Σε μια συγκεντρωτική έκδοση με τον τίτλο Ιστορίες της Λίμνης, η οποία κυκλοφόρησε μόλις από τις Εκδόσεις Κέδρος, μάζεψε ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος τρία από τα προηγούμενα έργα του, το Παιχνίδι (1998), το Βαθύς και λυπημένος, όπως κι εσύ (1999) και το Απέραντα άδειο σπίτι (2009), τρία βιβλία που γράφτηκαν σε διαφορετικές φάσεις, με αρκετή χρονική απόσταση μεταξύ τους και διαφορές στην τεχνοτροπία και στο ύφος. Κοινός τους άξονας το επινοημένο θέρετρο της Λίμνης Αχαΐας, που αποτελεί τον τόπο δράσης και εμφανίζεται σε οκτώ από τα βιβλία του Ραπτόπουλου, αρχής γενομένης από τις Έμμονες ιδέες (1995). Ο ίδιος αισθάνεται από παλιά ότι τα τρία από τα οκτώ βιβλία αποτελούν μια τριλογία ή καλύτερα, όπως είπε στο «Βήμα», «ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ένα έργο εν προόδω που γραφόταν επί δεκαπέντε χρόνια. Και στα τρία υπάρχει η διαρκής μέριμνα να ζωντανέψει το μέρος, να εκτυλιχθεί μια σκοτεινή ιστορία, να χρησιμοποιηθούν σε μια ιστορία χαρακτήρες που είχαν εμφανιστεί σε προηγούμενες».

Τα κείμενα πλαισιώνει εισαγωγή, ένας λεπτομερής χάρτης της Λίμνης και σημειώσεις, «όπως σε μια μελέτη», λέει. Μοιάζει ο Ραπτόπουλος να τοποθετεί τα έργα του σε ένα πλαίσιο, να κλείνει τους λογαριασμούς του με το φανταστικό θέρετρο και να αδειάζει τα συρτάρια του για να αλλάξει σελίδα. Σταματούν εδώ οι ιστορίες της Λίμνης Αχαΐας; Δεν είναι βέβαιος, «Έχει ολοκληρωθεί ένα παλιό σχέδιο, δεν το κουβαλάω πλέον ως εκκρεμότητα», λέει, «αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει. Eνας λόγος για να μη συνεχίσω με νέες ιστορίες της Λίμνης Αχαΐας είναι επειδή η πολλή επανάληψη οδηγεί στην αυτοπαρωδία».

Τα κείμενα του βιβλίου είναι αλλόκοτες ιστορίες για τον έρωτα και το θάνατο, το αιώνιο δίπολο της λογοτεχνίας, σε ένα μέρος που «θα μπορούσε να βρίσκεται σχεδόν παντού, από την Ευρώπη ως την Αμερική. Και ταυτόχρονα πουθενά αλλού εκτός από την Ελλάδα». Η ανακάλυψη που έκανε όσο προχωρούσαν οι ιστορίες αυτές ήταν ότι «στη σύγχρονη εποχή το χωριό παγκοσμιοποιήθηκε, τα ήθη της μητρόπολης έφτασαν ως εκεί, οι άνθρωποι στο χωριό ζουν κι εκείνοι σε ένα αυτιστικό κουκούλι όπως εμείς στις πόλεις, είμαστε όλοι μοναχικοί λύκοι».

Οι δεκαπέντε Ιστορίες της Λίμνης, εξερευνούν «το απέραντα άδειο σπίτι του ατομικισμού». Eχουν αλλάξει τα δεδομένα στον ενάμιση χρόνο που μεσολάβησε από την έκδοση του ομώνυμου κειμένου; τον ρωτήσαμε. «Τίποτε δεν έχει ακριβώς αλλάξει», απαντά, «γι’ αυτό και μας έχει πιάσει ένα μούδιασμα, μια κατάθλιψη».

Αν κάποιοι αισιοδοξούν ότι η κρίση που περνάμε μπορεί να λειτουργήσει ως αφορμή να επαναπροσδιοριστούμε ως κοινωνία, ως ευκαιρία να αναπτυχθούν νέες συλλογικότητες, ο Ραπτόπουλος δεν έχει την ίδια άποψη: «Θα υπάρξουν βέβαια σπίθες κοινοτισμού ή αλληλεγγύης. Αλλά αυτή η ουσιαστική οδυνηρή πτωχοποίηση –και δεν το εννοώ με τη στενή οικονομική έννοια αλλά με την ευρύτερη κοινωνική και πνευματική– πιθανόν να οδηγήσει σε ακόμη πιο ακραίες ατομικιστικές εκφράσεις».


Το βιβλίο στην εποχή του Ίντερνετ
Για τον Ραπτόπουλο η εποχή μας είναι εποχή πληθωρισμού βιβλίων. «Τα βιβλία που κυκλοφορούν είναι τόσο πολλά και κυκλοφορεί πολλή σαβούρα ανάμεσά τους, που πλέον το βιβλίο δεν λειτουργεί ως εργαλείο γνώσης και αισθητικής. Καμιά φορά μπαίνεις στον πειρασμό να σκεφτείς ότι και να καίγονταν μερικά βιβλία καλό θα μας έκανε. Το κλίμα της εποχής του “Φαρενάιτ 451” απέχει πολύ από τη σημερινή εποχή. Hδη πολτοποιούνται καθημερινά τεράστιες ποσότητες βιβλίων χωρίς να διαδηλώνουμε ότι η γνώση απειλείται. Το βιβλίο έχει καταλήξει πλέον το ίδιο εφήμερο με την εφημερίδα. Από την άλλη βέβαια, με το Ιντερνετ, μπορεί ένα βιβλίο να έχει εξαφανιστεί αλλά να ζει στον κυβερνοχώρο». Είναι της άποψης ότι ο ψηφιακός κόσμος είναι ένας άλλος κόσμος, ο οποίος όμως δεν είναι ανταγωνιστικός προς τη λογοτεχνία. «Το Iντερνετ δεν απειλεί κανέναν», λέει. «Πάντοτε διάβαζαν λίγοι και το ίδιο συμβαίνει και τώρα, το διαπιστώνω στα σχολεία όπου με καλούν».

Δεν θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι το αναγνωστικό κοινό ειδικά στις νεότερες ηλικίες μειώνεται, όπως προέκυψε από την πρόσφατη Eρευνα Αναγνωσιμότητας του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Εκφράζει άλλωστε τους ενδοιασμούς του για την αξιοπιστία τέτοιων ερευνών γιατί αμφιβάλλει ότι οι ερωτηθέντες απαντούν με ειλικρίνεια: «Μπορείς να ρωτήσεις κάποιον πόσα βιβλία διαβάζει και περιμένεις ότι θα σου απαντήσει ειλικρινά; Είναι σαν να τον ρωτάς πόσο συχνά κάνει σεξ. Μπορείς να περιμένεις ότι δεν θα προσπαθήσει να δημιουργήσει εντυπώσεις στο πλαίσιο ενός κοινωνικού κομφορμισμού; Ή πάλι όταν ρωτάμε “Ποιος συγγραφέας σε επηρέασε;”… Οι περισσότεροι αναφέρουν τον πρώτο που τους έρχεται πρόχειρα στον νου, εκείνον του οποίου το βιβλίο διάβασαν την προηγούμενη μέρα. Αν θέλουν να δείξουν ένα πιο ποιοτικό προφίλ, αναφέρουν τον Καζαντζάκη. Όλοι τον ξέρουν, ακόμη και αν δεν τον έχουν διαβάσει. Αν έκανα αυτή την ερώτηση σε κάποιον ήρωα αφηγήματός μου κι εγώ τον Καζαντζάκη θα τον έβαζα να απαντά».