Ιανουάριος του 2005. Είναι σούρουπο, στην πόλη Ταλ-Αφάρ στο Βόρειο Ιράκ. Είναι χειμώνας και νυχτώνει νωρίς. Ενας ουλαμός αμερικανών στρατιωτών περιπολεί την περιοχή, όπου ισχύει απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 6.00 μ.μ. Ενα αυτοκίνητο πλησιάζει με ταχύτητα το στρατιωτικό τζιπ. Οι Αμερικανοί φοβούνται ότι πρόκειται για εχθρικό όχημα και ανοίγουν πυρ. Το όχημα ανατρέπεται. Οταν πλησιάζουν συνειδητοποιούν ότι πρόκειται για μια ιρακινή οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα είναι νεκροί. Τα έξι παιδιά, που βρίσκονταν στο πίσω κάθισμα, βουτηγμένα στο αίμα τους, κοιτάζουν σαστισμένα.

«Είναι άμαχοι!» φώναξε κάποιος, συνειδητοποιώντας το λάθος. Ενα κοριτσάκι ουρλιάζει στον μεταφραστή: «Γιατί μας πυροβολήσατε; Δεν έχουμε όπλα! Πηγαίναμε απλώς στο σπίτι μας!».

Η ιστορία αυτή ίσως δεν μαθευόταν ποτέ αν ο Κρις Χόνδρος, φωτορεπόρτερ του πρακτορείου Getty, δεν συνόδευε τον ουλαμό. Συνειδητοποιώντας την τραγικότητα της στιγμής, έβγαλε τη μηχανή του και απαθανάτισε τις πρώτες αντιδράσεις, παιδιών και στρατιωτών. «Σε τέτοιες στιγμές διατηρείς την ψυχραιμία σου και λειτουργείς επαγγελματικά, γιατί πρέπει πάση θυσία να παραμείνεις αντικειμενικός και να μεταδώσεις την είδηση. Κάπως σαν τον γιατρό στην Εντατική. Αλλιώς δεν μπορείς να είσαι αποτελεσματικός» θυμάται.

Οι πολεμικές ιστορίες είναι για τον Κρις στοιχείο της οικογενειακής παράδοσης. Γεννημένος το 1970 στη Νέα Υόρκη, από έλληνα πατέρα και γερμανίδα μητέρα, θυμάται τον εαυτό του να μεγαλώνει με διηγήσεις για την Κατοχή, τον ελληνικό Εμφύλιο και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επιρροές αυτές σημάδεψαν τη ζωή του. Αφού σπούδασε αγγλική φιλολογία στη Βόρεια Καρολίνα και επικοινωνία στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να ασχοληθεί με το διεθνές ρεπορτάζ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλες τις φλεγόμενες περιοχές του πλανήτη, στο Κοσσυφοπέδιο, στην Αγκόλα, στη Σιέρα Λεόνε, στον Λίβανο, στο Αφγανιστάν, στη Δυτική Οχθη και στη Λιβερία. Και έχει ζήσει όσο λίγοι τον πόλεμο του Ιράκ, από την εισβολή του 2003 ως σήμερα.

{{{ moto }}}
Σε όλη αυτή τη διαδρομή η ζωή του έχει διατρέξει κινδύνους. Στο Ιράκ έπεσε σε ενέδρα των ιρακινών φενταγίν. Το αυτοκίνητό του ανατράπηκε και γλίτωσε από τα χέρια των ανταρτών κρυμμένος σε χωράφια καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Στη Λιβερία βρέθηκε να φωτογραφίζει κυριολεκτικά στη μέση μιας πολιορκούμενης γέφυρας.

«Η εμπόλεμη ζώνη είναι μια περιοχή διαφορετική από αυτό που ο πολύς κόσμος πιστεύει. Δεν σημαίνει 24ωρο συγκρούσεων, ούτε αδέσποτες σφαίρες ή μάχες σώμα με σώμα. Υπάρχει μια περιοχή συγκρούσεων και η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη, αγχώδης. Σίγουρα κρύβει κινδύνους για τους δημοσιογράφους, τους φωτογράφους, τους διπλωμάτες. Ο φόβος είναι μεγαλύτερος όμως για τους ίδιους τους κατοίκους. Αυτοί είναι που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο βίας, δολοφονιών και εθνοκάθαρσης».

Ο Χόνδρος ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Το σπίτι του, ένα τυπικό νεοϋορκέζικο λοφτ με εκπληκτική θέα στους ουρανοξύστες του Μανχάταν, είναι γεμάτο με φωτογραφίες από τις αποστολές του. Μας υποδέχεται λίγες ημέρες προτού πετάξει για την επόμενη αποστολή του στο Αφγανιστάν. Και μας ξεναγεί στον κόσμο του πολεμικού ρεπορτάζ, ξεθάβοντας φωτογραφίες από τη μνήμη του προσωπικού του υπολογιστή.

Σε αντίθεση με τις συμβατικές πολεμικές εικόνες (άνθρωποι με όπλα, θύματα, ερείπια), οι φωτογραφίες του Χόνδρου δίνουν έμφαση στον άνθρωπο που βιώνει την ένταση της μάχης στην καθημερινότητά του. Και κάθε φωτογραφία δηλώνει την ανάγκη του ανθρώπου να δώσει νόημα σε μια ζωή αφημένη στη ματαιότητα ενός πολέμου.

«Συνειδητοποιώ ότι μια φωτογραφία απαθανατίζει στιγμές και οι θεατές της αντιδρούν σε αυτό που βλέπουν. Εγώ βρίσκω πάντα έντονα συναισθηματικά στοιχεία στις δουλειές μου. Αλλά όπως σε κάθε μορφή τέχνης, έτσι και στη φωτογραφία ο κόσμος αντιδρά με έναν μυστήριο και απρόβλεπτο τρόπο. Εχω τραβήξει φωτογραφίες που πίστεψα ότι θα συγκινήσουν ή θα σοκάρουν. Και αυτό τελικά δεν συνέβη. Δεν μπορείς να προβλέψεις τις αντιδράσεις του κόσμου και ούτε υπάρχει λογική εξήγηση στο γιατί συμβαίνει αυτό».

Τα τελευταία χρόνια πάντως η δουλειά του δεν έχει αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Φωτογραφίες του έχουν γίνει πρωτοσέλιδα στα μεγαλύτερα έντυπα παγκοσμίως, στους «New York Times», αλλά και στη «Washington Post». Εχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία και ήταν υποψήφιος για βραβείο Πούλιτζερ το 2005. Δεν κέρδισε, αλλά η δουλειά του απέσπασε ιδιαίτερα θετικά σχόλια και διεθνή αναγνώριση.

«Δουλειά μου είναι να προσελκύσω το ενδιαφέρον του θεατή σε μια περιοχή του πλανήτη στην οποία κατά 99% δεν θα βρεθεί ποτέ. Ο πολεμικός φωτογράφος είναι ίσως ο σύγχρονος εξερευνητής – επισκέπτεται μέρη στα οποία η πρόσβαση είναι αδύνατη. Ξέρετε, όσο πιο τραγικό είναι αυτό που προβάλλεις τόσο πιο εύκολα τραβάει τα βλέμματα. Αυτή είναι η πραγματικότητα αυτής της δουλειάς, γι’ αυτό και είμαι εξαιρετικά ευαίσθητος απέναντι στους ανθρώπους που φωτογραφίζω».

Ο πόλεμος στο Ιράκ σημαδεύτηκε από δύο φάσεις. Η πρώτη ήταν η αμερικανική εισβολή, που έληξε με την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Η δεύτερη, περισσότερο τραγική και εξίσου βίαιη, ήταν η εμφύλια διαμάχη μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Από τα μέσα του 2007 η ένταση του πολέμου έχει σταδιακά μειωθεί. Ηταν αναπόφευκτο, αφού προηγήθηκε εθνοκάθαρση σε πολλές περιοχές. Ο νέος αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, δεσμεύτηκε στην προεκλογική εκστρατεία του ότι θα αποχωρήσει από το Ιράκ με χρονικό ορίζοντα το φθινόπωρο του 2010.

«Ημουν στο Ιράκ την ημέρα της ορκωμοσίας του Ομπάμα. Παρατηρούσα τους αμερικανούς στρατιώτες που παρακολούθησαν την ομιλία του προέδρου. Ξέρετε, όλοι οι στρατιώτες δεν είναι ίδιοι, υπάρχουν κάποιοι λιγότερο φιλοσοφημένοι, άλλοι περισσότερο, συνήθως έχουν χαμηλή κοινωνική προέλευση και αντιμετωπίζουν τον πόλεμο αυστηρά ως μια δουλειά. Δεν σχολιάζουν ιδιαίτερα τη στρατηγική του πολέμου, αν τους πιέσεις πολύ θα πάρεις μια απάντηση του τύπου “αυτοί οι άνθρωποι (οι Ιρακινοί) σφάζονται 1.000 χρόνια, θα συνεχίζουν να πολεμούν για άλλα 1.000 χρόνια, δεν νομίζω ότι η παρουσία μας εδώ τους βοηθάει ιδιαίτερα”. Και βέβαια ο Μπους δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλη προετοιμασία χρειαζόταν μια τέτοια επιχείρηση, ούτε είχε ένα ξεκάθαρο σχέδιο στο μυαλό του για τη μετάβαση από την αναρχία στη σταθερότητα».

Οι αμερικανοί στρατιώτες διανύουν ήδη τη δεύτερη ή και τρίτη 15μηνη θητεία τους στο Ιράκ. Οι περισσότεροι είναι κουρασμένοι ψυχολογικά. Πολλοί επιστρέφουν πίσω με σύνδρομα κατάθλιψης. Ο αμερικανικός στρατός έχει παραδεχθεί δημοσίως ότι αδυνατεί να προσφέρει αποτελεσματική θεραπεία σε πολλούς στρατιώτες που γυρίζουν πίσω με κατάθλιψη και ψυχολογικά τραύματα. «Σχεδόν κάθε φαντάρος στο Ιράκ σε κάποια χρονική στιγμή χρειάστηκε να πάρει μια δύσκολη, ίσως και τραγική απόφαση, σαν το περιστατικό που φωτογράφισα στην πόλη Ταλ-Αφάρ. Μάλιστα, μήνες μετά το περιστατικό, μίλησα με τους πρωταγωνιστές. Κάποιοι μου έστειλαν e-mail, άλλος μου τηλεφώνησε. Ενας από αυτούς μου διηγήθηκε ότι κλαίει κάθε φορά που βλέπει τις φωτογραφίες μου. Είναι φυσικό να δημιουργούνται τραύματα στην ψυχή των ανθρώπων που έχουν βιώσει τέτοιες εμπειρίες».

Για τον Κρις Χόνδρο τα ταξίδια στο Ιράκ εγκυμονούν κινδύνους, αλλά προσφέρουν πάντα μεγάλες προκλήσεις. Δουλεύει συχνά με την κάλυψη του αμερικανικού στρατού, αλλά προσπαθεί ταυτόχρονα να εισχωρήσει στη Βαγδάτη και σε άλλες πόλεις με τη βοήθεια ιρακινών πολιτών. Το «στρατηγείο» του, ένα παλιό ξενοδοχείο στο κέντρο της πρωτεύουσας, λειτουργεί με ιρακινούς υπαλλήλους, ανθρώπους που, όπως λέει, εμπιστεύεται για μια βόλτα στην πόλη.

«Υπάρχουν πάντα περιορισμοί στην άσκηση του επαγγέλματος. Αλλά, ξέρετε, θεωρώ ότι είναι τρομερά δύσκολο να καταφέρεις να αποτυπώσεις πραγματικά την αληθινή όψη ενός πολέμου μέσω της δημοσιογραφίας. Ολα τα μέσα που χρησιμοποιούμε, βίντεο, φωτογραφίες, κείμενα, έχουν εγγενείς αδυναμίες στο να αποτυπώσουν και να μεταδώσουν την πραγματικότητα ενός πολέμου και την τρομακτική δύναμή του. Αλλά, και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια θεωρία συνωμοσίας ή ένα κέντρο που συντονίζει τη συστηματική απόκρυψη της αλήθειας. Αμερικανοί στρατιώτες πολεμούν, αμερικανοί δημοσιογράφοι καλύπτουν τον πόλεμο, υπάρχει σίγουρα μια δόση πατριωτισμού, μια δόση αυτολογοκρισίας, ειδικά τον πρώτο καιρό και μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Θεωρώ όμως ότι ο Τύπος έχει κάνει ό,τι μπορούσε, με βάση τη δύναμη που έχει. Και έχουν γραφτεί φοβερά ρεπορτάζ από το Ιράκ όλα αυτά τα χρόνια, από κάθε είδους δημοσιογράφο – ιστορίες με τρομερό ενδιαφέρον που δεν νομίζω ότι είχαν ιδιαίτερη απήχηση. Και, ξέρετε, νομίζω ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να γράψεις μια φοβερή ιστορία από το να καταφέρεις να προσελκύσεις το ενδιαφέρον του αναγνώστη»!

Το περιστατικό της Ταλ-Αφάρ που φωτογράφισε ο Χόνδρος χρησιμοποιήθηκε σε μια ομιλία από τον στρατηγό Πετρέους, τον διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στο Ιράκ, ως παράδειγμα αντικειμενικής πληροφόρησης. Οταν συνέβη βέβαια το περιστατικό, ο αμερικανικός στρατός είχε ζητήσει από τον Χόνδρο να καθυστερήσει τη δημοσίευση των φωτογραφιών ώσπου να διαλευκανθεί η υπόθεση και να αποδοθούν ευθύνες. Ο Χόνδρος αρνήθηκε. Το θέμα έπαιξε ως πρωτοσέλιδο την επόμενη ημέρα. Ο Χόνδρος σταμάτησε τη συνεργασία του με τη συγκεκριμένη μονάδα.

Και αν οι ιστορίες από το μέτωπο είναι πολλές, αν οι φωτογραφίες, τα ερασιτεχνικά βίντεο, τα μπλογκ των στρατιωτών προσφέρουν έναν πλούτο πληροφοριών και μια αίσθηση για το τι πραγματικά συμβαίνει σήμερα στο Ιράκ, πίσω στην Αμερική το αντιπολεμικό κίνημα φάνηκε αδύναμο να σταματήσει αυτόν τον πόλεμο. Υπήρξαν αντιπολεμικές διαδηλώσεις, δεν είχαν όμως διάρκεια. Και η συζήτηση για τα πώς και τα γιατί αυτού του πολέμου δεν ευαισθητοποίησε την αμερικανική κοινωνία.

«Υπάρχει εξήγηση για αυτό» υποστηρίζει ο Χόνδρος. «Πρώτα από όλα, τώρα δεν υπάρχει υποχρεωτική στράτευση. Στον πόλεμο του Βιετνάμ όλοι σχεδόν οι φοιτητές της εποχής αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της στράτευσης – στοιχείο που τους αφύπνισε. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η αμερικανική κοινωνία στη δεκαετία του ’60 ήταν ίσως πιο προοδευτική από ό,τι είναι σήμερα. Τότε είχαμε την κορύφωση των κοινωνικών προγραμμάτων, ο αγώνας για τα δικαιώματα των μαύρων, των μειονοτήτων, των γκέι ήταν ιδιαίτερα δυναμικός. Σήμερα η κοινωνία μας είναι συντηρητική. Οι άνθρωποι δεν διαδηλώνουν όπως συνήθιζαν και δεν αμφισβητούν τις κυβερνητικές αποφάσεις όπως το έκαναν τη δεκαετία του ’60. Και μην ξεχνάτε ότι οι δύο πόλεμοι είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Το Βιετνάμ ήταν ένα μικρό κράτος στα βάθη της Ασίας και πήγαμε εκεί με στόχο την ανάσχεση του κομμουνισμού. Το Ιράκ βρίσκεται σε ένα στρατηγικό σημείο της Γης και πήγαμε δύο χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Θέλω να πω ότι, αν οι Βιετναμέζοι είχαν επιτεθεί στη Νέα Υόρκη το 1963, ο κόσμος θα είχε μια διαφορετική οπτική για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Οχι ότι επιτέθηκαν οι Ιρακινοί, αλλά καταλαβαίνετε πόση σύγχυση υπάρχει στο μυαλό του κόσμου…».

Οι περισσότερες φωτογραφίες του Χόνδρου συγκλίνουν στην παραδοχή ότι πόλεμος δεν σημαίνει μόνο χάος, όπλα και καταστροφή. Η καθημερινότητα των ανθρώπων συνεχίζεται. Οι ήρωες των φωτογραφιών του κοιτάζουν με νόημα τον φακό στοχαστικά…

«Πολύ σπάνια ο πόλεμος έχει ταχύτητα. Εχει ένταση σποραδικά, αλλά αν μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα χαρακτηριστικό του γνώρισμα, αυτό θα ήταν η σιωπή και η ηρεμία. Για να σας δώσω να καταλάβετε την αντίθεση, η Νέα Υόρκη είναι η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται – είναι η πόλη της ταχύτητας. Οταν ο πόλεμος ακούμπησε την πόλη, την 11η Σεπτεμβρίου, αυτό που τονίστηκε περισσότερο ήταν η ακινησία. Η ηρεμία. Ηταν κάτι πρωτόγνωρο αυτό για το Μανχάταν. Αυτό συμβαίνει σε μια εμπόλεμη ζώνη. Η πόλη είναι συνήθως έρημη και ακίνητη. Στη Φαλούτζα ή σε άλλες περιοχές στη Βαγδάτη είναι έκδηλη η απουσία δραστηριοτήτων. Αδειες αγορές, εγκαταλελειμμένα σπίτια και αυτοκίνητα. Και αυτή είναι μια σημαντική διάσταση του πολέμου που οφείλω να μεταφέρω. Αλλωστε, διαχρονικά οι φαντάροι έχουν γράψει για την αφόρητη πλήξη του πολέμου…»


* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 18 Οκτωβρίου 2009.