Μια απάντηση στο πρώτο ερώτημα δίνει ο Ντάνιελ Ντόμσχαϊτ-Μπεργκ, πρώην μέλος της ομάδας του WikiLeaks. Οπως μου εξήγησε όταν συναντηθήκαμε στις αρχές αυτής της εβδομάδας, εκείνος που θέλει να κάνει την αποκάλυψη θα πρέπει να αποφασίσει σε ποιο ΜΜΕ ή μη κυβερνητική οργάνωση θέλει να πει το μυστικό.
Ετσι, για παράδειγμα, κάποιος που θέλει να αποκαλύψει κάτι για το περιβάλλον μπορεί να πει: «Μου αρέσει η Greenpeaceκαι την εμπιστεύομαι για να χρησιμοποιήσει τα έγγραφά μου με το σωστό πνεύμα». Κάποιος στο γερμανικό υπουργείο Αμυνας μπορεί να πει: «Εμπιστεύομαι το “Der Spiegel” για να το δημοσιεύσει αυτό με υπευθυνότητα». Οπως και αν εξελιχθεί αυτή η διαδικασία, κάθε κυβέρνηση, εταιρεία, πανεπιστήμιο και άλλος οργανισμός πρέπει να θεωρεί ότι θα υπάρξουν και άλλες ανώνυμες ψηφιακές διαρροές στο μέλλον. Συνεπώς το επόμενο ερώτημα αφορά το θύμα και όχι τον δράστη της διαρροής. Πώς βρίσκεις την ισορροπία ανάμεσα στη διαφάνεια και στη μυστικοπάθεια; Στην εποχή μας ακόμη και οι μυστικές υπηρεσίες, ακόμη και οι ελβετικές τράπεζες, κλίνουν υπέρ της διαφάνειας.
Παρ΄ όλα αυτά δεν ξέρω κανέναν οργανισμό που να είναι 100% διαφανής. Ολοι έχουν κάτι που θέλουν να κρύψουν- και μερικά πράγματα που μπορούν δικαίως να ισχυριστούν ότι πρέπει να μείνουν κρυφά. Συχνά αυτά τα δύο δεν συμπίπτουν απολύτως.
Δείτε, για παράδειγμα, το γελοίο θέαμα του Τζούλιαν Ασάνζ να διαμαρτύρεται εξοργισμένος για… διαρροές μέσα από το WikiLeaks.
Οι εφημερίδες, αφοσιωμένες στη διαφάνεια, δίνουν αγώνα για να κρατήσουν μυστική την ταυτότητα των πηγών τους. Το ίδιο κάνουν οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ισχυριζόμενες ότι αλλιώς οι πληροφοριοδότες θα τεθούν σε κίνδυνο από καταπιεστικά και διεφθαρμένα καθεστώτα. Η Μη Κυβερνητική Οργάνωση κατά της διαφθοράς Διεθνής Διαφάνεια (Τransparency Ιnternational) δεν μπορεί να είναι εντελώς διαφανής. Υπάρχει μια διαλεκτική εδώ. Αλλά μπορεί επίσης να υπάρχει και υποκρισία: να απαιτείς από τους άλλους κάτι που δεν είσαι πρόθυμος να κάνεις εσύ ο ίδιος.
Οι ψηφιακές διαρροές αλλάζουν άρδην τη δημοκρατία. Το αν θα την κάνουν καλύτερη ή χειρότερη θα εξαρτηθεί από τους κανόνες, τους διαιτητές και τους παίκτες.
Τι πρέπει λοιπόν να πράξει μια κυβέρνηση, μια επιχείρηση, ένας οργανισμός; Προτείνω δύο απλούς κανόνες, δύο καθοδηγητικές αρχές.
Πρώτον, να είστε ανοιχτοί για τους λόγους της μυστικότητας, διαφανείς για την έλλειψη διαφάνειάς σας. Να έχετε σαφή κριτήρια και να είστε έτοιμοι να τα υπερασπιστείτε. Θα πρέπει να αντέχουν στο εξής, κάπως παράδοξο, τεστ: αν δημοσιευθεί αυτή η πληροφορία, θα μπορούσατε άραγε να εξηγήσετε με αξιόπιστο τρόπο γιατί έπρεπε να μείνει μυστική;
Ο δεύτερος κανόνας μου είναι: προστατέψτε λιγότερες πληροφορίες, αλλά προστατέψτε τις καλύτερα. Υπάρχουν τεράστιες ποσότητες πληροφοριών και δραστηριοτήτων που κυβερνήσεις και οργανισμοί κρατούν απόρρητες χωρίς λόγο. Αυτή ήταν η βάση για τις εκστρατείες υπέρ της ελευθερίας της πληροφόρησης στις ΗΠΑ και αλλού- και αποδείχθηκε σωστή. Το φως της ημέρας μπήκε σε σκονισμένα δωμάτια και οι κυβερνήσεις δεν κατέρρευσαν. Διαβάζοντας τα τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ που διέρρευσαν από το WikiLeaks, βρήκα έγγραφα διαβαθμισμένα ως απόρρητα τα οποία εύκολα θα μπορούσαν να δημοσιευθούν σαν αναλύσεις σε μια εφημερίδα.
Επομένως: αποφασίστε τι χρειάζεται πραγματικά να μείνει μυστικό, με συνεπή κριτήρια και μετά βάλτε τα δυνατά σας για να το κρατήσετε κρυφό. Μην το ανεβάσετε, για παράδειγμα, σε μια βάση δεδομένων προσβάσιμη σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Αλλά τι συμβαίνει αν κάτι σοβαρό διαρρεύσει από τον μυστικό πυρήνα, μέσω του μηχανισμού του WikiLeaks ή με άλλους τρόπους; Θα πρέπει η κυρία Ηθική Δημοσιογράφος να κοκκινίσει από ντροπή και να αποστρέψει το βλέμμα χωρίς να διαβάσει, λέγοντας: «Ω,δεν πρέπει να το δω αυτό;» Οχι. Φυσικά και πρέπει να το δει.
Είναι δουλειά της κυβέρνησης να κρατάει τα μυστικά της. Και είναι δουλειά του Τύπου να τα αποκαλύπτει. Ο Τύπος- με την ευρύτερη έννοια, για να συμπεριλάβει τους πολίτες blogger και τις ακτιβιστικές μη κυβερνητικές οργανώσεις- κρίνει στη συνέχεια τι είναι προς το συμφέρον της κοινής γνώμης και τι θα προκαλέσει απαράδεκτες ζημιές. Ο νόμος θέτει τα εξωτερικά σύνορα σε αυτό το παλιό παιχνίδι του κρυφτού. Η απόφαση του δημοσιογράφου δεν θα είναι όμοια με την απόφαση του υπουργού – ή του διευθυντή μιας εταιρείας, ενός νοσοκομείου ή ενός πανεπιστημίου. Ο καθένας παίζει τον ρόλο του και το αποτέλεσμα είναι έλεγχοι και ισορροπίες, τόσο απαραίτητες σε κάθε δημοκρατία.
Ο κ.Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ