Η θέση του Santorini Grace είναι μοναδική. Βρίσκεται πάνω στην Καλντέρα (στο Ημεροβίγλι) αλλά αρκετά χαμηλά στον γκρεμό ώστε να μην ταλαιπωρείται από την αδιακρισία περαστικών ή γειτόνων.

Σε ένα σκηνικό απόλυτης ηρεμίας, χωρίς τη βοή αυτοκινήτων και τουριστών – περνούν ελάχιστοι όταν θέλουν να επισκεφθούν τον Σκάρο, τον χαρακτηριστικό βράχο γύρω από τον οποίο είχε χτιστεί η μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού –, το ξενοδοχείο Grace βρήκε έναν πρωτότυπο τρόπο για να συνδυαστεί με το άγριο τοπίο της Σαντορίνης αλλά και με την αρχιτεκτονική της περιοχής.

Και ενώ την τομή του συνθέτουν αλλεπάλληλες πεζούλες, όπως συνηθίζεται στις Κυκλάδες, διαθέτει ταυτόχρονα μεγάλο εύρος στην πρόσοψη και εναλλαγές στον σχεδιασμό που καμουφλάρουν τον όγκο του. Ακόμη και η μεγάλη πανοραμική πισίνα υπερχείλισης δένει όμορφα με το τοπίο αφού αποφεύχθηκαν η παραλληλόγραμμη φόρμα, το σχήμα νεφρού ή κάποια στρογγυλή προσέγγιση, αλλά επιλέχτηκαν τεθλασμένες γραμμές και η οριοθέτησή της από τις καμπύλες των βράχων της περιοχής. Το πρωτότυπο και ενδιαφέρον αποτέλεσμα εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως διεθνώς, ενώ έχει προκριθεί στην τελική φάση του διαγωνισμού Restaurant & Bar Design Awards 2011.

Το Santorini Grace κατασκευάστηκε με τον τρόπο που εδώ και αιώνες χτίζουν στις απόκρημνες πλαγιές του νησιού, μεταφέροντας τα οικοδομικά υλικά με γαϊδούρια ή και στα χέρια, γεγονός που όχι μόνο δυσκολεύει και παρατείνει τον χρόνο κατασκευής αλλά ανεβάζει και το κόστος.

Το Grace είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας δύο πολύ καλών αρχιτεκτονικών γραφείων, τωνDivercity (Νικόλας Τραβασάρος) καιMplusM (Μαρίτα Νικολούτσου, Μέμος Φιλιππίδης), οι οποίοι ερμήνευσαν την παράδοση με έναν πολύ πρωτότυπο και μοντέρνο τρόπο.

Αποφεύγοντας κλισέ αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως οι καμάρες που έγιναν έμβλημα παράδοσης για τη Σαντορίνη, αλλά επενδύοντας σε κάποια άλλα παραδοσιακά στοιχεία, όπως οι τεθλασμένες γραμμές και η χρήση του μαύρου, καταφέρνει να συνάψει σχέση με το μοντέρνο.

Το μαύρο θεωρείται τολμηρό χρώμα για ένα καλοκαιρινό θέρετρο, ωστόσο φτάνοντας με το καράβι στη Σαντορίνη το πρώτο πράγμα που αντικρίζει κανείς είναι το μαύρο χρώμα της ηφαιστειακής πέτρας, το οποίο υπάρχει παντού. Μια ιδιαίτερη λιθοδομή από τέτοιες ηφαιστειακές πέτρες, που υπάρχει σε κάποια δωμάτια, λειτουργεί ως φίλτρο, καθώς μέσα από τα κενά που δημιουργούν οι πέτρες περνούν ο ήλιος, το φως του φεγγαριού, οι αντανακλάσεις και οι ιριδισμοί του νερού της πισίνας.

Ηταν ένα αρχιτεκτονικό εύρημα που όμως έγινε δύσκολα αποδεκτό, δεδομένης της διάθεσης όλων να έχουν ανοιχτή θέα προς τη μαγευτική καλντέρα. Οι αρχιτέκτονες το υποστήριξαν, θεωρώντας πως τη θέα μπορεί να την απολαμβάνει ο επισκέπτης από το μπαλκόνι, το δωμάτιο όμως απαιτεί ιδιωτικότητα – στα περισσότερα ξενοδοχεία της Σαντορίνης οι θαμώνες είναι ορατοί από τους τουρίστες.

Ενα δεύτερο ατού αυτής της μαύρης λιθοδομής είναι πως όταν ξυπνάει ο επισκέπτης στο κρεβάτι του, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι βρίσκεται στη Σαντορίνη και όχι σε ένα λευκό δωμάτιο που θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Αυτή η πέτρα είναι σαντορινιά, δημιουργεί ατμόσφαιρα και δίνει μεμιάς το στίγμα της. Ναι, είναι σκληρή, αλλά αυτή είναι και η Σαντορίνη, γλυκιά και σκληρή μαζί.

H ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Και στη διακόσμηση του Santorini Grace έχουν αποφευχθεί όλα τα κλισέ των τελευταίων επιτευγμάτων του design. Η χρήση επίπλων είναι περιορισμένη. Μόνο μία καρέκλα των Eames – η Plastic Side Chair (1950, Vitra) – υπάρχει στα δωμάτια. Ολα τα άλλα έπιπλα είναι χτιστά, υπόσκαφα, με μια γλυπτική διάσταση και με μια αίσθηση ότι όλα υπάρχουν εκεί από παλιά.

Με αυτό το αρχετυπικό τοπίο και την αδρή ανεπεξέργαστη πέτρα συνδυάζεται με όμορφο τρόπο και η σκουριασμένη, γυμνή λαμαρίνα, η οποία ταιριάζει χρωματικά με το ζεστό γκρι που κυριαρχεί στην παλέτα χρωμάτων της Σαντορίνης – στην πλούσια γεωλογική τομή που αποκαλύπτεται στην απόκρημνη καλντέρα τα σκούρα γκρι συνδυάζονται συχνά με στρώσεις από θερμά κεραμιδί χρώματα, τα οποία βρίσκονται ιδιαίτερα κοντά στις αποχρώσεις της σκουριάς.

Το δάπεδο είναι παραδοσιακή τσιμεντοκονία, ώστε να αποκτά οπτική συνέχεια με τον μονολιθικό χαρακτήρα της επίπλωσης που διαμορφώνεται από το πάχος του τοίχου.

Φωτογραφίες: Erieta Attali, Serge Detalle