Η αναμενόμενη αύξηση του κόστους χρήματος διεθνώς, η οποία σηματοδοτείται στην ουσία από την αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δημιουργεί νέα δεδομένα για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις αλλά και για τα υπερχρεωμένα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Ηδη τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ακολούθησαν τους τελευταίους μήνες αυστηρότερη πιστωτική πολιτική εν όψει των επικείμενων αλλαγών στο επιτοκιακό περιβάλλον, κάτι που αποτυπώθηκε κατ΄ αρχήν στη μεγάλη άνοδο των επιχειρηματικών δανείων.

Οι οικονομολόγοι είναι εξάλλου πεπεισμένοι ότι η ΕΚΤ ύστερα από μια άνοδο των επιτοκίων κατά 0,25% τον Απρίλιο και αφού εξετάσει τη σταθερότητα της οικονομικής ανάκαμψης την άνοιξη και το καλοκαίρι, θα προχωρήσει σε δύο νέες ισόποσες αυξήσεις κατά 0,25% τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, οδηγώντας τα επιτόκια του ευρώ στο 1,75% στο τέλος του έτους.

Πάνω από 200 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση διαμορφώνεται το κόστος που θα προκύψει από την αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά 0,25%, μετά την παραμονή του στο ιστορικό χαμηλό του 1% από τον Μάιο του 2009. Από τον ερχόμενο μήνα όσοι αποπληρώνουν δάνεια, συνδεδεμένα είτε με το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ ή με τους διατραπεζικούς δείκτες euribor, θα δουν τις δόσεις να αυξάνονται σε αξιοσημείωτο βαθμό για πρώτη φορά έπειτα από πολλούς μήνες. Οι σημαντικότερες επιβαρύνσεις θα προκύψουν στα στεγαστικά δάνεια, όπου η πλειονότητά τους, περί το 70%, εξοφλείται με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ ακριβότερη θα καταστεί και η εξόφληση των υπολοίπων που υπάρχουν στην καταναλωτική πίστη μέσω των πιστωτικών καρτών, των ανοιχτών δανείων και της υπερανάληψης τρεχούμενων λογαριασμών. Αντιθέτως, τα τοκοχρεολυτικά καταναλωτικά δάνεια έχουν χορηγηθεί κατά κύριο λόγο με σταθερό επιτόκιο.

Σημειώνεται ότι αυτή δεν θα είναι, όπως όλα δείχνουν, η τελευταία κίνηση της ΕΚΤ για τον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων. Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις ορισμένων οικονομολόγων που κάνουν λόγο ακόμη και για διπλασιασμό του ευρωεπιτοκίου στο 2% ως το τέλος του έτους, η ετήσια επιβάρυνση για τα ελληνικά νοικοκυριά εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το 1 δισ. ευρώ. Η κατάσταση στην εγχώρια αγορά επιδεινώνεται και από τις περιοριστικές συνθήκες ρευστότητας που επικρατούν για τις τράπεζες. Οι τελευταίες έχουν προχωρήσει από την αρχή του χρόνου σε προς τα πάνω αναπροσαρμογές των επιτοκίων τους σε στεγαστική και καταναλωτική πίστη. Με τις αλλαγές αυτές προσαρμόζουν την επιτοκιακή τους πολιτική στις συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας και αυξημένων επισφαλειών λόγω της ύφεσης.

Οι σημαντικότερες αυξήσεις έχουν καταγραφεί στα καταναλωτικά δάνεια και στις πιστωτικές κάρτες, όπου οι καθυστερήσεις είναι περισσότερες. Από την άλλη, στη στεγαστική πίστη δεν είναι λίγες οι τράπεζες που έχουν προχωρήσει τις τελευταίες εβδομάδες στην κατάργηση προνομιακών προγραμμάτων με σταθερά επιτόκια για διάστημα από δύο ως πέντε ετών. Στα προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου έχουν κινηθεί ανοδικά τόσο τα περιθώρια κέρδους όσο και οι διατραπεζικοί δείκτες Εuribor, με αποτέλεσμα την αύξηση της τελικής επιβάρυνσης για τον δανειολήπτη.

Στροφή στη νομισματική πολιτική

Ο κόσμος θα πρέπει να ετοιμαστεί για υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού, υποστηρίζουν οι αναλυτές, με την Deutsche Βank να προβλέπει ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός από 1,4% το 2009 θα φθάσει το 4% εφέτος, χρονιά κατά την οποία στις αναδυόμενες οικονομίες θα αυξηθεί στο 6,1% (από 3,2%) και στις ανεπτυγμένες στο 2,2% (από 0,0%) αντιστοίχως.

Καθώς ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα κυμανθεί στο 2,5% το 2011, δηλαδή υψηλότερα από το επίπεδο-στόχο της ΕΚΤ του 2%, τα επιτόκια του ευρώ, όπως εκτιμά η γερμανική τράπεζα, αναμένεται να αυξηθούν από το 1,75% στο τέλος του τρέχοντος έτους στο 2,75% στο τέλος του 2012.

Την ίδια στιγμή τα πράγματα δείχνουν ότι και η νομισματική χαλάρωση στην Αμερική οδεύει προς το τέλος της, με τα επιτόκια του δολαρίου να αναμένεται ότι θα αυξηθούν οριακά στο 0,50%, στο τέλος όμως του έτους, για να φθάσουν στο 2,75% το 2012, έναντι 1% και 3,5% αντιστοίχως για τα επιτόκια της στερλίνας.

Σταθερά βέβαια στο 0,1% εκτιμάται ότι θα παραμείνουν ως το 2014 τα επιτόκια του γεν, καθώς η Ιαπωνία διέρχεται τη δική της στενωπό.

Οπως αναφέρουν μάλιστα ορισμένοι οικονομολόγοι, η αύξηση των επιτοκίων στην ευρωζώνη ανεβάζει το κόστος δανεισμού για τις χώρες που αποκαλούνται ΡΙΙGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία), την ώρα μάλιστα που οι χώρες που αποκαλούνται ΡΙG (Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ελλάδα), όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «χρεοκοπούν μπροστά στα μάτια μας». Χώρες όπως η Πορτογαλία, το Βέλγιο ή η Ισπανία θα πονέσουν περισσότερο, εκτιμούν αναλυτές της αγοράς, ενώ η ευρωζώνη των δύο ταχυτήτων θα γίνει εντονότερη όταν οι αδύναμες χώρες θα πασχίζουν να αντλήσουν χρηματοδότηση, ενώ οι χώρες με αξιολόγηση «ΑΑΑ», όπως η Γερμανία, δεν θα έχουν ιδιαίτερα προβλήματα στον δανεισμό.

Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι αναλυτές προειδοποιούν ότι η άνοδος των επιτοκίων, παράλληλα με την εφαρμογή της οδηγίας Βασιλεία ΙΙΙ, θα εντείνουν τα προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα μάλιστα με την άποψή ορισμένων, ακόμη και μια μικρή αύξηση του κόστους δανεισμού θα είναι πολύ επώδυνη για ορισμένες τράπεζες που ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες, σε μια στιγμή που παρά την κρίση χρεών της ευρωζώνης η ΕΚΤ μελετά επίσης τρόπους για να αποκόψει τις πιο αδύναμες τράπεζες από τις προσφορές απεριόριστης ρευστότητας.

Για ορισμένους αναλυτές, η ΕΚΤ ένιωθε άβολα με το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων, την ώρα που ήθελε να αρπάξει την πρώτη ευκαιρία για να αποδείξει ότι ανταποκρίνεται άμεσα στην πρόληψη των παρενεργειών που επιφέρει η άνοδος της τιμής του πετρελαίου και στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, ενώ δείχνει να θέλει να εκφράσει και τη δυσαρέσκειά της στην πρόοδο που σημείωσαν οι πολιτικές αρχές αναφορικά με την αναζήτηση μιας λύσης στην κρίση χρέους που ταλανίζει την ευρωζώνη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ