Το δημοσίευμα των Peter Müller, Christian Reiermann και Christoph Schult έχει ως εξής:
Ο Σόιμπλε έπρεπε να συμμετέχει σε μια διάσκεψη από τηλεφώνου. Στη γραμμή ανάμεναν ομόλογοι από σημαντικές χώρες της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων η Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ καθώς και ο ευρωπαίος επίτροπος για τα δημοσιονομικά Ολι Ρεν και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ζαν-Κλοντ Τρισέ.
Ο λόγος της ενόχλησης ήταν μια κρίση, για την οποία ο Σόιμπλε ήδη όλο και συχνότερα έχανε τα Σαββατοκύριακα του: Επρόκειτο – για άλλη μια φορά – για την κατάσταση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης και για το ζήτημα του πώς μπορούν να βοηθηθούν τα πληττόμενα κράτη.
Η κατάσταση μετά από ένα χρόνο γεμάτο από ανισορροπίες, ανάγκη χρημάτων και προσέγγιση με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας θεωρείται όλα τα άλλα εκτός από καθησυχαστική, το αντίθετο. Τις προηγούμενες βδομάδες η κρίση στην Ευρωζώνη κορυφώθηκε ακόμη περισσότερο.
Μετά από μακρά αντίσταση και η πληττόμενη Πορτογαλία επείγεται πλέον να προσφύγει κάτω από την ευρωπαϊκή ασπίδα διάσωσης. Την Τετάρτη της προηγούμενης βδομάδας ο πρωθυπουργός Ζοζέ Σόκρατες γνωστοποίησε σε τηλεοπτικό του διάγγελμα τη συνθηκολόγηση της υπηρεσιακής του κυβέρνησης με τις χρηματαγορές.
Προηγουμένως τα επιτόκια για τα κρατικά ομόλογα τα χώρας είχαν ανέλθει σε σχεδόν 10%. Ένα νέο ρεκόρ.
Οι διασώστες του ευρώ στις Βρυξέλλες και στις πρωτεύουσες βρίσκονται μπροστά σε μια πενιχρή ισορροπία. Μέχρι τώρα σχεδόν καθεμιά από τις προσδοκίες τους διαψευδόταν. Και τα πράγματα γίνονταν όλο και χειρότερα.
Κατ’ αρχήν λέγεται ότι η ευρωπαϊκή ασπίδα διάσωσης EFSF διαμορφώθηκε σε τέτοια αφθονία, που εκφόβισε τις αγορές, στο ότι καμία χώρα στην πραγματικότητα δεν θα την χρησιμοποιούσε. Τώρα με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία δύο έχουν καταφύγει για βοήθεια και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό είναι ήδη το τέλος.
Ακόμη πιο απειλητική ωστόσο εξελίσσεται η κατάσταση στην Ελλάδα, για την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συγκρότησαν τον προηγούμενο χρόνο ένα πακέτο διάσωσης για να αποτρέψουν τη χρεοκοπία της χώρας. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε στο μεσοδιάστημα.
Μετά από ένα χρόνο εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων η πορεία για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα βρίσκεται σε χαμηλότερο σημείο από την αρχή της επιχείρησης για βοήθεια, αντιθέτως τα επιτόκια έφτασαν στο ύψος – ρεκόρ του 16%. Η κυβέρνηση της χώρας θεωρείται το ίδιο αφερέγγυα όπως και πριν από δώδεκα μήνες.
Η εξέλιξη αποτελεί μια ψήφο μομφής των επενδυτών έναντι των μέτρων διάσωσης των Ευρωπαίων. Οι δρώντες στις χρηματαγορές απλώς δεν πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί ξανά από μόνη της να χρηματοδοτήσει το χρέος της. Απειλείται να συμβεί αυτό που οι Ευρωπαίοι ήδη από τον προηγούμενο χρόνο ήθελαν να αποφύγουν: μια αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας.
Στο μεσοδιάστημα ωριμάζει σε πείσμα όλων των διαψεύσεων όχι μόνο στο ΔΝΤ το ότι δεν μπορεί να αποφευχθεί ένα «κούρεμα» χρέους. (τ.14/2011). Ακόμη και στον κύκλο των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης αυξάνεται η συμπάθεια για μια δραστική λύση, κατά την οποία οι πιστωτές θα παραιτηθούν από μέρος των διεκδικήσεών τους.
Ο επίτροπος για τα δημοσιονομικά Όλι Ρεν εξήγησε την προηγούμενη βδομάδα σε συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι δεν επιτρέπεται να μιλάει κανείς δημοσίως για μια αναδιάρθρωση της Ελλάδας και ότι θα έπρεπε κανείς να το κάνει έγκαιρα. Σε περίπτωση που προκύψει κάτι τέτοιο, δεν θα επρόκειτο για τίποτα λιγότερο από μια παραδοχή ότι τουλάχιστον γ βραχυπρόθεσμη πολιτική διαχείρισης της κρίσης στην Ευρωζώνη απέτυχε.
Ακόμη και κατά την τηλεφωνική διάσκεψη επανήλθε το θέμα. Ο Σόιμπλε και ορισμένοι ομόλογοί του φάνηκαν ανήσυχοι για τις εξελίξεις στην Ελληνική Δημοκρατία και εξέφρασαν επιφυλάξεις για το αν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα είχαν τελικά επιτυχία.
Η αμφιβολία είναι δικαιολογημένη. Η πρόσφατη ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ στο ερώτημα αν η Ελλάδα μελλοντικά μπορεί να αναλάβει μόνη της τα χρέη της, οδηγεί σε ένα ανησυχητικό αποτέλεσμα. Η οικονομία της χώρας συρρικνώθηκε κατά τι περισσότερο απ’ ό,τι φοβόνταν. Υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι οι σκληροί όροι, τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει κατ’ εντολή όσων την βοηθούν. Ως αποτέλεσμα αυξήθηκε το έλλειμμα στο δημόσιο ταμείο αντί να προφυλαχθεί.
Το πρόγραμμα εξυγίανσης βρίσκεται σε αποφασιστική φάση, αναφέρεται στην πραγματογνωμοσύνη. Προκειμένου η Ελλάδα στο μέλλον να μπορεί μόνη της να επωμιστεί το βάρος του χρέους της, πρέπει να επιταχυνθεί η οικονομική ανάπτυξη και να αυξηθούν τα περιβόητα αβέβαια κρατικά έσοδα. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν αυτή τη στιγμή ελλείψεις. Αν, ενόψει αυτής της κατάστασης, είναι λογικό να πραγματοποιηθεί μια αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας, ορισμένοι Υπουργοί Οικονομικών προέβαλαν άτολμοι. Ηξεραν ήδη, τι τους απειλούσε ξανά – και δεν απογοητεύτηκαν.
«Δεν είμαι έτοιμος να το συζητήσω», φώναζε ο πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ στο ακροατήριο. Σε περίπτωση που η Ελλάδα ανταποκρινόταν στους πιστωτές της με μια μείωση του χρέους, μια κρίση εμπιστοσύνης θα απειλούσε ολόκληρη τη νομισματική ένωση.
Ενα τέτοιο βήμα, προέτρεψε επιπλέον ο Τρισέ, θα μπορούσε να θέσει εκτός τροχιάς τράπεζες, οι οποίες έχουν στην κατοχή τους πολλά ελληνικά ομόλογα. Οι ανησυχίες του όμως δεν εμπόδισαν το πρόεδρο της ΕΚΤ την Πέμπτη να αυξήσει τα επιτόκια στην Ευρωζώνη και έτσι να οξύνει ακόμη τις δημοσιονομικές ανάγκες των χωρών που βρίσκονται σε κρίση.
Επίσης ως εκ τούτου ο Υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε θεωρεί ως υπερβολική και ελάχιστα αξιόπιστη την άποψη των κεντρικών τραπεζιτών απέναντι στις αγορές. Από αυτό προκύπτει ότι ο Τρισέ προωθεί ένα επιπλέον κίνητρο, το οποίο βέβαια αποσιωπά: Η ΕΚΤ, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξής της προς την Ελλάδα, αγόρασε ελληνικά κρατικά ομόλογα για μερικά δισ. ευρώ. Αποτελεί επομένως και η ίδια πιστωτή και θα μπορούσε να πληγεί από την παραίτηση των απαιτήσεών της. Οι ληξιπρόθεσμες αποσβέσεις θα μείωναν αισθητά τα κέρδη της κεντρικής τράπεζας. Το γεγονός αυτό ο Τρισέ θέλει στον τελευταίο χρόνο της θητείας του να το αποφύγει με κάθε τρόπο.
Ο Σόιμπλε και οι ομόλογοί του είναι ακόμη περισσότερο θυμωμένοι με τους Γάλλους. Οποιος αρνείται τόσο καταφανώς την αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας, πρέπει να εξηγήσει ως το ελληνικό κράτος ήδη από την αρχή του επόμενου χρόνου, όπως προβλέπει το πρόγραμμα εξυγίανσης, θα μπορέσει να έχει το ίδιο πρόσβαση στις αγορές. Αλλά αυτό βέβαια είναι ουτοπικό, επιχειρηματολογούν οι υπουργοί Οικονομικών.
Ως εναλλακτική στην ελεγχόμενη χρεοκοπία τίθεται το ζήτημα για επιπρόσθετη χρηματική βοήθεια. Αλλά ο Σόιμπλε κατέστησε σαφές στον Τρισέ ότι η τάση του να εγγυηθεί στους Έλληνες μια επιπλέον δόση δανείου, τείνει προς το μηδέν. Ο Γερμανός δικαιολόγησε την άρνησή του ότι αυτό δεν θα περνούσε ως απόφαση από το γερμανικό κοινοβούλιο.
Ιδιαίτερα ισχυρή εκφράστηκε η αντίσταση κατά των πρόσθετων δανείων προς την Ελλάδα από τους Φιλελεύθερους συγκυβερνώντες στον Συνασπισμό. «Δεν πρέπει να είναι προς το συμφέρον του γερμανού φορολογούμενου το γεγονός ότι η Ελλάδα θα λάβει εκ νέου χρήματα από τους ευρωπαίους εταίρους», δήλωσε ο Φόλκερ Βίσινγκ (FDP) και πρόεδρος της Επιτροπής Δημοσιονομικών στο Κοινοβούλιο.
«Αν ακολουθεί κανείς την εσφαλμένη λογική ότι θα πρέπει να βοηθάει πάντοτε, τότε θα πρέπει να αποταμιεύει συνεχώς», δήλωσε ο ειδικός για τα δημοσιονομικά του FDP Φρανκ Σέφλερ. «Η κοινότητα γίνεται τόσο εκβιαστική – όχι μόνο από τις τράπεζες, αλλά και από τις χώρες τις οποίες βοηθά».
Η αντιπολίτευση είναι εξίσου ανήσυχη. «Ενόψει των οικονομικών δεδομένων πλαισίου η Ελλάδα δεν θα είναι βιώσιμη μεσοπρόθεσμα χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους», υπογράμμισε ο επικεφαλής επί των δημοσιονομικών του SPD Κάρστεν Σνάιντερ. Επιπλέον, δεν είναι πλέον λογικό «τα κράτη με τα χρήματα των φορολογουμένων να ελαφρύνουν από τα βάρη τις τράπεζες και άλλους ιδιώτες πιστωτές από τα δημόσια δάνεια προς την Ελλάδα».
Σε άλλα κράτη – δανειοδότες η ετοιμότητα για βοήθεια είναι ελάχιστα μεγαλύτερη, και σε αυτό ο Σόιμπλε και οι ομόλογοί του είναι σχεδόν σύμφωνοι για τα περαιτέρω βήματα: Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί βέβαια να πιεστεί προς την κατεύθυνση μιας αναδιάρθρωσης χρέους, αλλά και κανείς δεν μπορεί να την εμποδίσει να διεξάγει συνομιλίες με τους πιστωτές της σε οικειοθελή βάση.
Ακόμη και όταν οι υπουργοί Οικονομικών με το βλέμμα προς την Ελλάδα δεν ήθελαν να ασκήσουν κανένα εξαναγκασμό, στην περίπτωση της Πορτογαλίας θεώρησαν ως εκπρόθεσμη μια μικρή άσκηση πίεσης. Ομόφωνα αρνήθηκαν την επιθυμία των Πορτογάλων να λάβουν ένα δάνειο χωρίς όρους, με το οποίο η χώρα να μπορούσε να ξεπεράσει το χρόνο μέχρι τις εκλογές του Ιουνίου. Οι υπουργοί Οικονομικών θεώρησαν ότι οι Πορτογάλοι έπρεπε επιτέλους να ακολουθήσουν τα προβλεπόμενα μέσα, επομένως να ζητήσουν βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ευρωπαϊκή ασπίδα διάσωσης. Αυτή δίνεται μόνο έναντι όρων, τους οποίους η υπηρεσιακή κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ζοζέ Σόκρατες ήθελε να αποφύγει. Προκειμένου να επανέλθουν στη πορεία τους οι πεισματάρηδες Πορτογάλοι, η ολομέλεια αποφάσισε να στείλει τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο στην πατρίδα του για περιοδεία, πράγμα που εκείνος επίσης έκανε δύσθυμα. Ο Μπαρόζο μίλησε με εκπροσώπους της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης.
Την Τρίτη της προηγούμενης βδομάδας οι πρόεδροι των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας ανακοίνωσαν στον πορτογάλο Υπουργό Οικονομικών ότι δεν μπορούσαν πλέον να χρηματοδοτήσουν τη χώρα. Πρόσφατα κατείχαν χρεόγραφα αξίας 14 δις ευρώ. Το ρίσκο θα γινόταν πολύ μεγάλο, πρόσθεσαν οι πρόεδροι των τραπεζών στην κυβέρνηση. Την Τετάρτη ο Μπαρόζο μπόρεσε να ανακοινώσει ότι οι περήφανοι Πορτογάλοι λύγισαν.
Δύο μέρες αργότερα το αίτημα από τη Λισσαβόνα διαβιβάστηκε στις Βρυξέλλες. Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ, οι οποίοι το ίδιο διάστημα συνεδρίαζαν κοντά στη Βουδαπέστη, ανέθεσαν στους ειδικούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εξετάσουν γρήγορα το αίτημα βοήθειας.
Το πόσα χρήματα θα λάβουν οι Πορτογάλοι αποφασίστηκε την Παρασκευή στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών στην Ουγγαρία: 80 δισ. ευρώ. Το ποιους όρους θα πρέπει να εκπληρώσουν ως αντάλλαγμα δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Μέχρι τότε οι Πορτογάλοι δεν επιτρέπουν κανέναν εκπρόσωπο του ΔΝΤ στη χώρα. Στις επόμενες μέρες αναμένεται πλέον μια διερευνητική στρατιά από το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ, η οποία στην ορολογία του αντικειμένου ονομάζεται «αποστολή», να βρεθεί στη Λισαβόνα, προκειμένου να καταπιαστεί με τη μείωση του δημόσιου ταμείου. Μέχρι τα μέσα Μαΐου αναμένεται να έχει καταρτιστεί το πρόγραμμα εξυγίανσης, επειδή τότε μπορούν να εισρέουν χρήματα.
Ενόσω οι υπουργοί Οικονομικών χαίρονταν για την απόφαση, άλλους απασχολούσε η ανησυχία ότι οι προγραμματισμένες για τις αρχές Ιουνίου νέες εκλογές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες διαπραγματεύσεις του πακέτου διάσωσης. Το ίδιο συνέβη και στην Ιρλανδία, η νέα συντηρητική κυβέρνηση της Ιρλανδίας θέλει να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τους όρους λιτότητας.
Αλλά ακόμη μεγαλύτερες ανησυχίες έχουν οι Ευρωπαίοι για το γεγονός ότι ίσως η Πορτογαλία δεν θα αποτελέσει την τελευταία προς χρεοκοπία χώρα. Ως υποψήφιες χώρες θεωρούνται το Βέλγιο και η Ισπανία.
Μάλιστα η ισπανίδα υπουργός Οικονομικών Ελενα Σαλγάδο τόνισε ότι τα ασφάλιστρα κινδύνου που το ισπανικό κράτος πρέπει να πληρώσει για τα ομόλογά του, έχουν μειωθεί κατά 30% από την αρχή του χρόνου. Και ακόμη την Τετάρτη, όταν η Πορτογαλία ανακοίνωνε την αποτυχία της, μειώθηκαν τα επιτόκια για τα κρατικά ομόλογα της Ολλανδίας.
Παρόλα αυτά η Ισπανία θεωρείται ότι παραμένει σε κίνδυνο και αυτό δεν υφίσταται μόνο λόγω βιωματικά ενισχυόμενης απαισιοδοξίας. Μέχρι τώρα στην κρίση της Ευρωζώνης όλοι οι φόβοι έχουν αποδειχθεί ως δικαιολογημένοι.
Σε περίπτωση που το Βέλγιο και η Ισπανία καταλήξουν στην πραγματικότητα σε ανισορροπία, θα προκύψουν ξανά νέες προκλήσεις για τις χώρες της Ευρωζώνης. Το αργότερο τότε θα έπρεπε οι Υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ να ασχοληθούν με τη αύξηση της ασπίδας διάσωσης. Το πρόβλημα αυτό το έχουν μέχρι τώρα αναβάλει.
Η δανειακή βοήθεια προς την πληττόμενη χώρα του ευρώ Πορτογαλία εξελίσσεται σε υπόθεση για το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Με το μέσο της προσωρινής διαταγής ο οικονομολόγος από το Βερολίνο Μάρκους Κέρμπερ θα επιδιώξει την απαγόρευση από τους συνταγματικούς δικαστές προς την κυβέρνηση στο να συμφωνήσει η τελευταία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βοήθεια προς την Πορτογαλία.
Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν καταλήξει σε απόφαση, τότε υφίσταται κίνδυνος «ότι μετά τη χρήση του ‘μηχανισμού σταθεροποίησης του ευρώ’ από την Δημοκρατία της Ιρλανδίας και το αίτημα της Πορτογαλικής Δημοκρατίας μετά από λίγο θα πρέπει να υπολογίζει κανείς σε ανάλογα αιτήματα από την πλευρά της ισπανικής, της βελγικής ή ακόμη και την ιταλικής κυβέρνησης», αναφέρεται στο δικόγραφο των 37 σελίδων του Κέρμπερ.
Πέρυσι, ο Κέρμπερ μαζί με περίπου 50 υποστηρικτές υπέβαλε συνταγματική αγωγή κατά της ασπίδας διάσωσης του ευρώ. Φοβάται ότι η δίκη στην Καρλσρούη θα γίνει περιττή, αν η μία χώρα μετά την άλλη προσφεύγουν κάτω από την ασπίδα διάσωσης. «Για ποιο λόγο να αποφασίσει το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, εφόσον ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων θα έχει ήδη ξοδευτεί;», πρόσθεσε ο Κέρμπερ.