Το πρωί της 25ης Ιουνίου 1988, λίγο μετά τις οκτώ, τα 32 ενήλικα μέλη μιας επιφανούς κοινότητας του Δυτικού Λονδίνου δολοφονούνται με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο και τα παιδιά τους απάγονται χωρίς να αφήσουν ίχνη. Το ιατροδικαστικό ημερολόγιο του δόκτορος Ρίτσαρντ Γκρέβιλ, αναπληρωματικού ψυχιατρικού συμβούλου της Αστυνομίας του Λονδίνου, περιγράφει τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της σφαγής, αλλά και τις εναγώνιες προσπάθειές του να καταλάβει τι και πώς έγινε.
Η κοινότητα Πάνγκμπερν Βίλατζ, στην οποία έμεναν τα εξέχοντα μέλη της αγγλικής κοινωνίας, είναι μια πρότυπη ομάδα από μεζονέτες σε έναν καλά προφυλαγμένο χώρο. Ολόκληρο το συγκρότημα, το οποίο καλύπτεται από 128 στρέμματα, είναι περιφραγμένο με συρματοπλέγματα, εξοπλισμένο με ηλεκτρονικούς συναγερμούς και φρουρείται απέξω από περιπολίες. Οι ένοικοί του είναι τραπεζίτες, πρόεδροι επενδυτικών ή εμπορικών εταιρειών, ασφαλιστές, χρηματιστές, στελέχη των media. Η ζωή τους έμοιαζε ιδανική. Ολοι έχουν να το λένε για το πόσο μορφωμένοι, στοργικοί, ανοικτόμυαλοι γονείς υπήρξαν οι δολοφονημένοι. Ιδιαίτε ρα για τα παιδιά τους είχαν φτιάξει έναν παράδεισο. Τα παιδιά φοιτούσαν σε πολυτελή ιδιωτικά σχολεία, είχαν όλα άριστες μαθητικές επιδόσεις, πήγαιναν συχνά με τους γονείς τους σε δραστηριότητες της ψυχαγωγικής λέσχης, διοργάνωναν χορευτικά πάρτι, συμμετείχαν σε αγώνες σκάκι και μπριτζ, αθλούνταν συστηματικά και όχι μόνο στα παραδοσιακά αγωνίσματα. Ο ιατροδικαστής Γκρέβιλ προσπαθεί να καταλάβει ποιος μπορεί να είναι ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι αυτών των επίλεκτων μελών της αγγλικής κοινωνίας. Απαγωγείς που ζητούν λύτρα; τρομοκράτες; χούλιγκαν; ανταγωνιστές; ψυχασθενείς; πράκτορες ξένης δύναμης; το υπηρετικό προσωπικό σε μια πράξη ταξικής εκδίκησης; Τα παιδιά παρέμειναν άφαντα και κανένας δεν ζήτησε λύτρα γι΄ αυτά, ενώ καμία ένδειξη που να υποστηρίζει το οποιοδήποτε σενάριο δεν φάνηκε στον ορίζοντα.
Η ενδελεχής έρευνα του Γκρέβιλ τον οδηγεί στο να ψάξει λίγο καλύτερα τη ζωή των κατοίκων του Πάνγκμπερν Βίλατζ και ιδιαιτέρως των παιδιών. Μένει έκθαμβος από το πόσο καλά οργανωμένη ήταν η ζωή τους, πόσο ευτυχισμένοι φαίνονταν γονείς και παιδιά. Τον εντυπωσιάζουν επίσης τα υπερβολικά μέτρα ασφαλείας που υπάρχουν στην κοινότητα. Τα πάντα λειτουργούν υπό διαφάνεια, οι πάντες παρακολουθούν τους πάντες. Δεν υπάρχει ούτε σκιά υποψίας για κάποια παρεκτροπή από τα μέλη της κοινότητας, ούτε οι γονείς μπορούν να απατήσουν το ταίρι τους αλλά ούτε και τα παιδιά μπορούν να κάνουν σκανταλιές. Είναι μια πολύ άνετη φυλακή… Ολοι είναι ευτυχισμένοι, αλλά πρόκειται για μια επιβεβλημένη ευτυχία. Είναι κατά κάποιον τρόπο ένας «ευτυχισμένος εφιάλτης», ένα ανάποδο 1984 του Οργουελ, ένας πρόδρομος των επιλεγμένων γενετικά κόσμων που περιέγραψαν στον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο ο Αλντους Χάξλεϊ και ο Καζούο Ισιγκούρο στο Μη μ΄ αφήσεις ποτέ. Θυμίζει τις ταινίες «Ιδιωτική ζώνη» του Ροντρίγκο Πλα και «Σκοτεινό χωριό» του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Το Πάνγκμπερν Βίλατζ, εκτός από τη ζωή σε ένα αποστειρωμένο και ελεγχόμενο περιβάλλον, έχει στόχο την προετοιμασία ενός κόσμου όπου οι νέοι άνθρωποι θα είναι τέλειοι, θα έχουν συγκεκριμένα κοινωνικά (και- γιατί όχι; – αργότερα γενετικά) χαρακτηριστικά, ώστε να γίνει το μέλος που η κοινωνία χρειάζεται, χωρίς να απειληθεί η σταθερότητά της.
Ο Γκρέβιλ ανακαλύπτει ότι τα παιδιά παρακολουθούνταν από τους γονείς τους κάθε στιγμή της ημέρας. «Ηταν ένα ζεστό, φιλικό Αλκατράζ» θα πει. Οι σκέψεις του παίρνουν κάποιο συγκεκριμένο δρόμο όταν ανακαλύπτει ρωγμές στο όλο σύστημα, ένα πακέτο περιοδικών «Ρlayboy» κρυμμένο και από κάτω περιοδικά με όπλα, περίεργα σημάδια στον τοίχο, ένα ημερολόγιο α λα Τζέιν Εϊρ με πορνογραφικές σκηνές… Μια τρομερή υποψία για τον ρόλο των παιδιών στο δολοφονικό όργιο αρχίζει να ριζώνει στο μυαλό του. Το μακάβριο τέλος υπό μορφή κάθαρσης προσφέρει μια αναπάντεχη ψυχρολουσία στον αναγνώστη.
Πρόκειται για ένα πολιτικό-μελλοντολογικό θρίλερ γραμμένο από τη λιτή και άρτια στην έκφρασή της πένα του Μπάλαρντ. Μπορεί το θέμα να μοιάζει μακάβριο, αλλά εγείρει πολλά φιλοσοφικά και πολιτικά ερωτήματα για το αν μπορούμε να ελέγξουμε τις κοινωνίες του μέλλοντος, για το πού μπορεί να οδηγήσει ο έλεγχος της νεανικής ευαισθησίας κα το επικίνδυνο της αναζήτησης μιας «καθαρής» από κάθε παρεκτροπή κοινωνίας.
Ο J. G. Βallard (1930-2009) γεννήθηκε στη Σανγκάη. Με την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ η οικογένειά του φυλακίστηκε, για να επιστρέψουν τελικά στην Αγγλία το 1946. Ξεκίνησε να σπουδάζει ιατρική στο Κέιμπριτζ και παράλληλα άσκησε διάφορα επαγγέλματα προτού τελικά καταταγεί στη RΑF και φύγει για τον Καναδά. Τα μυθιστορήματά του κέρδισαν διακρίσεις και βραβεία, ενώ πολλά από αυτά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, όπως η «Εκθεση ωμοτήτων» (1969) από τον Τζόναθαν Βάις, το προκλητικό, φετιχιστικό «Crash» (1973) από τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και η «Αυτοκρατορία του Ηλιου» (1984) από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, βιβλίο που τιμήθηκε με το Guardian Fiction Ρrize και καθιέρωσε τη φήμη του οριστικά στο ευρύ κοινό. Μεταγενέστερα έργα του, όπως τα «Cocaine Νights» (1996), «Super-Cannes» (2000, Commonwealth Writers΄ Ρrize) και «Μillennium Ρeople» (2003), απέσπασαν ενθουσιώδεις κριτικές από τον διεθνή Τύπο και τιμήθηκαν επίσης με βραβεία και διακρίσεις. Πέθανε στις 19 Απριλίου 2009 σε ηλικία 78 ετών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ