«Τον αγαπάς;» ρωτάει η θεία Τριανταφυλλιά τη μονάκριβη ανιψιά της Ευδοκία. «Μια βρωμιά νιώθω, μια γεύση ναυτίας» της απαντάει η κοπέλα αινιγματικά. «Σαν να ταξιδεύω μ΄ ένα μάτσο βρωμιάρηδες ναυτικούς που ξερνάνε πάνω στο φόρεμά μου και ξαφνικά, μέσα σε όλη αυτή τη δυσωδία, ένας νέος παίζει τη Σερενάτα του Σούμπερτ κι εγώ τα λησμονώ όλα». Ετσι περιγράφει τη σχέση της με τον Μανωλιό η Ευδοκία. Η ακριβοθώρητη αρχοντοπούλα, καμάρι του πατέρα της, μεγαλωμένη στα πούπουλα, σκόνταψε και ερωτεύτηκε τον άξεστο δούλο της.
Ο ερωμένος της την ταπεινώνει, την απατά, την κακομεταχειρίζεται. Η Ευδοκία όμως όλα του τα συγχωρεί: να ΄ναι καλά «τούτη η ευχαρίστηση εδώ βαθιά μέσα μου», όπως περιγράφει η ίδια την ηδονή που της χαρίζει ο αγαπητικός της. Αυτή είναι η αιτία που η Ευδοκία δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τον Μανωλιό. Εξάρτηση σεξουαλική, εμμονή, πάθος, δεκάδες χαρακτηρισμούς γι΄ αυτή τη σχέση μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς. «Αιφνίδια μια μανία κυριεύει το ον (…). Σάμπως κάποια λυσσασμένη σκύλα να είχε υποκαταστήσει την προσωπικότητα εκείνης που αντιμετώπιζε με τόση εκτίμηση… Αλλά δεν έχει νόημα να μιλάμε για αρρώστια. Για την ώρα η προσωπικότητα είναι νεκρή. Ο θάνατός της προς στιγμήν δίνει τη θέση στη σκύλα, η οποία εκμεταλλεύεται τη σιωπή, την απουσία της νεκρής. Η σκύλα απολαμβάνει- κραυγάζοντας- αυτή τη σιωπή και την απουσία. Η επάνοδος της προσωπικότητας θα την πάγωνε, θα έθετε τέρμα στην ηδονή όπου είχε βυθιστεί» γράφει ο Μπατάιγ στον περίφημο Ερωτισμό του εξερευνώντας τη σκοτεινή μας υπόσταση.
«Μέσα στον ερωτισμό χάνω τον Εαυτό μου» λέει ξανά και ξανά ο γάλλος συγγραφέας. Η Ευδοκία συνειδητοποιεί τον διχασμό και σιχαίνεται τον εαυτό της: «Θε μου, τι αηδία!» λέει την πρώτη νύχτα του γάμου, γρήγορα όμως παραδίδεται ακόμη περισσότερο, ακόμη πιο ολοκληρωτικά στον άντρα που την έχει υποτάξει. «Εσείς οι καλοκυράδες μόνο βούρδουλα και γαμήσι θέλετε» υποστηρίζει εκείνος σε μία ακόμη στιγμή εκλεπτυσμένης διαύγειας. «Η ομορφιά είναι το πρωτεύον καθ΄ ότι η ασχήμια δεν μπορεί να ρυπανθεί και η ουσία του ερωτισμού είναι η σπίλωση (…). Οσο πιο μεγάλη η ομορφιά τόσο πιο βαθιά η σπίλωση» συνεχίζει ο Μπατάιγ.
Η Ευδοκία θα ανακαλύψει πως προτιμά τη σπίλωση από τη στέρηση. Οταν βρει το κουράγιο να διώξει τον Μανωλιό, η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει. Πέντε χρόνια περνούν, η κοπέλα μαραζώνει, σε ένα βράδυ μέσα ασπρίζουν τα μαλλιά της. Καρφωμένη στο παράθυρο περιμένει τον αγαπημένο της που ποτέ δεν έρχεται. «Ασε με, θεία, να πεθάνω, κουράστηκα» λέει στην πιστή Τριανταφυλλιά. Και πράγματι έτσι γίνεται, η Ευδοκία σβήνει και ο Μανωλιός τρέχει στην κηδεία της μετανοημένος. «Σγχώρα με, κυρά» φωνάζει κολλημένος στο φέρετρό της.
Αν δεν ήταν διήγημα- με πορνογραφική διάθεση-, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι δημοτικό τραγούδι. Το κείμενο του Γιάννη Ρίτσου γράφτηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του και ανήκει στη συλλογή Εικονοστάσιο Ανώνυμων Αγίων (1983-86). Σε αυτή την «κοινότατη ιστορία» μια γυναίκα βιώνει μαρτυρικά την απώλεια του έρωτα από τη ζωή της: αν η δεσποινίς Τζούλια του Στρίντμπεργκ αποχωρεί υπνωτισμένη καθώς ξημερώνει για να αυτοκτονήσει με την ευλογία του δικού της υποτακτικού Ζαν, η Ευδοκία σβήνει αργά και βασανιστικά μακριά από το βλέμμα του Μανωλιού, βυθισμένη σε μια απύθμενη, στεγνή και αθόρυβη μοναξιά. Μεταφέροντας από το χαρτί στη σκηνή τους ήρωες του Ρίτσου η σκηνοθέτις κατάφερε να τους προσδώσει σάρκα και οστά, να μετατρέψει την ιστορία σε ολοκληρωμένο θεατρικό εγχείρημα. Με το πιάνο, τα κεριά, τα βιτρό να συνθέτουν ελαφρώς εκκλησιαστική ατμόσφαιρα (στο πνεύμα των ανώνυμων αγίων) τα γεγονότα διαδραματίζονται σκηνικά όπως τα ανακαλεί η θεία της Ευδοκίας. Από τη μία, η παράσταση αποπνέει κάτι παλιοκαιρισμένο- σαν να θέλει να γυρίσει τον χρόνο πίσω για το Θέατρο Τέχνης- και αυτό συνιστά ίσως το μεγάλο μειονέκτημά της. Από την άλλη, κρατάει ζωντανό μέχρι τέλους το ενδιαφέρον του θεατή, πότε βάζοντας λάδι στη φωτιά των φεμινιστικών μας ενστίκτων (η γυναίκα-θύμα) και πότε καταφεύγοντας στη γοητεία της μουσικής και της μελαγχολίας. Ποικίλες οι ερωτικές σκηνές, αλλά όσο πιο «ρεαλιστικές» τόσο λιγότερο λειτουργούν. Αντιθέτως, μας αιφνιδιάζει ευχάριστα το εύρημα που θέλει την Ευδοκία να μπαίνει από την πόρτα την ίδια στιγμή που ακούγεται να κάνει σεξ στο υπνοδωμάτιο- σαν να χωρίζεται το σώμα της από το μυαλό της.
Συγκινητική η Βίκυ Βολιώτη στον ρόλο της Ευδοκίας, μας παρασύρει αβίαστα στο επώδυνο ταξίδι της ηρωίδας. Κάποιες στιγμές μονάχα η ερμηνεία της μοιάζει να αφήνεται σε αυτοματισμούς, μικρά γκρίζα σημεία που εύκολα μπορούν να απαλειφθούν. Η Σοφία Σεϊρλή απολαυστική Τριανταφυλλιά, γεμάτη κατανόηση και καρτερία. Συμπαθέστατη η Θάλεια Γρίβα ως υπηρέτριααντικείμενο πόθου. Πολλή δουλειά, τέλος, χρειάζεται ο Κρις Ραντάνοφ ως Μανωλιός, καθώς αρκείται σε ένα ακατέργαστο και επιδεικτικό πορτρέτο επιβήτορα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ