητα από έργο σε έργο είναι σπουδαία»μας λέει με ενθουσιασμό«και έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου».

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ

Η ταινία «Μαύρη Αφροδίτη» προβάλλεται στον κινηματογράφο Αστυ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ