Το πρώτο έγκειται σε μια οικονομική ασυμφωνία. Η Ιταλία ετοιμάζει ένα διάταγμα με σκοπό να αποφύγει να αναλάβουν τα γαλλικά συμφέροντα τον έλεγχο, μέσω των συνηθισμένων οδών, αυτού που θεωρεί στολίδι της ιταλικής αγροδιατροφικής βιομηχανίας, δηλαδή τον κολοσσό των γαλακτοκομικών Ρarmalat.
Επειτα υπάρχει διαφορετική πολιτική μεταξύ των δύο χωρών όσον αφορά την υπόθεση της Λιβύης. Οι Γάλλοι, σε συνεργασία με τους Βρετανούς, θέλουν να αποχωρήσει ο Μοαμάρ Καντάφι από την εξουσία, ενώ οι Ιταλοί, λόγω καλών σχέσεων του τελευταίου με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιτρέψουν στον δικτάτορα να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή έξοδο κατόπιν διαπραγματεύσεων.
Τέλος, υπάρχει μια διαμάχη που αφορά το μεταναστευτικό ζήτημα. Η Ιταλία, που μέσω της νήσου Λαμπεντούζα αποτελεί σημείο εισόδου εκείνων που κυρίως χάρη στην τυνησιακή επανάσταση επιθυμούν να εισέλθουν στη Γαλλία, αγανακτεί με τη γαλλική στάση που επιβάλλει το κλείσιμο των γαλλοϊταλικών συνόρων για τους Τυνήσιους που θέλουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους και να βρουν δουλειά στη Γαλλία.
Η πρώτη δυσκολία είναι εντελώς ασύμβατη με τους κανόνες καλής λειτουργίας μιας ενιαίας αγοράς. Συνεπώς, η ιταλική θέση δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι αποτελεί μέρος μιας θεματικής στην οποία ανατρέχουν τελευταία ολοένα και περισσότερο οι κυβερνήσεις και αφορά τον οικονομικό πατριωτισμό, ο οποίος ορθώνεται ως ανάχωμα στις δυνάμεις της αγοράς.
Οι Γερμανοί παλαιότερα με την υπόθεση Οpel αλλά και οι Γάλλοι χρησιμοποιούν ευχαρίστως το επιχείρημα ότι η Ιταλία στρέφεται σήμερα εναντίον της Γαλλίας. Πρόκειται για στείρες διαμάχες που διαδραματίζονται τις περισσότερες φορές σε βάρος του ευρωπαίου καταναλωτή, ακόμη και αν στη βάση τους υπάρχουν αναμφίβολα κοινωνικά προβλήματα.
Η δεύτερη προβληματική παραπέμπει στο ζήτημα μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Η στάση της Ρώμης, η οποία είναι πιο κοντά σε εκείνη της Μόσχας από ό,τι σε εκείνη του Παρισιού ή του Λονδίνου, είναι κατά βάση πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτή. Υπάρχουν ιδιαίτεροι δεσμοί μεταξύ Καντάφι και Μπερλουσκόνι, μεταξύ Καντάφι και Βλαντίμιρ Πούτιν, που εξηγούν εν μέρει την καλή διάθεση αυτών των δύο ηγετών απέναντι στον συνταγματάρχη Καντάφι.
Κυρίως όμως η ιταλική στάση, όπως και εκείνη της Γερμανίας, μας θυμίζει το 2003. Είναι σαν να ζούμε ένα είδος 2003 από την ανάποδη. Από τη μία πλευρά, η Ρώμη, το Λονδίνο και η Μαδρίτη με τον Τζορτζ Μπους. Από την άλλη, το Βερολίνο και το Παρίσι που είχαν σχηματίσει μαζί με τη Μόσχα έναν άξονα κατά του πολέμου. Πρέπει να θυμηθούμε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δυσκολεύτηκε πολύ να «σβήσει» αυτό το προηγούμενο.
Τώρα ζούμε ένα νέο παράδοξο. Η προσέγγιση σε μια στρατιωτική επιχείρηση τοποθετημένη υπό το έμβλημα του δικαιώματος της επέμβασης, συνεπώς των αξιών που συμμεριζόμαστε, οργανωμένη γύρω από έναν άξονα Λονδίνου- Παρισιού, αποτελεί ενδεχομένως ένδειξη ότι θα έπρεπε να είναι δυνατόν να εντάξουμε τη Βρετανία στην ακόμη εμβρυϊκή κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Αυτή καθίσταται ολοένα και περισσότερο απαραίτητη και η διαφορά θα έγκειται στο εξής μεταξύ εκείνων των Ευρωπαίων που θα συνεχίσουν να επιζητούν την αμερικανική ηγεσία και εκείνων που, όπως έπραξαν στη Γαλλία και στη Βρετανία, θεωρούν ότι λόγω της σχετικής «υποχώρησης» της αμερικανικής ηγεσίας είναι πιθανή μια άλλη ανακατανομή ρόλων που αφήνει περισσότερες πρωτοβουλίες στην Ευρώπη.
Οσο «ευάλωτη» και αν είναι σε επικρίσεις η ιταλική στάση ως προς τη Λιβύη και το ζήτημα της μετανάστευσης, δεν θα πρέπει να μας σοκάρει η απουσία αλληλεγγύης από τους υπόλοιπους εταίρους. Η κατάσταση στη Λαμπεντούζα στην πραγματικότητα δείχνει για άλλη μία φορά τη βαρύτατη ευρωπαϊκή ανεπάρκεια. Ολοι γνωρίζουν ότι ο εν δυνάμει έλεγχος του μεταναστευτικού ρεύματος εξαρτάται από την ολοένα και πιο οργανωμένη και συνεκτική στάση των διαφορετικών ευρωπαϊκών χωρών τις οποίες αφορά το ζήτημα.
Κι όμως, τι είδαμε; Το αφόρητο θέαμα της ιταλικής κυβέρνησης που αφήνει μια κατάσταση να «κακοφορμίσει» για να δικαιολογήσει στα μάτια της κοινής γνώμης την επιβολή σκληρότερων μέτρων και ταυτόχρονα των ευρωπαίων ηγετών που μοιάζει να λειτουργούν με πρότυπο τον Πόντιο Πιλάτο. Αυτή η κατάσταση είναι απαράδεκτη.
Το βλέπουμε συνεπώς μέσω αυτών των διαφορετικών επεισοδίων που έστω συγκυριακά φέρνουν αντιμέτωπες την Ιταλία και τη Γαλλία: κάθε ημέρα που περνάει θα έπρεπε να μας πείθει πως με οποιοδήποτε κόστος οφείλουμε να ξαναβρούμε τον χαμένο δρόμο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή,άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ