Την ανάδειξη του τουρισμού σε βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, με τη δημιουργία ενός «φιλόξενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος» και την αξιοποίηση της δημόσιας τουριστικής περιουσίας, επισήμανε ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού κ. Π. Γερουλάνος, τονίζοντας ότι «στόχος όλων μας είναι να γίνει ο τουρισμός πρότυπο ανάπτυξης για την Ελλάδα». Εξειδικεύοντας τους στόχους, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο υπουργός σημείωσε ότι σε πρώτη προτεραιότητα είναι η αύξηση των θέσεων εργασίας που σχετίζονται με τον τουρισμό και εξήγησε ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αύξηση των επισκεπτών στη χώρα, «προσελκύοντας επενδύσεις στον κλάδο και δρομολογώντας γρήγορα τις διαδικασίες αδειοδότησης», καθώς και εντατικοποιώντας τους ελέγχους στα ξενοδοχεία, σε ό,τι αφορά τους νόμους πρόσληψης ελλήνων υπαλλήλων.

Ο κ. Γερουλάνος αναφέρθηκε και στην ανάγκη δημιουργίας ενός «φιλόξενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος» και ενός επενδυτικού πλαισίου «που θα διέπεται από ξεκάθαρες αρχές και κανόνες, για το τι επιτρέπεται, τι δεν επιτρέπεται και πώς αξιολογούμε την κάθε επένδυση», εντάσσοντας στο πλαίσιο αυτό την αξιοποίηση της δημόσιας τουριστικής περιουσίας, «με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον».

Απαντώντας σε ερώτηση για την τουριστική κίνηση τη φετινή χρονιά, ο υπουργός υπογράμμισε ότι τα μηνύματα «είναι πολύ ενθαρρυντικά», ωστόσο επανέλαβε τη θέση του ότι «οριστικές προβλέψεις για τις αφίξεις θα γίνουν τον Σεπτέμβριο». Παράλληλα σημείωσε την ανάγκη επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου μέσα από την ανάπτυξη νέων αγορών, αλλά και του τουρισμού στα αστικά κέντρα. Αναφερόμενος στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ) σημείωσε επίσης ότι πολλές από τις δομές του πρέπει να «αναπροσαρμοστούν στα νέα δεδομένα», υπογραμμίζοντας ότι η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και τους φορείς του τουρισμού «δεν είναι μόνο προτέρημα αλλά και ανάγκη».

Ωστόσο μιλώντας για τη συνεργασία του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα, συμπλήρωσε ότι για «πολλούς λόγους η χώρα ακόμη αγωνίζεται να αξιοποιήσει συγκριτικά της πλεονεκτήματα» και «να αναδείξει συγκεκριμένες πτυχές της ταυτότητάς της που σήμερα είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό», επισημαίνοντας ότι «αυτό δεν μπορεί να αφεθεί αποκλειστικά στα χέρια του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος, εξ ορισμού, ασχολείται με ένα μόνο μέρος της εικόνας της Ελλάδας».