ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ

Ολα ξεκίνησαν με μια τυχαία συνάντηση στο γραφείο μετανάστευσης του λιμένα της Οδησσού. Ενας 30χρονος Ουκρανός πλησίασε την καναδή δημοσιογράφο που βρισκόταν εκείνη την εποχή στη χώρα ερευνώντας τα κυκλώματα του trafficking. «Ο Βιορέλ ήταν απελπισμένος.Μας διηγήθηκε με δάκρυα στα μάτια ότι ένας άντρας είχε… πουλήσει την 21χρονη έγκυο γυναίκα του για 1.000 δολάρια σε έναν τούρκο μαστροπό!Ηταν μακρινός του φίλος και είχε προσφερθεί να συνοδεύσει την Κάτια σε ένα ταξίδι για δουλειές στην Τουρκία.

»Αδραξε την ευκαιρία για να την πουλήσει σε έναν άντρα ο οποίος τη μεταπώλησε σε έναν μαστροπό διαβόητο για τη σκληρότητά του. Η αστυνομία σήκωνε τα χέρια ψηλά και όσο οι ημέρες περνούσαν ο πανικός του Βιορέλ αυξανόταν.Θα έκανε τα πάντα για να βρει την Κάτια» διηγείται η κυρία Ρικ Μπιένστοκ. Η διακεκριμένη καναδή δημοσιογράφος βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή εκδήλωση του υπουργείου Εξωτερικών και της καναδικής πρεσβείας για την ευαισθητοποίηση του κοινού κατά του trafficking και μιλάει στο «Βήμα» για το επικίνδυνο και συναρπαστικό ταξίδι της στα χνάρια των σύγχρονων δουλεμπόρων.

«Ηξερα ότι διέτρεχα κίνδυνο,ότι έβαζα πλώρη για ένα ταξίδι με αβέβαιη κατάληξη. Ωστόσοδεν άντεχα στην ιδέα να δημιουργήσω άλλη μία ταινία με θεωρητικές αναλύσεις για τη σωματεμπορία.Ηθελα να ανακαλύψω το αληθινό, το σκληρό πρόσωπο του trafficking.Ηθελα να εισχωρήσω πίσω από το περίβλημα» διηγείται η κυρία Ρικ Μπιένστοκ, δημιουργός του βραβευμένου ντοκυμαντέρ «Sex Slaves». «Και τότε είπα το ναι. Αποφάσισα να βοηθήσω τον Βιορέλ να ξαναβρεί την Κάτια!».

Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Το μόνο που είχε στα χέρια του ο Βιορέλ ήταν ένα τηλέφωνο- το νούμερο του άντρα που κρατούσε την Κάτια. Για να φτάσουν σε αυτόν η κυρία Μπιένστοκ και η ομάδα της αναγκάστηκαν να μεταχειριστούν κάθε μέσο. Από την Οδησσό ως την Κωνσταντινούπολη και την Αττάλεια δωροδόκησαν συνοριακούς φρουρούς, προσέγγισαν τις μυστικές αστυνομίες, παγίδευσαν τηλέφωνα, χρησιμοποίησαν κρυφές κάμερες, έφτασαν στο σημείο ακόμη και να παραστήσουν τους… αγοραστές γυναικών. Το αποτέλεσμα είναι μια συγκλονιστική ταινία που σοκάρει τον θεατή με τον ωμό ρεαλισμό της.

«Συχνά με ρωτάνε:“Είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα;”.Εγώ απαντώ ότι καμιά φορά η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία.Οι γυναίκες πωλούνται και μεταπωλούνταισε ένα ατέρμονο δίκτυο εκμετάλλευσης.
Πεντακόσια ως χίλια ευρώ το “κεφάλι”.Και το χειρότερο είναι ότι οι διάφοροι πωλητές και μεσάζοντες δεν είναι οι μεγαλομαφιόζοι που φανταζόμαστε!Είναι κυριολεκτικά άνθρωποι…της διπλανής πόρτας.Γείτονες, οικογενειακοί φίλοι, παλιοί γνωστοί ξεγελούν τα κορίτσια και τα οδηγούν στη σκλαβιά εν μια νυκτί» προσθέτει η ίδια.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Η ομάδα έφτασε πολύ κοντά στον μαστροπό, δεν κατάφερε όμως να τον παγιδεύσει ούτε να τον πείσει- με δέλεαρ ή απειλές- να τους παραδώσει την Κάτια. Επειτα από αρκετές εβδομάδες προσπαθειών επέστρεψαν με άδεια χέρια στην Ουκρανία. Ο Βιορέλ ήταν συντετριμμένος, ωστόσο λίγες ημέρες αργότερα η τύχη τού χαμογέλασε αναπάντεχα. Φοβούμενος τα πιθανά «μπλεξίματα» ο μαστροπός εγκατέλειψε ξαφνικά ένα πρωί την Κάτια στο αεροδρόμιο της Αττάλειας. Σε μερικές ημέρες η 21χρονη κοπέλα βρισκόταν και πάλι σπίτι της. Τίποτε όμως δεν ήταν πια το ίδιο.

«Η χαρά για την απελευθέρωσή της αναμείχθηκε με τη φρίκη για όλα όσα πέρασε. Ο μαστροπός την κρατούσε κλειδωμένη μαζί με άλλες γυναίκες και την ανάγκαζε να έχει σεξουαλικές επαφές ακόμη και με 15 άντρες την ημέρα!Οι άντρες τη βίαζαν,τη χτυπούσαν. Εξαιτίας της κακουχίαςη Κάτια είχε πρόωρη αποβολή. Επέστρεψε στην Ουκρανία με βλέμμα κενό» διηγείται η κυρία Μπιένστοκ.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ «ΠΩΛΗΤΗ»

Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Βλαντ, ο άνδρας που είχε αρχικά «πουλήσει» την Κάτια, συνελήφθη από την αστυνομία. Η κυρία Μπιένστοκ δεν πίστευε στα αφτιά της! «Είναι τόσο σπάνιο φαινόμενο να συλληφθεί ο υπαίτιοςπου ήταν πραγματικά σαν να είχαμε κερδίσει το λαχείο» λέει η ίδια. Ωστόσο η δικαστική απόφαση έμελλε να καταρρίψει κάθε ενθουσιασμό: πέντε χρόνια με αναστολή. Ο άνδρας που πούλησε την Κάτια δεν θα πήγαινε ποτέ στη φυλακή. Και ενώ ο Βλαντ ετοιμαζόταν να ξεφύγει, η κυρία Μπιένστοκ πήρε άλλη μία (αντισυμβατική) απόφαση. Αποφάσισε να τον βρει και να του πάρει… συνέντευξη. «Ηθελα απλώς να ακούσω τι είχε να πει. Την είχε “γλιτώσει” και έπρεπε έστω σε αυτό το ύστατο στάδιο να τον αντιμετωπίσω.Ο φόβος είχε εξαφανιστεί.Δεν μπορούσα να κάνω πίσω» σχολιάζει. Πόσο εύκολο ήταν όμως για την ίδια ως γυναίκα να μιλάει πρόσωπο με πρόσωπο με έναν σύγχρονο δουλέμπορο; «Επειτα από όλα όσα περάσαμε, όλα όσα διακινδυνεύσαμε, ήταν σοκαριστικό να τον βλέπω μπροστά μου, με σάρκα και οστά μπροστά στην κάμερα.Συγκρατούσα τα συναισθήματά μου για να διατηρήσω την απαιτούμενη απόσταση.Το χειρότερο είναι ότι ο ίδιος θεωρεί πως δεν είναι ο “κακός” της ιστορίας.Πιστεύει ότι είναι και αυτός θύμα ενός διεφθαρμένου συστήματος,μιας χώρας που δεν δίνει σε κανέναν το δικαίωμα να κερδίσει το ψωμί τουχωρίς να προβεί σε παρανομίες. Είναι απίστευτο πώς οι συνθήκες οδηγούν σε μια απίστευτη διαστρέβλωση της ηθικής» διηγείται η ίδια.

«Επιστρέφω στην Τουρκία για να (ξανα)γίνω πόρνη»

Από όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται στην ταινία η φιγούρα της Τάνιας είναι η πιο σπαρακτική. Η 20χρονη Ουκρανή είχε φύγει πριν από χρόνια για την Τουρκία με σκοπό να γίνει καθαρίστρια. Κατέληξε θύμα ενός δικτύου μαστροπών που τη μεταπωλούσαν διαδοχικά, τη βίαζαν και τη χτυπούσαν. Σε μια επιδρομή της αστυνομίας η Τάνια ανακαλύφθηκε και απελάθηκε πίσω στην Ουκρανία. Ζούσε μαζί με την κόρη της και τον βαριά άρρωστο αδελφό της σε ένα μικρό σπίτι κοντά στο εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ, όπου την ανακάλυψε η κυρία Μπιένστοκ.

«Δεν έχω άλλη επιλογή, θα γυρίσω στην Τουρκία!». Η φράση της Τάνιας συγκλόνισε την Καναδή. Η 20χρονη χρειαζόταν επειγόντως χρήματα για την εγχείρηση του αδελφού της. Δεν είχε καμία πηγή εισοδήματος στην Ουκρανία και καμία άλλη διέξοδο εκτός από το να επιστρέψει… στην κόλαση. «Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, αδυνατούσα να καταλάβω το γιατί.

Μου πήρε μήνες έρευνας για να ανακαλύψω ότι είναι συχνό φαινόμενο οι γυναίκες να επιστρέφουν στη χώρα όπου βασανίστηκαν με σκοπό να μετατραπούν σε αυτόνομες πόρνες! Ελλείψει οποιουδήποτε άλλου μέσου επιβίωσης ξαναγυρίζουν στην κόλαση ώστε τουλάχιστον αυτή τη φορά να “εκμεταλλευτούν” οι ίδιες το σώμα τους» εξηγεί η κυρία Μπιένστοκ. Η Τάνια γύρισε στην Τουρκία για να απελαθεί εκ νέου έπειτα από μερικούς μήνες. Λίγο μετά την επιστροφή της ο αδελφός της πέθανε από καρκίνο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ