Η εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος με τον πιο χυδαίο, βάρβαρο και ανήθικο τρόπο είναι το ζήτημα που κοφτά και άμεσα θίγεται στην τελευταία ταινία του Γαλλοτυνήσιου Αμπντελατίφ Κεσίς, του οποίου η πρώτη, «Κους κους και φρέσκο ψάρι», έγινε καλλιτεχνική επιτυχία σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας. Βασισμένη σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, η ταινία αναφέρεται στην περίπτωση της Σααρτζί Μπάρτμαν, μιας υπέρβαρης γυναίκας από τη Νότια Αφρική που στις αρχές του 19ου αιώνα μεταφέρθηκε σκλάβα από την πατρίδα της στην Ευρώπη και χρησιμοποιήθηκε σε σόου του Παρισιού παριστάνοντας κυρίως το άγριο ζώο. Αλυσοδεμένη μέσα στο κλουβί, η ασυνήθιστων σωματικών αναλογιών Μπάρτμαν ήταν αναγκασμένη να περπατά στα τέσσερα, να κραυγάζει σαν ζώο και να υποκύπτει στις διαταγές των αφεντικών της που εκμεταλλευόμενοι το ασυνήθιστο σώμα της αλλά και το χρώμα του δέρματός της την εξαντλούσαν με κάθε τρόπο. Τη βασάνιζαν κτυπώντας την με μαστίγιο και δεν την άφηναν να βγει από το κλουβί.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας είναι ότι τα φρικώδη σόου βλέπουμε να βγάζουν στην επιφάνεια τα σαδιστικά απωθημένα ανθρώπων από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ενώ στην αρχή η Σααρτζί είναι το θέαμα των φτωχών και αγραμμάτων, αργότερα «προάγεται» με τη φήμη που αποκτά και γίνεται θέαμα της αστικής τάξης αλλά και της αριστοκρατίας. Ο τρόπος κινηματογράφησης αυτών των σκηνών έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον διότι ο Κεσίς εστιάζει στα πρόσωπα και στις εκφράσεις τους με πολύ κοντινά, σχεδόν ασφυκτικά πλάνα. Προσωπική ένστασή μου, ωστόσο, είναι ότι οι σκηνές αυτές επαναλαμβάνονται τόσο πολύ που κάποια στιγμή εξαντλούνται, αφού ως θεατής δεν υπάρχει κάτι περισσότερο που χρειάζεται να δω για να καταλάβω τα πάθη αυτής της γυναίκας. Αν ο Μελ Γκίμπσον στα «Πάθη του Χριστού» εξουθένωσε τον θεατή γεμίζοντας την οθόνη με τις κομμένες σάρκες και το αίμα του Ιησού από τον ξυλοδαρμό του, ο Κεσίς κάνει το ίδιο με τον εξευτελισμό της Σααρτζί για να δείξει τα αρρωστημένα πάθη των θαμώνων των σόου, που εξωτερικεύονται όποτε βλέπουν τη Σααρτζί να δεινοπαθεί χωρίς να λέει τίποτε. Τα αληθινά ζώα, μας λέει ο Κεσίς, είναι τελικά οι θαμώνες αφού το «έκθεμα» αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα από όσα δείχνει και, κυρίως, διατηρεί αλώβητη την αξιοπρέπειά του.
Η αξιοπρέπεια άντεξε, όχι όμως και το σώμα. Εξαντλημένη και άρρωστη, η Σααρτζί εγκατέλειψε κάποια στιγμή τα σόου και αναγκάστηκε να γίνει πόρνη βυθίζοντας τον πόνο για τη χαμένη ζωή της στο ποτό. Οταν αυτό συμβαίνει, η ταινία αλλάζει ύφος, γίνεται σχεδόν γαλήνια, σαν να αναμένει το αναπόφευκτο μαζί με την κεντρική ηρωίδα του. Ιδιαίτερα σημαντική για την επιτυχία της είναι η συμβολή της ερασιτέχνιδος Γιαχίμα Τόρες που υποδύεται τη Σααρτζί και είναι σκέτη αποκάλυψη. Με την ασυνήθιστη ενέργεια που βγάζει σε κάνει να απορείς για τις αντοχές της, αφού οι σκηνές ταλαιπωρίας του σώματός της είναι οι περισσότερες αληθινές στην ταινία.
gzoump@tovima.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ