Μια πρωτεΐνη του αίματος ίσως αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη ενός διαγνωστικού τεστ ενάντια στη νόσο Αλτσχάιμερ. Ολλανδοί ερευνητές από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Εράσμους ανακάλυψαν ότι άτομα με υψηλά επίπεδα της πρωτεΐνης κλαστερίνης αντιμετώπιζαν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν συρρίκνωση του εγκεφάλου – κύριο σύμπτωμα της νευροεκφυλιστικής νόσου – καθώς και ταχεία εξέλιξη της ασθένειας.

Μελέτη σε περισσότερα από 1.000 άτομα έδειξε ότι όσα παρουσίαζαν τα υψηλότερα επίπεδα κλαστερίνης στο αίμα έτειναν να πάσχουν από τη σοβαρότερη μορφή της νόσου. Προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές μέτρησαν συγκεκριμένα τα επίπεδα κλαστερίνης σε δείγματα αίματος που ελήφθησαν μεταξύ του 1997 και του 1999 από 60 άτομα με νόσο Αλτσχάιμερ, από 926 υγιή άτομα καθώς και από άλλα 156 άτομα που διαγνώσθηκαν με Αλτσχάιμερ κατά τη διάρκεια της μελέτης (ως τον Ιανουάριο του 2007).

Διαγνωστικό εργαλείο

Με βάση αυτά τα ευρήματα οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κλαστερίνη μπορεί να αποτελέσει σημαντικό «εργαλείο» για την επιβεβαίωση της διάγνωσης σχετικά με ύπαρξη Αλτσχάιμερ.

Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου, τα επίπεδα της πρωτεΐνης δεν αυξάνονται πριν την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα η κλαστερίνη να μην μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ανάπτυξη προληπτικού τεστ.

Όπως ανέφερε η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Μονίκ Μπρέτελερ αποδεικνύεται ότι η πρωτεϊνη κλαστερίνη συνδέεται άμεσα με την Αλτσχάιμερ. «Τα επίπεδα κλαστερίνης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προγνωστικός δείκτης της νόσου ωστόσο βοηθούν στο να προσδιοριστεί η βαρύτητά της αφού αυξάνονται ενόσω η νόσος εξελίσσεται».