Η απόφαση του προέδρου της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) να διατηρήσει σε μηδενικά ποσοστά τα βασικά επιτόκια βύθισε ακόμα περισσότερο το αμερικανικό νόμισμα έναντι των βασικότερων νομισμάτων. Αντίθετα η διατήρηση της «χαλαρής» νομισματικής πολιτικής από τις ΗΠΑ έδωσε νέα ώθηση στις τιμές των πρώτων υλών και του πετρελαίου.

Το αμερικανικό αργό σημείωσε άνοδο κατά 55 σεντς του δολαρίου αγγίζοντας τα 112,76 δολάρια το βαρέλι, ενώ στο Λονδίνο η τιμή του πετρελαίου τύπου Brent έφτασε τα 125,13 δολάρια το βαρέλι, τιμή υψηλότερη της προηγούμενης συνεδρίασης κατά σχεδόν ένα δολάριο. Σημαντική άνοδο κατέγραψαν και οι τιμές βασικών μεταλλευμάτων όπως του χαλκού και του αργύρου.

Στον αντίποδα, το δολάριο υποχώρησε έναντι του ευρωπαϊκού νομίσματος και του ιαπωνικού γεν. Η ισοτιμία έναντι του ευρώ διαμορφώθηκε στ0 1,4862 δολάρια, ελάχιστα χαμηλότερη από το χαμηλότερο επίπεδο του από το Δεκέμβριο του 2009 (1,4882 δολάρια ανά ευρώ).

Οι αναταράξεις στις διεθνείς αγορές αντανακλούν την επιστροφή των επενδυτών σε πιο επικερδείς τοποθετήσεις καθώς το αμερικανικό νόμισμα φαίνεται ότι θα παραμείνει για αρκετό καιρό ακόμα σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Ο αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης δήλωσε χθες ότι θα διατηρήσει σε μηδενικά επίπεδα τα επιτόκια του δολαρίου «εφόσον δεν ανατιμηθεί σημαντικά το πετρέλαιο το προσεχές διάστημα». Διότι όπως αναγνώρισε ο συνδυασμός υψηλής ανεργίας, υψηλών επιτοκίων και αύξησης τιμών των καυσίμων αποτελεί ένα εκρηκτικό μείγμα για τον αμερικανική οικονομία.

Διατηρώντας χαμηλά τα αμερικανικά επιτόκια η Fed προστατεύει τον αμερικανό φορολογούμενο από τις επιπτώσεις μιας σκληρής νομισματικής πολιτικής που θα μείωνε το πραγματικό εισόδημα εν μέσω διατήρησης της ανεργίας σε ποσοστά κοντά στο 9%. Ο Μπερνάνκι παραδέχτηκε ότι πολλοί αμερικανοί «περνούν δύσκολες στιγμές», ότι «υπάρχει μια πάρα πολύ μεγάλη τρύπα στην αγορά εργασίας» και ότι ανάκαμψη συνεχίζεται «με αργούς ρυθμούς».

Σύμφωνα με τα στοιχεία που πρόκειται να ανακοινώσει σήμερα η Ουάσιγκτον ο ρυθμός ανάπτυξης για το πρώτο τρίμηνο του 2011 θα διαμορφωθεί στο 2% του ΑΕΠ, σημαντικά χαμηλότερος από το 3,1% του τελευταίου τριμήνου του 2010.