Συστάσεις προς τις τράπεζες για την εφαρμογή του δικού του μνημονίου με στόχο την έξοδο από την κρίση, διατύπωσε για μία ακόμη φορά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος, μιλώντας την Μ. Δευτέρα στην ετήσια τακτική γενική συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος.

Ο επικεφαλής της εγχώριας νομισματικής αρχής χαρακτήρισε επιβεβλημένη και αναπόφευκτη τη συνολική ανασύνταξη του τραπεζικού συστήματος μέσω της συνένωσης δυνάμεων, ενώ τάχθηκε υπέρ της προσαρμογής του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών.

Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, οι στόχοι τους πρέπει να αναθεωρηθούν, οι δραστηριότητές τους να αναδιαταχθούν και τα λειτουργικά έξοδα να συρρικνωθούν σε αξιοσημείωτο βαθμό, παράλληλα με τη χάραξη μία μεσοπρόθεσμης στρατηγικής για την κεφαλαιακή επάρκεια.

Μέσω των κινήσεων αυτών θα επιτευχθεί η σταδιακή απεξάρτηση από τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ, η οποία αποτελεί τους τελευταίους μήνες το μοναδικό «αιμοδότη» των ελληνικών τραπεζών, αποδεχόμενη τις εγγυήσεις του δημοσίου.

Βέβαια, ο κ. Προβόπουλος υπογράμμισε ότι χωρίς την παγίωση της εμπιστοσύνης των αγορών και της διεθνούς κοινότητας στις δημοσιονομικές και οικονομικές προοπτικές της χώρας, οι τράπεζες από μόνες τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες καλούνται να δραστηριοποιηθούν.

Οι εκτιμήσεις Προβόπουλου
– Κερδοφορία.

Στην έκθεση της ΤτΕ σημειώνεται ότι οι παράγοντες που επηρέασαν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2010 εκτιμάται ότι θα συνεχίζουν να το επηρεάζουν προς την ίδια κατεύθυνση τουλάχιστον για κάποιους μήνες του 2011.
Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις οι προοπτικές για την κερδοφορία, την ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων και τη ρευστότητα των τραπεζών και των ομίλων τους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα εξακολουθούν να περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα.

Η ΤτΕ σημειώνει ότι πίεση στα αποτελέσματα των τραπεζών θα ασκήσει το αντίξοο μακροοικονομικό περιβάλλον, που θα επηρεάσει αναπόφευκτα την αποδοτικότητά τους.
Συγκεκριμένα, αρνητική επίδραση στην κερδοφορία θα υπάρξει από τη μείωση των λειτουργικών εσόδων, και το σχηματισμό αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

– Ρευστότητα.

Αν και η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει αναγκαία τη διαμόρφωση του εδάφους για την εξεύρεση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης πέραν της ΕΚΤ, σημειώνει ότι στην παρούσα φάση κρίνεται αναγκαία η επέκταση των μέτρων στήριξης.

Μέσω αυτών θα διασφαλιστεί η κάλυψη των αναγκών ρευστότητας των τραπεζών χωρίς αυτές να προβούν σε απότομη απομόχλευση του ενεργητικού τους, γεγονός που θα συμβάλει ώστε να αποτραπεί η επιδείνωση της ύφεσης λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης της οικονομίας.

Όπως αναφέρει ο κ. Προβόπουλος στην έκθεσή του, το διάστημα Ιανουαρίου 2010 -Φεβρουάριου 2011 οι ελληνικές τράπεζες έπρεπε να βρουν χρηματοδότηση ύψους 74 δισ. ευρώ, λόγω της μείωσης των καταθέσεων κατά 40 δισ. ευρώ, της μη αποδοχής από την ΕΚΤ εγγυήσεων 26 δισ. ευρώ λόγω των υποβαθμίσεων της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης, αλλά και της αποπληρωμής υποχρεώσεων ύψους 8 δισ. ευρώ που έληγαν κατά το εξεταζόμενο διάστημα.

– Κεφαλαιακή επάρκεια.

Η ΤτΕ τονίζει ότι παρά την αύξηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας το 2010, στην παρούσα συγκυρία επιβάλλεται οι τράπεζες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στη διαμόρφωση της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής τους όσον αφορά το επιθυμητό επίπεδο της κεφαλαιακής τους βάσης και τον τρόπο χρήσης των κεφαλαίων τους, συνεκτιμώντας το αντίξοο μακροοικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα.

-Καθυστερήσεις.

Ο κ. Προβόπουλος εκτιμά ότι τα δάνεια σε καθυστέρηση θα συνεχίσουν να αυξάνονται και το 2011 και καλεί τις τράπεζες να προχωρήσουν σε περαιτέρω ενίσχυση του αποθέματος των προβλέψεών τους.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση διατυπώνεται η εκτίμηση ότι θα υπάρξει αύξηση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του λόγου των ‘‘καθαρών’’ καθυστερήσεων (διαφορά δανείων σε καθυστέρηση και συσσωρευμένων προβλέψεων) προς το σύνολο των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.

Σημειώνεται ότι στο τέλος του 2010 τα δάνεια σε καθυστέρηση ανήλθαν στο 10,4% επί του συνολικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών από 7,7% ένα χρόνο νωρίτερα.

Στη στεγαστική πίστη το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων έφτασε το 10% από 7,4% το 2009, στην καταναλωτική πίστη το 20,5% από 13,4% και στην επιχειρηματική πίστη το 8,7% από 6,7%.