Μείωση των καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών κατά 19 δισ. ευρώ αναμένει για το 2011 η Εθνική Τράπεζα, εκτιμώντας ότι από το ποσό αυτό τα 16 δισ. ευρώ θα προέλθουν από το χρηματοδοτικό «άνοιγμα» νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που θα καταφύγουν στη χρήση των αποταμιεύσεών τους για την κάλυψη τρεχουσών δαπανών.

Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα, τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρέθηκαν από τις αρχές του 2009 — και για πρώτη φορά μετά την είσοδό της χώρας στην ΟΝΕ – σε κατάσταση χρηματοδοτικού ελλείμματος, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα και ο δανεισμός τους δε μπορούσαν να καλύψουν τις καταναλωτικές και επενδυτικές τους δαπάνες καθώς και τις ανάγκες αποπληρωμής του χρέους τους.

Ως εκ τούτου αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τμήμα του αποθέματος του χρηματοπιστωτικού πλούτου τους, το οποίο αποτελείται ως επί το πλείστον από τραπεζικές καταθέσεις για κάλυψη της τρέχουσας δαπάνης τους.

Για παράδειγμα, η Εθνική Τράπεζα αναφέρει ότι η ιδιωτική κατανάλωση σε ονομαστικούς όρους μειώθηκε με ρυθμό περίπου 1,2%, σε ετήσια βάση, όταν το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 7%, αντανακλώντας χρήση του χρηματοπιστωτικού πλούτου για εξομάλυνση της κατανάλωσης.

Παράλληλα τα νοικοκυριά χρηματοδότησαν μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων σε ακίνητα – οι οποίες ήταν ομολογουμένως σημαντικά μειωμένες — με ίδιους πόρους, εξαιτίας της ακόμη μεγαλύτερης συρρίκνωσης της στεγαστικής πίστης.

Παρομοίως, οι επιχειρήσεις εξαιτίας της μειωμένης κερδοφορίας και του περιορισμού των πιστώσεων αναγκάστηκαν και αυτές να προσφύγουν στα καταθετικά τους διαθέσιμα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τρέχουσες ανάγκες καθώς και την επενδυτική τους δαπάνη.

Στα 13 δισ. ευρώ το έλλειμμα του 2010

Κατά την Εθνική Τράπεζα, το αρνητικό χρηματοδοτικό άνοιγμα του ιδιωτικού τομέα εκτιμάται ότι ανήλθε σε 13 δισ. ευρώ το 2010 ερμηνεύοντας το 62% της μείωσης των καταθέσεων κατοίκων εκτός των εκροών καταθέσεων κατοίκων στο εξωτερικό.

Το υπόλοιπο – αφαιρώντας τις εκροές καταθέσεων κατοίκων στο εξωτερικό – ερμηνεύεται από την παρακράτηση μετρητών (περίπου 4,5 δισ. ευρώ) λόγω αυξημένης αβεβαιότητας αλλά και για συναλλακτικούς σκοπούς εξαιτίας του περιορισμού των βραχυπρόθεσμων πιστώσεων.

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της τράπεζας, η μείωση των καταθέσεων αναμένεται να συνεχιστεί το 2011 με σημαντικά ηπιότερο ρυθμό συγκριτικά με το 2010, με την εξυπηρέτηση των δαπανών του ιδιωτικού τομέα να ερμηνεύει περίπου 16 δισ. ευρώ από μια συνολική εκτιμώμενη μείωση των καταθέσεων της τάξης των 19 δισ. ευρώ.

Αντιθέτως οι εκροές καταθέσεων μη κατοίκων αναμένεται να είναι μικρές καθώς το επίπεδό τους έχει σχεδόν επανέλθει στο μακροχρόνιο μέσο όρο του 8% του ΑΕΠ.

Η Εθνική τράπεζα τονίζει ότι θετικότερη εξέλιξη θα μπορούσε να προέλθει ως αποτέλεσμα μιας ταχύτερης, από το αναμενόμενο, βελτίωσης της ψυχολογίας του ιδιωτικού τομέα εξαιτίας μιας υπεραπόδοσης στην υλοποίηση των στόχων του προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης ή μιας πιο αποφασιστικής θεσμικής αντίδρασης σε επίπεδο ΕΕ και ΕΚΤ.

Ανάκαμψη από το τέλος του 2012

Η Εθνική Τράπεζα εκτιμά ότι οι καταθέσεις θα επανακάμψουν σταδιακά προς τη μακροπρόθεσμη τάση τους από τα τέλη του 2012.

Οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις της απορρέουν από μια συνάρτηση ισορροπίας των εγχώριων καταθέσεων υπό τις ακόλουθες υποθέσεις:

i) ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα επανέλθει σε θετικό έδαφος από τις αρχές του 2012 (σύμφωνα με το βασικό σενάριο του προγράμματος σταθεροποίησης),

ii) το ποσοστό αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα θα επανακάμψει σταδιακά προς τον μεσοπρόθεσμο μέσο του όρο του 8% (από ένα τρέχον εκτιμώμενο επίπεδο του 2%), και

iii) ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης είναι περίπου ανάλογος με το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, αναμένεται ότι ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων θα διαμορφωθεί στο 5% σε ετήσια βάση το 2012 και θα επιταχυνθεί περαιτέρω μετά το 2013 καταγράφοντας ετήσιες αυξήσεις της τάξης των 13 δισ. ευρώ (ή περίπου 6% σε ετήσια βάση).

Στο 35% το μέσο «κούρεμα» της ΕΚΤ για άντληση ρευστότητας

Με μέση έκπτωση υψηλότερη από 35% επί της αξίας των τίτλων που καταθέτουν οι ελληνικές τράπεζες την ΕΚΤ γίνεται η άντληση ρευστότητας μέσω των έκτακτων μέτρων στήριξης του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Πρόκειται για μία εξέλιξη που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις σωρευτικές υποβαθμίσεις των ελληνικών χρεογράφων και της εφαρμογής από την ΕΚΤ αυστηρότερων συντελεστών αποτίμησης των παρεχόμενων εγγυήσεων στους μηχανισμούς αναχρηματοδότησης.

Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των καταθέσεων στην Ελλάδα κατά περίπου 40 δισ. ευρώ, επιτείνει τις πιέσεις στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος από την εξαιρετικά δυσχερή πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε δανεισμό από την αγορά.

Προβλήματα υπάρχουν τόσο στη διατραπεζική, ακόμη και έναντι εγγυήσεων, όσο και στις χρηματοδοτήσεις μεγαλύτερης διάρκειας από τις αρχές, ήδη, του 2ου τριμήνου του 2010, ταυτόχρονα με την κλιμάκωση των πιέσεων στο κρατικό χρέος.

Όπως τονίζουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, η χορηγούμενη από την ΕΚΤ επιπλέον ρευστότητα έναντι ενός συνολικού ποσού κρατικών εγγυήσεων της τάξης των 60 δισ. ευρώ κατάφερε να εξισορροπήσει τις πιέσεις αποτρέποντας μια βεβιασμένη συρρίκνωση του τραπεζικού ενεργητικού (συμπεριλαμβανόμενης της πίεσης για απότομη απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα).

«Εξαιτίας όμως της έκτακτης φύσης αυτού του δανεισμού καθώς και άλλων χαρακτηριστικών της (π.χ. μειούμενη μέση χρονική διάρκεια), και των πιέσεων της οικονομικής συγκυρίας αυτή η μορφή άντλησης ρευστότητας δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την ομαλοποίηση της λειτουργίας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος» σημειώνει στην ίδια ανάλυση η τράπεζα.