Παρακολουθώντας τη στάση των κομμάτων απέναντι στην κρίση, από το φθινόπωρο του 2009 έως τώρα, αντιλαμβάνεται ο καθείς ότι υπάρχει έλλειμμα κατανόησης και ίσως αντίληψης της συνθετότητας του ελληνικού οικονομικού προβλήματος.

Η Νέα Δημοκρατία του κ. Καραμανλή προτίμησε τη φυγή από την εξουσία, προειδοποιώντας ελαφρώς τους πολίτες για τα μελλούμενα. Σίγουρα όμως απέφυγε να αναλάβει την απαιτούμενη δράση.

Η χώρα πήγε τον Οκτώβριο του 2009 σε εκλογές με την απειλή αιωρούμενη, αλλά μη συνειδητοποιημένη. Το ΠαΣοΚ του κ. Παπανδρέου πήγε στις κάλπες με περιγραφή της κρίσης, αλλά με φιλολαική ρητορεία και με μια λύση που πολύ απείχε από την ένταση και το βάθος του προβλήματος.

Ανεδείχθη η αντίφαση περιγραφής και ρητορείας στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Παπανδρέου και κακά τα ψέματα ήταν αυτή που διόγκωσε το πρόβλημα με τις αγορές. Εκείνο το απίθανο »λεφτά υπάρχουν» της προεκλογικής περιόδου, αλλά και των πρώτων μετεκλογικών μηνών, επέβαλε αναστολές και αδράνεια στην αντιμετώπιση του προβλήματος, δίνοντας χώρο και ευκαιρία στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης να »χτίζουν» επιχειρήματα για τις συνεχείς υποβαθμίσεις και έδαφος προκειμένου να καλλιεργούν την ιδέα μιας ενδεχόμενης ελληνικής χρεοκοπίας.

Χρειάσθηκαν κάμποσοι μήνες για να συμφιλιωθεί η κυβέρνηση Παπανδρέου με το πρόβλημα και να αρχίσει να συζητά ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπισης της υπερχρέωσης.

Αλλά και πάλι δεν τηρήθηκε σταθερή γραμμή, τα μπρος – πίσω ήταν συνεχή και οι περισσότεροι έμειναν με την εντύπωση μιας ατελούς και μη αποτελεσματικής προσπάθειας. Και σήμερα ένα χρόνο από την συνομολόγηση του μνημονίου βρισκόμαστε πάλι σε σημείο μηδέν και καλούμαστε να λάβουμε καθοριστικές αποφάσεις, τις οποίες η κυβέρνηση Παπανδρέου θέλοντας και μη δείχνει διατεθειμένη να λάβει και να εφαρμόσει.

Με τη διαφορά ότι τις πήρε καιρό να κατανοήσει την ένταση του προβλήματος, να χάσει πολύτιμο χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο. Τώρα δυστυχώς δεν υπάρχει η ανοχή του 2009 και του 2010 και αντιθέτως έχουν ενδυναμωθεί οι γραμμές αμφισβήτησης και κοινωνικής δυσαρέσκειας, με ότι αυτό συνεπάγεται για την εφαρμογή των νέων μέτρων.

Αλλά αν δεχθούμε ότι το ΠαΣοΚ χρειάσθηκε κάμποσους μήνες για να ξεπεράσει το έλλειμμα κατανόησης, αυτό παραμένει μεγάλο και ίσως βαίνει αυξανόμενο στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.

Ο διάδοχος του Κώστα Καραμανλή στη Νέα Δημοκρατία κ. Αντώνης Σαμαράς δείχνει να κινείται εκτός κλίματος, να μην παρακολουθεί την εξέλιξη του προβλήματος, αρνούμενος κι αυτή ακόμη την αστική – φιλελεύθερη ιστορία του κόμματός του.

Η Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά συμπεριφέρεται σαν κόμμα της Αριστεράς και μοιάζει σχεδόν έτοιμη να θυσιάσει και την ευρωπαική θέση της χώρας. Η όλη στάση της φανερώνει κρίση ταυτότητας και ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα πλήθη δεν ακολουθούν, δεν προσθέτουν, παρά μόνο αφαιρούν από την εκλογική επιρροή της.

Από εκεί και πέρα η σύγχυση και το έλλειμμα κατανόησης ξεπερνά κάθε όριο.
Τα κόμματα της Αριστεράς λένε τούτον τον καιρό διάφορα, κινούνται και δρουν κατά τρόπο απολύτως αρνητικό, ωσάν να μην αντιλαμβάνονται τις συνέπειες και το βάρος μιας ενδεχόμενης οικονομικής κατάρρευσης και πτώχευσης.

Παραλογίζονται, νομίζοντας ότι θα διαχειρισθούν ζητήματα επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής, όταν τα κλονισμένα και ταλαιπωρημένα από την κρίση πλήθη θα συντηρητικοποιούνται και θα αναζητούν ασφάλεια και σωτηρία στην οικογένεια, στη θρησκεία και σε όποιον υπόσχεται σιδηρά πειθαρχία, κάθαρση και ότι άλλο ηθικοπλαστικό.

Ουσιαστικά τα κόμματα της μεταπολίτευσης δεν θέλουν και δεν μπορούν να αλλάξουν.
Είναι τόσο δεσμευμένα από το μοντέλο και τα πρόσωπα της προηγούμενης 35ετίας, που δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν την εποχή και το πρόβλημα.

Και το χειρότερο είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης απόλυτης κατάρρευσης. Δεν πιστεύουν ότι όλο το οικοδόμημα μπορεί να πέσει ένα πρωί. Αυταπατώνται λοιπόν όσοι νομίζουν ότι μπορεί να συντηρηθεί το υπάρχον πολιτικό σύστημα χωρίς αλλαγές και θυσίες, πολιτικές και προσωπικές. Το ζήτημα είναι τι άλλο πρέπει να συμβεί για το κατανοήσουν.