Τα τηλεοπτικά γαστρονομικά σόου του φετινού χειμώνα, πέρα από την οποιαδήποτε άλλη συνδρομή τους στον τομέα της ελληνικής γεύσης, ήρθαν να φέρουν και έναν περαιτέρω διαχωρισμό: οι γενιές για πρώτη φορά διαχωρίστηκαν σαφώς.
Ο Λευτέρης Λαζάρου, ο Γιάννης Λουκάκος, ο Ερβέ Προνζάτο, ο Χριστόφορος Πέσκιας, ο Δημήτρης Σκαρμούτσος, μέσα από τη διαδικασία ενός παιχνιδιού παρέδωσαν τη σκυτάλη, ανέβηκαν κατηγορία, πέρασαν στην αντίπερα όχθη του μάστερ, του δάσκαλου, του μύστη, του «παλιού» της νεότερης γαστρονομικής σκηνής.
Μέχρι να φορέσουν την τήβεννο του κριτή, αυτοί ήταν τα νέα ταλέντα, η νέα άποψη, η νέα γεύση, η ανανέωση, ο μοντερνισμός, η καινούρια παράδοση που έδωσε μια άλλη ευκαιρία στην ξεχασμένη μας παράδοση, μια άλλη περηφάνια στο εθνικό μας ντολμαδάκι.
{{{ moto }}}
Μαζί τους και νοητά πέρασαν κι όλοι οι άλλοι συνάδελφοί τους που μοιράστηκαν το ίδιο όραμα, αν και δεν ευτύχησαν της ίδιας τηλεοπτικής προβολής. Τα τηλεοπτικά παιχνίδια δεν είχαν ακριβώς στόχο τους να αναδείξουν σε όλο το βάθος της μια νέα γενιά, πλην όμως εγώ, και λόγω της τηλεοπτικής μου εκπομπής, συνάντησα μέσα σε μια σεζόν πάνω από 50 ονόματα μιας νέας φουρνιάς στις επαγγελματικές κουζίνες που δεν έχει ακόμη γιορτάσει τα 30ά της γενέθλια.
Μαγείρεψα και συζήτησα μαζί τους, δοκίμασα νοστιμότατα πιάτα, κυρίως, όμως, λαχταριστές ιδέες και μια τεράστια έκπληξη. Τα νέα ονόματα που αρχίζουν να λάμπουν στο γαστρονομικό μας στερέωμα είναι αλλιώς: με τεράστια προϋπηρεσία από τα γεννοφάσκια τους στις μεγαλύτερες κουζίνες της Γαλλίας και της Ισπανίας, κατέχουν τις τεχνικές, τη σκληρή δουλειά, κυρίως όμως, μαγειρεύουν εντελώς ακομπλεξάριστα.
Η ελληνικότητα, το τοπικό προϊόν, η μεταμόρφωση της συνταγής της γιαγιάς ρέουν αυτονόητα στο αίμα και στις ιδέες τους. Όταν ξεκινάς με δάσκαλο τον Πέσκια, δεν χρειάζεται να διχαστείς ανάμεσα στον μουσακά και το σούσι. Εμπεριέχεις και τα δυο αλλά ακόμη κι αν η όρεξή σου τραβάει σφαιροποίηση θα απευθυνθείς στην ελιά και τη φέτα και όχι στο hamon serano.
Επιπλέον, το όραμά τους δεν περιορίζεται στις υψηλές κουζίνες του κέντρου, λαχταρούν το δικό τους εστιατόριο κι ένα μποστάνι στην αποκεντρωμένη βουνοκορφή, αφήνουν εύκολα την προϋπηρεσία δίπλα στον Berasategui για ένα δικό τους καθημερινό ντελίβερι με φακές και σπιτικό τουρσί. Στο μέλλον, σίγουρα θα φάμε καλύτερα.