του Γιώργου Βελιώτη

Η υγεία αποτελεί βασικό αγαθό για την ποιότητα ζωής και την κοινωνική ευημερία. Σε όλον τον κόσμο οι ανεπτυγμένες χώρες διαθέτουν μεγάλα ποσά προκειμένου να εξασφαλίσουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας για όλους τους πολίτες. Στην Ελλάδα, παρ΄ όλο που οι πολίτες έχουν δωρεάν πρόσβαση στις υπηρεσίες του δημόσιου συστήματος, πολύ συχνά απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα για την παροχή αυτών των υπηρεσιών. Χαρακτηριστικό στη χώρα μας είναι επίσης το γεγονός ότι στον ιδιωτικό τομέα οι υπηρεσίες υγείας είναι ιδιαίτερα ακριβές σε σύγκριση με άλλες χώρες. Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μερίδιο ιδιωτικής δαπάνης είναι «από την τσέπη» για υπηρεσίες που εκλαμβάνονται ως υψηλότερης ποιότητας και παρέχονται από τον ιδιωτικό τομέα είτε για υπηρεσίες που δεν καλύπτονται επαρκώς από τους δημόσιους φορείς. Σήμερα επισημαίνονται πολλά προβλήματα στην παροχή και στη χρηματοδότηση υπηρεσιών υγείας, ως αποτέλεσμα και της οικονομικής κατάστασης στον τόπο μας, που οδηγούν στην αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων. Ειδικότερα, κρίνεται απαραίτητη η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ώστε να δώσει λύση και να αφαιρέσει από τα νοσοκομεία περιστατικά που δεν απαιτούν νοσηλεία για την αντιμετώπισή τους. Για παράδειγμα, η διαχείριση χρόνιων ασθενειών, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης ή η υπέρταση, ενώ δεν απαιτούν νοσηλεία καταλήγουν στα νοσοκομεία λόγω ελλιπούς υποδομής και συντονισμού της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Προγράμματα διαχείρισης χρόνιων παθήσεων που υποστηρίζουν τους ασθενείς με χρόνια νοσήματα είναι ένα βασικό εργαλείο για την καταλληλότερη αντιμετώπιση της ασθένειας και την αποφυγή επιπλοκής της. Επιπλέον, το νομοθετικό πλαίσιο είναι περιοριστικό όσον αφορά την εγκατάσταση νέων νοσοκομείων και μονάδων πρωτοβάθμιας περίθαλψης και όλα αυτά οδηγούν, τελικά, σε ένα σχετικό ολιγοπώλιο που αποτρέπει την ανάπτυξη του ασφαλιστικού κλάδου, ο οποίος θα έδινε λύσεις στα προαναφερόμενα προβλήματα.

Ο ιδιωτικός ασφαλιστικός τομέας παγκοσμίως τείνει να συμπληρώνει τον δημόσιο τομέα, τόσο όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών υγείας όσο και τη χρηματοδότηση αυτών των υπηρεσιών. Ενας λόγος για τη σχετικά χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση στην Ελλάδα είναι η έλλειψη κινήτρων (π.χ. φοροαπαλλαγές). Είναι βέβαιο ότι ένας βιώσιμος και ανεπτυγμένος ιδιωτικός τομέας μπορεί να ελαφρύνει το βάρος του δημόσιου τομέα.

Προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου είναι ένα νομικό πλαίσιο φιλικό προς αυτή την κατεύθυνση. Οποιεσδήποτε τιμολογιακές και νομοθετικές παρεμβάσεις από το κράτος θα είναι αποτρεπτικές για την απαραίτητη ανάπτυξη. Εν όψει του «Solvency ΙΙ» οι ασφαλιστικές εταιρείες πρέπει να εξασφαλίσουν μεγάλη επάρκεια κεφαλαίων προκειμένου να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, πράγμα που απαιτεί τροποποιήσεις στον τρόπο λειτουργίας τους, συμπεριλαμβανομένης της στροφής προς τα ετησίως ανανεούμενα προϊόντα που δίνουν στον κλάδο μεγαλύτερη ευελιξία.

Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα είναι σε θέση να υποστηρίξει μια πιο ορθή κατανομή πόρων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα διότι κατέχει επαρκή υποδομή και εμπειρία για την αποτελεσματική διαχείριση της υγείας. Μπορεί επίσης να υποστηρίξει τον δημόσιο τομέα στην παροχή πρωτοβάθμιας περίθαλψης, στη διαχείριση χρόνιων ασθενειών και στον συντονισμό της περίθαλψης για την ορθή χρήση των πόρων. Εχοντας την εμπειρία της οργάνωσης και ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου συστήματος υγείας στην Ιnteramerican, όπου έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές και λειτουργίες, πιστεύω ότι ο ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε με τις απαραίτητες προϋποθέσεις να συνεργαστεί με φορείς του Δημοσίου, προκειμένου να βελτιστοποιηθούν και να συμπληρωθούν συνδυαστικά οι παροχές και υπηρεσίες και των δύο πλευρών.

Ο κ. Γιώργος Βελιώτης είναι πρόεδρος της Επιτροπής Υγείας της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος και γενικός διευθυντής Ζωής και Υγείας του ομίλου Ιnteramerican.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ