Πολυετή περίοδο χάριτος με πληρωμή μόνο των τόκων προβλέπει το σχέδιο που επεξεργάζονται οι Βρυξέλλες και η Φραγκφούρτη, σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, για την εξυπηρέτηση του χρέους σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές. Στις Βρυξέλλες απορρίπτουν το ενδεχόμενο ονομαστικής μείωσης («κούρεμα») των ελληνικών ομολόγων, καθώς κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα σε τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία. Επιπλέον, θα έπληττε την αξιοπιστία και το κύρος της ευρωζώνης. Αντιθέτως, προκρίνουν την επιμήκυνση της αποπληρωμής των ομολόγων, με τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών μας.
Η διευκόλυνση αυτή σημαίνει την καταβολή περισσότερων τόκων για την αποπληρωμή του χρέους. Ταυτόχρονα επιτρέπει τη μείωση του χρέους σε διαχειρίσιμα επίπεδα, δηλαδή κάτω από το 120% του ΑΕΠ (από 150%-160% του ΑΕΠ που είναι σήμερα) ώστε να επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες κοινοτικές πηγές, το επικρατέστερο σενάριο είναι να δοθεί στην Ελλάδα περίοδος χάριτος 8-10 ετών. Στο διάστημα αυτό το Δημόσιο θα πληρώνει μόνο τόκους. Το κεφάλαιο θα το καταβάλει στη λήξη της περιόδου.
Δηλαδή, ένα ομόλογο που λήγει εφέτος θα πληρωθεί για παράδειγμα ύστερα από 10 χρόνια, το 2021, τα ομόλογα του 2012 το 2022, κτλ. Ετσι, το Δημόσιο θα απαλλαγεί προσωρινά από την υποχρέωση να εξασφαλίζει κάθε χρόνο κεφάλαια ύψους 30-35 δισ. ευρώ για να πληρώνει τα ομόλογα που λήγουν.
Οσο διαρκεί η περίοδος χάριτος, η κυβερνητική προσπάθεια θα επικεντρωθεί στη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και στη δημιουργία πλεονασμάτων ώστε να μπορέσει η χώρα να επιστρέψει στις αγορές και να δανειστεί με καλύτερους όρους.
Η μείωση του χρέους προβλέπεται να σημειωθεί με τρεις τρόπους. Πρώτον, μέρος των κεφαλαίων που απομένουν από τη βοήθεια των 110 δισ. ευρώ και τα οποία ανέρχονται σε 57 δισ. ευρώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επαναγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά και τη διαγραφή χρέους. Με τις τιμές των ομολόγων να έχουν υποχωρήσει περί το 70% της ονομαστικής τους αξίας, το υπουργείο Οικονομικών μπορεί να επαναγοράσει τίτλους και να διαγράψει χρέος μεγαλύτερης αξίας. Δηλαδή, πληρώνοντας 35 δισ. ευρώ μπορεί να διαγράψει χρέος 50 δισ. ευρώ.
Η αγορά των ομολόγων θα μπορούσε να γίνει και από την ΕΚΤ, η οποία για να στηρίξει τα ελληνικά ομόλογα έχει αγοράσει τον τελευταίο χρόνο τίτλους συνολικής αξίας 50 δισ. ευρώ, καταβάλλοντας περί τα 38 δισ. ευρώ.
Δεύτερον, για τη μείωση του χρέους θα χρησιμοποιηθούν και τα έσοδα από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας ύψους 50 δισ. ευρώ. Τέλος, προς την ίδια κατεύθυνση θα χρησιμοποιηθούν και τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού που προβλέπονται από το 2015 και μετά.
Σύμφωνα με το σχέδιο, η επιμήκυνση του χρέους θα πρέπει να γίνει με τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών μας. Δηλαδή εθελοντικά. Οπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, το ζήτημα της αποδοχής του σχεδίου από τους πιστωτές είναι «καθαρά πολιτικό» . Από τη στιγμή που το ελληνικό χρέος βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά σε χέρια ευρωπαϊκών τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, ταμείων και επενδυτικών κεφαλαίων, η αποδοχή του σχεδίου από τους ηγέτες της ΕΕ θεωρείται ότι θα έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αφού η ΕΕ εγκρίνει την επιμήκυνση του χρέους, τότε η Ελλάδα θα καλέσει τους πιστωτές της σε διαπραγμάτευση. Η διαδικασία αναφέρεται ότι είναι παρόμοια με αυτή της σύγκλησης γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας. Καλούνται οι πιστωτές και μπορεί να χρειαστούν και περισσότερες από μία κλήσεις μέχρι να συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ποσοστό. Στη συγκέντρωση παρουσιάζεται το σχέδιο, γίνονται διαπραγματεύσεις και καταλήγουν σε συμφωνία.
Φυσικά ανοικτό παραμένει το ενδεχόμενο κάποιοι πιστωτές να μην αποδεχθούν τη ρύθμιση. Με δεδομένες όμως τις πολιτικές πιέσεις προς την κατεύθυνση της επίλυσης της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, εκτιμάται ότι θα υπάρχει ευρεία συναίνεση. Η ρύθμιση μπορεί να γίνει είτε με την προσθήκη νέων όρων στα υφιστάμενα ομόλογα είτε με την έκδοση νέων ομολόγων που θα αντικαταστήσουν τα παλαιότερα. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι νέοι τίτλοι θα συνεχίσουν να γίνονται αποδεκτοί από την ΕΚΤ ως ενέχυρο για την άντληση ρευστότητας από τις τράπεζες.
Είναι προφανές ότι η επιμήκυνση σε καμία περίπτωση δεν λύνει το πρόβλημα του χρέους. Διευκολύνει τη διαχείρισή του και μεταφέρει την αποπληρωμή των ομολόγων στο μέλλον, οπότε κάτω από καλύτερες συνθήκες η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στις αγορές. Από την άλλη, η εξυπηρέτηση του χρέους γίνεται ακριβότερη, καθώς συνολικά θα πληρωθούν περισσότεροι τόκοι.
Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους είναι το κλειδί σε οποιοδήποτε σχέδιο διαχείρισης του υπέρμετρου δανεισμού του Δημοσίου ύψους 350 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 150% του ΑΕΠ και αναμένεται να αυξηθεί στο 160% του ΑΕΠ το 2012 ως αποτέλεσμα της ανόδου του χρέους και της περαιτέρω υποχώρησης του ΑΕΠ. Για να είναι βιώσιμο το χρέος, δηλαδή να μπορεί το Δημόσιο να πληρώνει τους τόκους και τα ομόλογα που λήγουν, εκτιμάται ότι θα πρέπει να υποχωρήσει σε επίπεδα χαμηλότερα του 120%.
Στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ για την εκτέλεση του μνημονίου αναφέρονται τρία σενάρια για την ελληνική οικονομία και για το πότε αυτή θα μπορούσε να μειώσει το χρέος της στο 100% του ΑΕΠ.
Το θετικό σενάριο προβλέπει ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,5% τον χρόνο, σταθερό πρωτογενές πλεόνασμα 5,5% από το 2014 και μετά και επιπλέον είσπραξη 50 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων την περίοδο 2011- 2015.
Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα υποχωρήσει στο 100% του ΑΕΠ το 2021, αν το ύψος του μέσου επιτοκίου επιβάρυνσης είναι 4,5% και το 2027 αν το μέσο επιτόκιο επιβάρυνσης είναι 5,5%. Το ενδιάμεσο σενάριο κάνει λόγο για ετήσια ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ 3,5% τον χρόνο, για σταθερό πρωτογενές πλεόνασμα στο 5,5% από το 2014 και μετά και για κανένα έσοδο από ιδιωτικοποιήσεις. Αν συμβούν όλα αυτά και το επιτόκιο διαμορφωθεί στο 5,5%, τότε το 2024 ο δείκτης του δημοσίου χρέους προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 130% του ΑΕΠ. Αν το επιτόκιο μείνει στο 4,5%, το χρέος διαμορφώνεται στο 110% του ΑΕΠ.
Το χειρότερο σενάριο αναφέρεται σε ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ 2%, σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,2% του ΑΕΠ από το 2013 και σε κανένα έσοδο από ιδιωτικοποιήσεις. Σε αυτή την περίπτωση, με επιτόκιο στο 5,5% το δημόσιο χρέος διαμορφώνεται στο 170% του ΑΕΠ το 2020 και υποχωρεί στο 155% με επιτόκιο 4,5%.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ