Η θέα από τον ναό Πρέαχ Βιχεάρ αξίζει την κοπιαστική ανάβαση: από τη μια πλευρά, σε ένα κοντινό βράχο, κυματίζει η σημαία της Ταϊλάνδης και από την άλλη ένας απότομος γκρεμός καταλήγει στη βαθυπράσινη ζούγκλα της Καμπότζης.

Η ατμόσφαιρα όμως είναι παραπλανητικά ήρεμη: ο βουδιστικός αυτός ναός, μαζί με δυο άλλους ινδουιστικούς, βρίσκεται στο επίκεντρο της χειρότερης συνοριακής διαμάχης στη Νοτιοανατολική Ασία σήμερα, μιας διαμάχης που στοίχισε την ζωή σε 13 στρατιώτες από τη Μεγάλη Παρασκευή όταν αναζωπυρώθηκε για πολλοστή φορά.

Η νέα αυτή αναταραχή είναι η μεγαλύτερη μετά την ανεπίσημη εκεχειρία που αποφασίστηκε ανάμεσα στις δυο χώρες στις αρχές Φεβρουαρίου, ύστερα από σοβαρές συγκρούσεις επί τέσσερις ημέρες στις οποίες είχαν σκοτωθεί 11 άτομα. Η ακριβής αιτία της δεν έχει γίνει σαφής καθώς οι δυο χώρες κατηγορούν η μια την άλλη ότι άνοιξε πρώτη πυρ.

Ο Πρέαχ Βιχεάρ είναι ένας ναός του 11ου αιώνα τον οποίο διεκδικούν οι δυο χώρες από την δεκαετία του ’50 αλλά η διαμάχη έλαβε νέα διάσταση το καλοκαίρι του 2008, όταν ο ναός αναγνωρίστηκε από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Καμπότζης.

Στη ρίζα της νέας αναζωπύρωσης των εχθροπραξιών βρίσκονται πολιτικά συμφέροντα και στις δυο πλευρές. Οι δυο κυβερνήσεις προσπαθούν να επιβληθούν η μια στην άλλη προκειμένου να ευαρεστήσουν η καθεμία τους εθνικιστές της, ιδίως η Ταϊλάνδη εν όψει των γενικών εκλογών που θα πραγματοποιηθούν τον Ιούλιο.

Οι αναλυτές πιστεύουν επίσης ότι ο στρατός της Ταϊλάνδης δείχνει τα δόντια του για να διατηρήσει την τεράστια επιρροή που έχει στην πολιτική ζωή της χώρας. «Ο στρατός δεν έχει τίποτε να χάσει από την συνοριακή αυτή σύγκρουση. Δείχνει ότι είναι απαραίτητος και ότι κατέχει δύναμη», είπε ο Καμ Γιουενγιόνγκ, επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης Siam Intelligence Unit, μιλώντας προς το πρακτορείο Reuters.

Η Μπανγκόκ απορρίπτει την εξωτερική μεσολάβηση για να λυθεί η διαμάχη, όμως την Κυριακή του Πάσχα άφησε να εννοηθεί ότι ίσως δεχθεί την παρουσία στρατιωτικών παρατηρητών από την Ινδονησία, που κατέχει την εκ περιτροπής προεδρία της Ενωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN).

Ο Πρέαχ Βιχεάρ χτίστηκε από τους βασιλείς της αυτοκρατορίας των Χμερ, οι οποίοι έχτισαν και τους περίφημους ναούς στο Ανγκόρ, τους σημαντικότερους στην Καμπότζη. Σύμφωνα με σανσκριτικές επιγραφές, αρχικά ονομαζόταν Σρι Σικαρισβάρα το οποίο σημαίνει Ενδοξος Κύριος του Βουνού και ήταν αφιερωμένος στον ινδουιστικό θεό Σίβα.

Η κύρια πρόσβαση σε αυτόν είναι από την πλευρά της Ταϊλάνδης, λόγω των απότομων βράχων από την άλλη πλευρά.
Το ότι ο ναός ανήκει στην Καμπότζη αναφέρθηκε για πρώτη φορά επισήμως πριν από έναν αιώνα σε συνοριακές συμφωνίες ανάμεσα στη Γαλλία – την αποικιοκρατική δύναμη στην οποία ανήκε τότε η Καμπότζη – και το Σιάμ όπως ονομαζόταν τότε η Ταϊλάνδη. Ομως το 1954, λίγο μετά την ανεξαρτησία της Καμπότζης, ταϊλανδέζικες δυνάμεις κατέλαβαν τον ναό και η Πνομ Πενχ παρέπεμψε το ζήτημα στα διεθνή δικαστήρια. Η Μπανγκόκ υποστήριξε ότι ο ναός είναι δικός της επειδή η πρόσβαση πραγματοποιείται από την δική της πλευρά, όμως η απόφαση που εκδόθηκε το 1962 ήταν υπέρ της Καμπότζης και διέταξε τις ταϊλανδέζικες δυνάμεις να αποσυρθούν.

Αλλά τα βάσανα του ναού δεν τελείωσαν εκεί. Λόγω της απότομης τοποθεσίας, ήταν το τελευταίο μέρος που έπεσε στα χέρια των Κόκκινων Χμερ το 1975 αλλά και ένα από τα τελευταία προπύργιά τους όταν αυτοί υποχώρησαν. Δεκαετίες συγκρούσεων ακολούθησαν ανάμεσα στην Πνομ Πενχ και αντάρτες των Κόκκινων Χμερ και ο ναός δεν μπόρεσε να ξανανοίξει για το κοινό παρά μόνο το 1998 – μάλιστα με μια ιστορική συμφωνία για την συνθηκολόγηση των Κόκκινων Χμερ η οποία έβαλε τέλος σε τρεις δεκαετίες εμφυλίου.

Η περιοχή καθαρίστηκε από τις νάρκες και οι επισκέπτες άρχισαν να επιστρέφουν ώσπου άνοιξε το θέμα των συνοριακών διαφορών μεταξύ Καμπότζης και Ταϊλάνδης. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ τα διεθνή δικαστήρια έλυσαν το ζήτημα του σε ποιον ανήκει ο ναός, δεν συνέβη το ίδιο με μια περιοχή 1,8 τετρ. χιλιομέτρων που τον περιβάλει και την οποία διεκδικούν και οι δυο χώρες.