Πόσον ύπνο χρειαζόμαστε πραγματικά; Λανθασμένα νομίζουμε ότι, αν κοιμόμαστε τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε ώρες τη νύχτα, το σώμα θα προσαρμοστεί στον λιγότερο ύπνο και θα λειτουργεί κανονικά.
Ομως ο Ντέιβιντ Ντίντζες, επικεφαλής του Εργαστηρίου Υπνου και Χρονοβιολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Πενσιλβάνια, ο οποίος κατέχει το αμφιλεγόμενο «ρεκόρ» του να έχει στερήσει τον ύπνο σε περισσότερους ανθρώπους απ’ οποιονδήποτε άλλο ερευνητή στον κόσμο, έχει αντίθετη άποψη. Στην μεγαλύτερη έρευνα του είδους χώρισε δεκάδες ανθρώπους σε τρεις ομάδες ύπνου: η πρώτη κοιμόταν τέσσερις ώρες τη μέρα, η δεύτερη έξι και η τρίτη και πιο τυχερή οκτώ ώρες επί δυο εβδομάδες.
Στη διάρκεια της μέρας, οι ερευνητές τους εξέταζαν κάθε δυο ώρες. Τους έβαζαν μπροστά από έναν υπολογιστή για 10 λεπτά και τους ζητούσαν να πατούν ένα πλήκτρο αμέσως μόλις έβλεπαν έναν αριθμό να αναβοσβήνει στην οθόνη σε άτακτα διαστήματα. Ακόμη και μια καθυστέρηση μισού δευτερολέπτου φανερώνει μια διάλειψη σε υπνηλία, γνωστή ως «μικροΰπνος».
Η άσκηση αυτή είναι πολύ εύκολη για όσους έχουν κοιμηθεί καλά. Χρησιμοποιείται για να μετρήσει την ικανότητα παρατεταμένης προσοχής που χρειάζονται οι πιλότοι, οι οδηγοί φορτηγών μεγάλων αποστάσεων και οι αστροναύτες. Η προσοχή είναι επίσης απαραίτητη για να μπορεί να παραμένει συγκεντρωμένος κάποιος στη διάρκεια μιας σύσκεψης, να διαβάζει μια παράγραφο μια φορά αντί για πέντε ή να οδηγήσει αυτοκίνητο. Για να τρακάρει ένας οδηγός, αρκεί να αποσπαστεί η προσοχή του για δυο δευτερόλεπτα.
Οπως ήταν αναμενόμενο στην έρευνα του Ντίντζες, όσοι κοιμόντουσαν οκτάωρο δεν είχαν καμία διάλειψη προσοχής. Το ενδιαφέρον είναι ότι όσοι κοιμόντουσαν τετράωρο ή εξάωρο εμφάνιζαν χειρότερα αποτελέσματα στην άσκηση κάθε μέρα που περνούσε. Την έκτη μέρα, ο ένας στους τέσσερις από την ομάδα του εξάωρου ύπνου κοιμόταν μπροστά στον υπολογιστή.
Η ομάδα των έξι ωρών ύπνου δεν τα πήγε καλύτερα ούτε στα τεστ μνήμης στο οποίο είχε να θυμηθεί αριθμούς και σύμβολα, ούτε σε άλλα τεστ που μετρούσαν την ταχύτητα και την ακρίβεια της σκέψης. Υστερα από δυο εβδομάδες, τα μέλη της ομάδας αυτής ήταν τόσο εξασθενημένα όσο εκείνα που (σε άλλη έρευνα του Ντίντζες) είχαν να κοιμηθούν 24 ώρες -το νοητικό αντίστοιχο του να είναι κάποιος μεθυσμένος.
Οι οκτώ ώρες ύπνου λοιπόν είναι ιδανικές και οι έξι όχι αρκετές. Τι θα συμβεί αν μοιράσουμε τη διαφορά; Ποιο είναι το όριο κάτω από το οποίο πλήττεται η νοητική ικανότητα ενός ατόμου;
Ετερη έρευνα του Γκρέγκορι Μπελένκι, διευθυντή στο τμήμα νευροεπιστήμης στο Στρατιωτικό Ινστιτούτο Ερευνών του Μέριλαντ, έβαλε ανθρώπους να κοιμούνται τρεις, πέντε, επτά και εννιά ώρες τη μέρα. Οσοι κοιμούνταν εννιά ώρες είχαν ίδιες επιδόσεις με εκείνους που κοιμούνταν οκτώ. Ομως στην ομάδα των επτά ωρών, οι επιδόσεις έφθιναν επί τρεις μέρες προτού σταθεροποιηθούν σε ένα επίπεδο χαμηλότερο από το αρχικό.
Οι ζωές μας βεβαίως είναι γεμάτες ερεθίσματα τα οποία δεν είχαν οι ομάδες που συμμετείχαν στις δυο έρευνες και που ζούσαν επί δυο εβδομάδες στο εργαστήριο: καφές, λαμπερός φωτισμός, ο θόρυβος του γραφείου -όλα όσα λειτουργούν ως «αντίδοτο» στην έλλειψη ύπνου. Ομως αυτά κάνουν την δουλειά μόνο για ένα χρονικό διάστημα. Μετά αρχίζει η φθορά. «Δεν γίνεται εμφανής από την πρώτη μέρα, αλλά σε πέντε ή επτά μέρες», λέει ο Μπελένκι στους «New York Times». Οσοι κοιμούνται λιγότερες από οκτώ ώρες «ανταλλάσσουν ώρα ξύπνιοι εις βάρος της επίδοσης, εκτός αν κάνουν δουλειά που δεν απαιτεί πολλή σκέψη».
Δεν είναι βεβαίως όλοι ίδιοι. Υπάρχει ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων -ο Ντίντζες το υπολογίζει στο 5% ή και μικρότερο- οι οποίοι για γενετικούς λόγους μπορούν να διατηρούν τις επιδόσεις τους με πέντε ή λιγότερες ώρες ύπνου. Υπάρχει επίσης ένα μικρό ποσοστό που χρειάζεται εννιά ή 10 ώρες ύπνου για να λειτουργήσει.
Οπως έδειξαν όλες οι έρευνες, το πιο ανησυχητικό είναι ότι όσοι από εμάς στερούμαστε τον ύπνο είμαστε πολύ κακοί κριτές των αναγκών μας σε ύπνο. Με άλλα λόγια, δεν καταλαβαίνουμε πόσο μας πλήττει η έλλειψη ύπνου και νομίζουμε ότι λειτουργούμε κανονικά ενώ στην πραγματικότητα οι επιδόσειας μας έχουν πέσει.