TO BHMA – THE NEW YORK TIMES
Μέσα σε λίγα χρόνια το εργοστάσιο γάλακτος της οικογένειας Νασίμ κατάφερε αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει το καθεστώς Καντάφι: να παρέχει στους κατοίκους της πόλης ένα ποτήρι γάλα ανεκτής ποιότητας.
Ήμουν μόλις πέντε ετών όταν ο Καντάφι ανέβηκε στην εξουσία, το 1969. Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις από την προ Κανταφική περίοδο είναι να παίζω μαζί με άλλα παιδιά στους δρόμους της Βεγγάζης και ξαφνικά να εμφανίζεται ένα μικρό αυτοκίνητο μάρκας Πεζό, να ανοίγει το πορτμπαγκάζ του και να μοιράζει γάλα σε όλα τα σπίτια της περιοχής. Μετά το πραξικόπημα του Καντάφι όμως, το γάλα σταμάτησε, ως δια μαγείας, να μοιράζεται στα νοικοκυριά. Θυμάμαι να ειμαι στο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου και να γυρνάμε τους δρόμους αναζητώντας μάταια λίγο γάλα, σε μια περίοδο, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν η παραγωγή πετρελαίου ήταν κοντά στα δυο εκατ. βαρέλια την ημέρα, σχεδόν ένα για κάθε Λίβυο πολίτη.
Το 1977, κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής, είδα με τα μάτια μου τη λύση του καθεστώτος Καντάφι απεναντι στο πρόβλημα του γάλακτος: το κρατικό εργοστάσιο γαλακτοκομικών Αμάλ. Όπως διαπιστώσαμε όμως πολύ σύντομα, το γάλα που παρήγαγε ήταν άνοστο, νερουλό και πικρό. Οι Λίβυοι πολίτες άντεξαν σε αυτή την κακή ποιότητα γάλακτος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν άρχισαν οι εισαγωγές καλής ποιότητας γάλακτος από τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο.
Την κατάσταση προσπάθησε να αλλάξει το εργοστάσιο της οικογένειας Νασίμ, παρέχοντας μας γάλα, γιαούρτι, μέχρι και παγωτό πολύ καλής ποιότητας. Κανείς δεν απόρησε με την επιτυχία της οικογενειακής επιχείρησης στη Μισράτα, αφού μιλάμε για μια πόλη όπου οι πολίτες της σηκώνονται νωρίς και εργάζονται σκληρά μέχρι το βράδυ.
Πρόσφατα, οι κάτοικοι της Μισράτα, προκειμένου να σταματήσουν την επέλαση των τεθωρακισμένων του Καντάφι, γέμισαν μεγάλα κοντέινερ πλοίων με άμμο και τα πάρκαραν στις κεντρικές οδούς της πόλης. Δεν είναι επισης τυχαίο πως ο Καντάφι επιδόθηκε σε ένα ανηλεές κυνήγι τοσο των κατοίκων της πόλης, οσο και του εργοστασίου γαλακτοκομικών της, ενός συμβόλου της λιβυκής αντίστασης.
Αν η Βεγγάζη είναι η καρδιά και το πνεύμα της χώρας και η Τρίπολη είναι το μυαλό και ο εγκέφαλος της, τότε η Μισράτα αντιπροσωπεύουν τα χέρια της Λιβύης. Κι όλοι εμείς που καταγόμαστε από τη Μισράτα, είμαστε σίγουροι πως σύντομα, το εργοστάσιο της οικογένειας Νασίμ θα ξαναστηθεί και θα λειτουργήσει. Κι όταν ο πόλεμος αυτός τελειώσει, οι πολίτες της Μισράτα θα ξεκινάνε να πηγαίνουν στις δουλειές τους τα πρωινά μετά από ένα ποτήρι γάλα.
*Ο Καλέντ Ματάουα είναι επίκουρος καθηγητής δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και συγγραφέας της πρόσφατης ποιητικής συλλογής «Τοκβίλ».