Αν ρωτήσετε έναν έλληνα τραπεζίτη πώς είναι η ημέρα του σε τούτο τον καιρό της κρίσης, θα σας πει ειλικρινώς ότι εδώ και δεκαπέντε μήνες διαχειρίζεται καθημερινά τη μιζέρια, ότι από το πρωί ως το βράδυ παλεύει με τις υποβαθμίσεις, ότι προσπαθεί να ελέγξει τη διαρροή καταθέσεων και ότι δέχεται φορτικά αιτήματα επιχειρηματιών για ρυθμίσεις χρεών και παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων.

Και ακόμη ότι εδώ και μεγάλο διάστημα δεν βιώνει καμία χαρά δημιουργίας, αλλά αντιθέτως αισθάνεται ότι διατρέχει τις πιο καταθλιπτικές ημέρες της ζωής του.

Σε αντιδιαστολή, θα εκθειάσει τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, όταν σχεδόν κάθε ημέρα άνοιγε και ένα κατάστημα, συζητούσε για χρηματοδοτήσεις και επενδύσεις, έκλεινε δουλειές στο εξωτερικό, ταξίδευε διαρκώς σε καινούργιες χώρες, χτίζοντας τραπεζικές μονάδες και επιχειρηματικές βάσεις.
Τώρα, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν, ο ίδιος θα σας πει ότι ταξιδεύει στο Λονδίνο ταπεινωμένος, ότι νιώθει περίγελως της Ευρώπης.

Εξω, είναι υποχρεωμένος να ακούει συνεχώς ειρωνικά σχόλια, υποδείξεις και συμβουλές, οι οποίες επαναλαμβάνονται από τον πρώτο ως τον τελευταίο ξένο που τον επισκέπτεται στην Αθήνα.
Και εξοργισμένος θα συμπληρώσει ότι δεν φανταζόταν, έπειτα από τόσα χρόνια κοπιαστικής δουλειάς, πως θα βρεθεί σχεδόν στο τέλος της επαγγελματικής καριέρας του να βασανίζεται από τα λάθη και τις επιλογές άλλων. Θα επιμένει και θα φωνάζει ότι οι ελληνικές τράπεζες ούτε έπαιξαν με τα δομημένα και τα μοντέρνα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ότι όταν άλλοι «τρομπάριζαν» φούσκες αυτός και αρκετοί από τους συναδέλφους του ανελάμβαναν ρίσκο και επένδυαν από τη Βαρσοβία ως το Κάιρο.

Με την ίδια έντονη διάθεση θα υποστηρίξει ότι οι ελληνικές τράπεζες πληρώνουν σήμερα τα λάθη της πολιτικής και των κομμάτων και σχεδόν θα φωνάξει ότι παρ΄ όλα αυτά δεν υπάρχει ούτε ένας της πολιτικής να παραιτηθεί, να αναλάβει το βάρος της ευθύνης και να αυτοτιμωρηθεί αποχωρώντας.
Και ακολούθως θα σας μεταφέρει την οργή του επειδή, αυτή την ώρα που χρειάζεται εθνική συνεννόηση και συναίνεση, οι περισσότεροι της πολιτικής ασκούνται στη μικροπολιτική και ότι μωροφιλοδοξούν να γίνουν αρχηγοί και πρωθυπουργοί, αντί να διακατέχονται από αισθήματα προσφοράς και συμμετοχής στην προσπάθεια διάσωσης της χώρας.

Το ίδιο θυμωμένος θα σας πει ότι οι πιο πολλοί συνεχίζουν να συμπεριφέρονται χωρίς συνείδηση των λαθών τους, δεν λένε την αλήθεια, συνομιλούν προστατευμένοι με τους «κολλητούς» και τους φίλους τους και, κλεισμένοι όπως είναι, δεν έχουν ούτε όραμα να περιγράψουν ούτε τα κότσια να ζητήσουν από τους πολίτες θυσίες και συνεισφορά να απαιτήσουν από τους πλούσιους.

Ούτε έναν κρατικό οργανισμό δεν μπορούν να περιορίσουν, συντηρούν την κρατική τηλεόραση ως τοτέμ του σκοτεινού μακρινού παρελθόντος, τον «9,84» ως σκιάχτρο του Δήμου της Αθήνας και ένα σωρό άλλα άχρηστα και δαπανηρά σχήματα που δεν έχουν θέση σε τούτη την εποχή της κρίσης.
Δεν γνωρίζω αν οι τραπεζίτες είναι τα καταλληλότερα πρόσωπα για να περιγράψουν την κρίση και τις απαιτήσεις της νέας εποχής.

Φέρουν και αυτοί ευθύνη για όσα μας συμβαίνουν, για όλο αυτό το σχήμα επίπλαστης ευημερίας που υπηρέτησαν τα προηγούμενα χρόνια.

Ωστόσο η διάγνωση είναι σαφής, το επιχείρημα ισχυρό και το μήνυμα δυναμικό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ