«Αυτό που άλλοτε φάνταζε αδύνατο αποτελεί πλέον το πιθανότερο σενάριο».
Η παραδοχή αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους μιας χώρας της ευρωζώνης βρίσκεται πολύ κοντά, σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal.
Το πρόβλημα βέβαια ανάγεται χρονικά στην προηγούμενη πενταετία, όταν «οι διεθνείς επενδυτές έκαναν ότι δεν έβλεπαν ότι δεν μπορούν όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες να γίνουν σαν τη Γερμανία» και δάνειζαν την ευρωζώνη με χαμηλότερα επιτόκια από αυτά που αντιστοιχούσαν στις πραγματικές συνθήκες κάθε χώρας.
Όμως ο αρθρογράφος της εφημερίδας (Πολ Χάνον) δεν ασχολείται με τις αιτίες της κρίσης χρέους. Όπως δηλώνει και ο τίτλος του άρθρου του («Η αναδιάρθρωση θα πονέσει, αλλά οι επενδυτές δεν θα απομακρυνθούν από την Ελλάδα) εκφράζει την πεποίθηση ότι οι αγορές θα συνεχίσουν να δανείζουν τη χώρα μας ακόμα και μετά τη (φημολογούμενη) αναδιάρθρωση.
Ασφαλώς όχι από φιλελληνισμό ή από αίσθημα φιλευσπλαχνίας.
Είναι βέβαιο, λέει η εφημερίδα, ότι «ακόμα και αν η Ελλάδα τα κάνει όλα σωστά θα δανείζεται με πολύ ακριβά επιτόκια μέχρι το 2017».
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δεν θα είναι η μοναδική περίπτωση χώρας που συνεχίζει να δανείζεται από τις αγορές μετά τη (μερική έστω) στάση πληρωμών.
Πρόσφατη έρευνα που παρουσιάστηκε στην ετήσια σύνοδο της Βασιλικής Εταιρείας Οικονομικών της Βρετανίας, έδειξε ότι οι αγορές έχουν συνηθίσει να δανείζουν «ανυπόληπτες οικονομίες». «Είναι γεγονός ότι πολλές κυβερνήσεις που έχουν δηλώσει αδυναμία εξυπηρέτησης χρέους, με πιο τρανό παράδειγμα τη Ρωσία, βρίσκουν πολύ σύντομα τις αγορές πρόθυμες να τις δανείσουν»
Αυτό γίνεται αφενός διότι οι επενδυτές έχουν «κοντή μνήμη» αλλά κυρίως λόγω του προσδοκώμενου κέρδους. «Έχει νόημα να δανείσεις κάποιον που έχει διαγράψει ακόμα και το 50% του χρέους του διότι αυτό σημαίνει ότι μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα νέα δάνεια» σημειώνει η WSJ.
«Άλλωστε η αδυναμία πληρωμής μέρους του χρέους συνοδεύεται συνήθως από τη δέσμευση μη επανάληψης των ίδιων λαθών και από αλλαγή πολιτικής». Και όπως φαίνεται και από την έκθεση της Βασιλικής Εταιρείας, «οι 202 αναδιαρθρώσεις που έγιναν από το 1970 έως το 2007 σε 68 χώρες δείχνουν ότι όσο περισσότερο «κουρεύεται» ένα χρέος τόσο αυξάνεται το κόστος δανεισμού στη μετά την αναδιάρθρωση εποχή».
Έτσι οι αγορές «τιμωρούν» τις αναξιόπιστες οικονομίες μέσω της ανανέωσης της «εμπιστοσύνης» τους.