Ακόμη και σε μια χρονιά με σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς, εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή και πυρηνικά εργοστάσια που στην Ιαπωνία, σε μια περίοδο που στο ΝΒΑ τρεις ομάδες ερίζουν για την πρώτη θέση της Ανατολής και η ύφεση εξακολουθεί να ταλανίζει την αμερικανική οικονομία, ο Μάρτιος στις ΗΠΑ είναι αφιερωμένος στην επονομαζόμενη «τρέλα» του κολεγιακού πρωταθλήματος μπάσκετ.

Σε 1,2 δις δολάρια εκτιμάται η αξία της πτώσης της παραγωγικότητας που παρατηρείται εξαιτίας συζητήσεων αγώνων, πρόβλεψης αποτελεσμάτων, κρυφών ματιών σε μεταδόσεις και παρατεταμένων διαλειμμάτων για φαγητό στη διάρκεια του εργασιακού ωραρίου των Aμερικανών. Ερευνα που διεξήγε το ίδιο το NCAA το 2005 έδειξε ότι 30 εκατομμύρια εργαζομένων συμμετέχουν σε εταιρικά στοιχήματα, τα οποία μάλιστα θεωρούνται παράνομα στις περισσότερες πολιτείες. Και το τηλεοπτικό κανάλι CBS δεν δίστασε εν μέσω κρίσης το 2010 να πληρώσει από κοινού με το TBS του Τεντ Τέρνερ 11 δις δολάρια για να αποκτήσει τα αποκλειστικά δικαιώματα της μετάδοσης όλων των αγώνων ως το 2024.

Για μια διοργάνωση με πρωτοφανή ένταση και πάθος, χωρίς όμως το θέαμα διοργανώσεων όπως το ΝΒΑ ή η ευρωπαϊκή Ευρωλίγκα, τόσο τα ποσά όσο και ο όλος θόρυβος φαντάζουν υπέρογκα.

Μια εξήγηση για τη δημοφιλία αυτή, σύμφωνα με τον Πίτερ Απλμπομ των «New York Times», είναι ο αμερικανικός «μύθος του κολεγίου». Μια σημαντική οικονομική επένδυση για μεγάλο αριθμό οικογενειών της μεσαίας τάξης, πόσο μάλλον για εκείνες των χαμηλότερων, είναι ένας καθοριστικός θεσμός για την ομογενοποίηση των στοιχείων της αμερικανικής κοινωνίας, οι απόφοιτοι του οποίου καταλαμβάνονται κάθε Μάρτιο από κύματα νοσταλγίας.
{{{ moto }}}
Ο Τζον Τιράντζιλ του «Time» παρέχει με τη σειρά του μια διαφορετική ερμηνεία που έχει να κάνει περισσότερο με την αυτοεικόνα της αμερικανικής κοινωνίας. Μια κουλτούρα θεμελιωμένη στο αίτημα της ισότητας των ευκαιριών, όσο μικρές κι αν είναι οι πιθανότητες ανατροπής της υφιστάμενης ιεραρχίας, αρέσκεται στην επιβεβαίωση των αξιών της μέσα από ένα σύστημα διεξαγωγής όπου ο Δαβίδ τίθεται αντιμέτωπος με τον Γολιάθ: 68 ομάδες (από το 2011) καταταγμένες σε τέσσερις δεκαεπτάδες όπου οι πρώτοι αντιμετωπίζουν τους τελευταίους, οι πλούσιοι τους φτωχούς, τα διάσημα πανεπιστήμια τους άσημους συγγενείς τους. Για 40 λεπτά, όλοι είναι (θεωρητικά) ίσοι.

Σε αντίθεση με τα περισσότερα τουρνουά, όπου φαβορί και αουτσάιντερ είναι προκαθορισμένα και οι λιγοστές εκπλήξεις αποτελούν το άλας μιας αναμενόμενης εξέλιξης, ο χαρακτήρας του κολεγιακού πρωταθλήματος μπάσκετ επιδεικνύει ακριβώς τη γοητεία του απρόβλεπτου.

Το πλήθος των περιφερειών, οι αγώνες νοκ-άουτ, η συμπίεση όλων των κρίσιμων αναμετρήσεων σε ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα τριών εβδομάδων διασφαλίζουν ότι από τους 68 αρχικούς μνηστήρες των τεσσάρων τιμητικών θέσεων του φάιναλ φορ κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα ποσότητα.

Σε αυτό άλλωστε συμβάλλει και ο τρόπος διεξαγωγής του τουρνουά: χωρίς ομίλους, βαθμολογίες και δεύτερες ευκαιρίες όλοι ανεξαιρέτως αγώνες αποτελούν «παιχνίδια δίχως αύριο», ιδανικά για να ανεβάσουν την αδρεναλίνη συμμετεχόντων και θεατών. Κάθε χρόνο πανεπιστήμια με ισχυρές ομάδες, μακροχρόνια προγράμματα υψηλών επενδύσεων και μελλοντικούς σταρ του ΝΒΑ στις τάξεις τους υποτάσσονται σε ομάδες-φωτοβολίδες και κολέγια που εκμεταλλεύονται το momentum της στιγμής. Ηδη, εφέτος, η πρωταθλήτρια του 2010 ομάδα του Ντιουκ αποκλείστηκε στους «16», ενώ και οι 8 θεωρητικά καλύτερες ομάδες του τουρνουά αφανίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες πριν από τα τελικά.

Οι παραδόσεις που συνδέονται με την τελική φάση του κολεγιακού πρωταθλήματος είναι πολλές. Πρώτα και κύρια, του οφείλουμε τη σύλληψη και τη διάδοση της γνωστής μας έννοιας του «φάιναλ φορ», των τεσσάρων καλύτερων ομάδων μιας διοργάνωσης που συγκεντρώνονται σε ένα διήμερο για να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους.

Επειτα είναι η συνήθεια των νικητών να κόβουν τα διχτάκια ως ενθύμιο του τελικού: κάθε παίκτης κόβει ένα νήμα με το τελευταίο να ανήκει δικαιωματικά στον προπονητή, ο οποίος λαμβάνει και ολόκληρο το αναμνηστικό. Τέλος, στη νικήτρια ομάδα αποδίδεται και το παρκέ του τελικού – το τι θα το κάνει αφήνεται στη διακριτική της ευχέρεια. Πανεπιστήμια με εμπορικό πνεύμα είθισται να το τεμαχίζουν και να πουλούν τα κομμάτια στους οπαδούς, τα περισσότερα απλώς το κλειδώνουν σε μια αποθήκη, ενώ οι χρησιμοθήρες υπεύθυνοι του κολεγίου της Φλόριντα εγκατέστησαν το νικηφόρο πάτωμα του τελικού του 2006 στο γήπεδό τους και το χρησιμοποιούν κανονικά. Ισως να ήταν η αίσθηση της ιστορίας κάτω από τα πόδια τους που βοήθησε τους παίκτες να επαναλάβουν την επιτυχία τους, κατακτώντας και τον αμέσως επόμενο τίτλο, το 2007, κάτι που έχει συμβεί μόλις επτά φορές στα 70 χρόνια του θεσμού.

Ωστόσο, υπάρχει και η αρνητική όψη, αυτή που περιέγραψε στη μεγάλη έρευνα του περιοδικού «Time» ο αρθρογράφος Τεντ Γκαπ το 1989. Αθλητές στα όρια του αναλφαβητισμού που απαντούσαν προφορικά σε γραπτές εξετάσεις, βοηθοί προπονητές που δωροδοκούσαν γονείς για να πείσουν τα παιδιά τους να προτιμήσουν το δικό τους πρόγραμμα, μάνατζερ που εκμεταλλεύονταν οικονομικά τους φοιτητές συνέθεταν μια εικόνα αδιαφάνειας και διαφθοράς.

Το γνωστό τόσο για την ακαδημαϊκή του αξία όσο και για το μπασκετικό του πρόγραμμα πανεπιστήμιο του Ανν Αρμπορ κατηγορήθηκε φέτος ότι από το 2004 ως το 2007 ανεχόταν την παροχή 251 ανεξάρτητων μαθημάτων σε φοιτητές-αθλητές που κινδύνευαν να κοπούν μόνο και μόνο για να συνεχίσει να απολαμβάνει τις υπηρεσίες τους στον αθλητικό τομέα. Η απάντηση στο ερώτημα γιατί ένα πανεπιστήμιο να ευνοεί μια τόσο εμφανώς αντιπαιδαγωγική κατάσταση ήταν φυσικά το χρήμα.

Ανάγοντας την «τρέλα του Μαρτίου» σε εθνική υπόθεση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν δημιουργήσει έναν πακτωλό που δεν έχει πολλά να ζηλέψει από οικονομικής άποψης από το Super Bowl, τον τελικό του πρωταθλήματος αμερικανικού ποδοσφαίρου. Επιπλέον, οι νίκες φέρνουν επενδύσεις, με τη μορφή των δωρεών από πλευράς πρώην φοιτητών του εκάστοτε πανεπιστημίου.

Το όνειρο που προσφέρουν όμως, αν σκεφτεί κανείς πως το μπάσκετ παραμένει κυρίως η διέξοδος από την ανέχεια της μαύρης νεολαίας των inner cities, είναι εξαιρετικά θολό: 20.000 νέοι ασχολούνται με το κολεγιακό μπάσκετ – από αυτούς περίπου 60 επιλέγονται κάθε χρόνο για το ΝΒΑ.

«Οι πιθανότητες κάποιου να γίνει νευροχειρουργός είναι στατιστικά μεγαλύτερες από το να κερδίσει μια θέση στην πεντάδα των Μπόστον Σέλτικς», δήλωνε το 1989 ο Τζον Σλότερ, πρόεδρος του κολεγίου Οξιντένταλ. Οι αριθμοί κάθε άλλο παρά έχουν μεταβληθεί στα χρόνια που μεσολάβησαν. Και αν κάποιοι στην Ινδιάνα ανέχονταν επί πολλά χρόνια τον «δικτάτορα» προπονητή Μπόμπι Νάιτ ήταν γιατί ακριβώς επέμενε φορτικά οι αθλητές του παράλληλα με το μπάσκετ να αποφοιτούν κανονικά έτσι ώστε τουλάχιστον να έχουν ένα επιπλέον εφόδιο επαγγελματικής αποκατάστασης.

Βέβαια αυτό δεν εμποδίζει το χρήμα να ρέει άφθονο – σε άλλες τσέπες. Οι τηλεοπτικές διαφημιστικές δαπάνες υπολογίζονταν το 2009 σε 650 εκατ. δολάρια, ενώ σύμφωνα με την «Washington Post» η οικοδέσποινα πόλη του φάιναλ φορ οφείλει να περιμένει περί τους 100.000 επισκέπτες συνοδευόμενους από έσοδα 30-40 εκατ. δολαρίων Ο Ρικ Πιτίνο, προπονητής στο κολέγιο Λούιβιλ, αμείβεται με 7,5 εκατ. δολάρια το χρόνο, ο συνάδελφός του στο Ντιουκ, περυσινός πρωταθλητής και κόουτς της εθνικής ομάδας μπάσκετ των ΗΠΑ, Μάικ Κριζέφσκι, έχει λαμβάνειν 3 εκατ. ετησίως.

Η ανισότητα της αναδιανομής των κερδών είναι πλέον τέτοια, ώστε το 2010 πρώην παίκτες με τη βοήθεια του πρώην κορυφαίου στελέχους των Νike, Adidas και Reebok, Σόνι Βακάρο, να αμφισβητήσουν τον πλέον θεμελιώδη πυλώνα του συστήματος, αυτόν του ερασιτεχνισμού των αθλητών, μηνύοντας το NCAA με στόχο τη διοχέτευση κονδυλίων προς τους αθλητές.

Σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Money and March Madness» του γνωστού από την υπόθεση της ταινίας «The Insider» δημοσιογράφου Λόουελ Μπέργκμαν, το οποίο προβλήθηκε από το δίκτυο PBS στις 29 Μαρτίου, ο Βακάρο φρόντισε να τονίσει ότι «όλοι έχουν δικαιώματα εκτός από τους παίκτες» και ο πρόεδρος του NCAA, Μαρκ Εμερτ, να υπεραμυνθεί των πρακτικών υποστηρίζοντας ότι «θα ήταν εντελώς απαράδεκτο να μετατρέψουμε τους φοιτητές μας σε υπαλλήλους».

Ετσι κι αλλιώς, η ζωή συνεχίζεται. Το σαββατοκύριακο που μας πέρασε το πρώτο στην ιστορία φάιναλ φορ όπου όλοι οι πρωταθλητές και δευτεραθλητές περιφερειών είχαν ήδη αποκλειστεί από την τετράδα, έφερε το άσημο Μπάτλερ για δεύτερη συνεχόμενη φορά σε τελικό, αντιμέτωπο με το Κονέκτικατ.

Τη Δευτέρα, 4 Απριλίου, περίπου 20 εκατομμύρια θεατές στήθηκαν μπροστά στις οθόνες τους με την ελπίδα της επαλήθευσης της βιβλικής ρήσης ότι «και οι έσχατοι έσονται πρώτοι». Ή περίπου, μια και το Μπάτλερ ηττήθηκε τελικά. Αλλωστε, η κορυφαία έκπληξη, να αποκλείσει δηλαδή ένα νούμερο 17 κάποιο νούμερο 1, η οποία δεν έχει συμβεί ποτέ, αναβλήθηκε και πάλι για του χρόνου. Βλέπετε, ακόμη και στην Αμερική η ισότητα των ευκαιριών έχει και τα όριά της…