Ο βαθύφωνος που δόξασε τ΄όνομα της Ελλάδας σε ολόκληρο τον κόσμο, ο συμπρωταγωνιστής της Μαρίας Κάλλας, ο ξεχωριστός και γενναιόδωρος άνθρωπος. Ο λόγος για τον Νίκο Ζαχαρίου (1923-2007), η λαμπρή καριέρα του οποίου «ζωντανεύει» μέσα από τη διάλεξη την οποία διοργανώνει την 1η Απριλίου (στις 19.00) το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με τη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη». Με την εν λόγω εκδήλωση εγκαινιάζεται ο κύκλος διαλέξεων υπό τον τίτλο «Από το Αρχείο της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος Λίλιαν Βουδούρη: Ελληνες τραγουδιστές και συνθέτες» που επικεντρώνεται σε καλλιτέχνες των οποίων τα αρχεία βρίσκονται στην Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη.

Στη διάλεξη «Νίκος Ζαχαρίου, ένας Ελληνας βαθύφωνος στη Σκάλα του Μιλάνου» θα μιλήσουν ο επίσης βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος που θα επικεντρωθεί στην τέχνη του σπουδαίου καλλιτέχνη, η μουσικολόγος Βάλια Βράκα με θέμα το αρχείο του το οποίο βρίσκεται στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη και ο δικηγόρος Απόστολος Ράπτης, στενός του φίλος. Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.

Από τον Πειραιά στις μεγάλες σκηνές
Γεννημένος στις 9 Μαρτίου του 1923 στον Πειραιά, o Νίκος Ζαχαρίου παράλληλα με τις γυμνασιακές σπουδές του μελέτησε θεωρία της μουσικής και φωνητική στο Εθνικό Ωδείο από όπου απεφοίτησε μετ΄επαίνων. Το 1943, κι έχοντας προηγουμένως θητεύσει σε χορωδιακά σχήματα της γενέτειράς του, προσελήφθη στην χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής όπου, από το 1950, συμμετείχε ως σολίστ σε διάφορες όπερες και οπερέτες: «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι, «Ριγκολέτο» του Βέρντι, «Ξωτικά νερά» του Καλομοίρη, «Βαφτιστικός» του Θ. Σακελλαρίδη είναι μερικά μόνο από τα έργα μέσω των οποίων ο νεαρός τότε καλλιτέχνης διακρίθηκε για την μουσικότητα, το ηχόχρωμα, την ποιότητα και την έκταση της φωνής αλλά και την σκηνική του παρουσία.

Το καλοκαίρι του 1953, ταξίδεψε στην Ιταλία με σκοπό να δώσει εξετάσεις προκειμένου να γίνει δεκτός στην Σχολή Τραγουδιού της Σκάλας του Μιλάνου. Ακούγοντάς τον, ο τότε διεθυντής Αντόνιο Γκιρινγκέλι, τον δέχεται απευθείας ως σολίστ στο ιστορικό μιλανέζικο θέατρο εισηγούμενος, ωστόσο, την αλλαγή του ονόματός του νεαρού Ελληνα σε Nicola Zaccaria.

Με το όνομα αυτό ο Ζαχαρίου έκανε το ντεμπούτο του στην Σκάλα στις 16 Δεκεμβρίου 1953 ερμηνεύοντας τον ρόλο του Σπαραφουτσίλε στον βερντιανό «Ριγκολέτο». Η εμφάνιση αυτή στάθηκε η απαρχή μιας υπέρλαμπρης σταδιοδρομίας όχι μόνο στο θρυλικό μιλανέζικο θέατρο με το οποίο συνδέθηκε στενά και στις άλλες, μεγάλες σκηνές της Ιταλίας, μα σε ολόκληρο τον κόσμο: Κρατική Οπερα της Βιέννης, Οπερες του Παρισιού, του Βερολίνου, Κόβεντ Γκάρντεν, θέατρα της Ρωσίας, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Νότιας Αφρικής και της Αυστραλίας.
Ανάμεσα στις αξιοσημείωτες εμφανίσεις του, συμπεριλαμβάνεται αναμφίβολα η συμμετοχή του στην μνημειώδη παρουσίαση του «Ρέκβιεμ» του Βέρντι στην Επίδαυρο, με την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου υπό τον αείμνηστο Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν όπου ο Ζαχαρίου τραγούδησε από κοινού με τον Κάρλο Μπεργκόντζι, την Ρενάτα Σκότο και την Κρίστα Λούντβιχ.

Μετά την καθιέρωσή του στο παγκόσμιο στερέωμα, τον προσκάλεσε στην Ελλάδα ο τότε διευθυντής της ΕΛΣ Μενέλαος Παλλάντιος προκειμένου να τραγουδήσει στο Ηρώδειο τον ρόλο του βασιλιά Φιλίππου ΙΙ, στην όπερα «Ντον Κάρλος» του Βέρντι (1/7/1966) η παράσταση της οποίας ήταν ενταγμένη στις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Στο πλαίσιο του Φ. Α, ο Ζαχαρίου εμφανίστηκε πολλές φορές, συνέπραξε με κορυφαίους Ελληνες και ξένους καλλιτέχνες και συνεργάστηκε με αρχιμουσικούς όπως ο Ανδρέας Παρίδης και ο Βύρων Κολάσης. Παράλληλα, βεβαίως, εμφανίστηκε στις διασημότερες φεστιβαλικές διοργανώσεις του κόσμου (Σάλτσμπουργκ, Εδιμβούργο, Εξ Εν Προβάνς, Μουσικός Φλωρεντινός Μάιος κ. α).

Στην διάρκεια της διεθνούς σταδιοδρομίας του ο Ζαχαρίου συνεργάστηκε τραγουδιστές παγκόσμιου διαμετρήματος αλλά και ο ογκόλιθους του πόντιουμ όπως ο Τούλιο Σέραφιν, ο Μπρούνο Βάλτερ, ο Αντονίνο Βότο, ο Νικολά Ρεσίνιο, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Ρούντολφ Σέρχεν, ο Τζιαναντρέα Γκαβατσένι, ο Βόλφγκανγκ Σαβάλις κ. α. Ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Χέρμπερτ Γκραφ και η Μαργαρίτα Βάλμαν ήταν, παράλληλα, μερικοί μόνο από τους σπουδαίους σκηνοθέτες με τους οποίους κατά καιρούς συνεργάστηκε.

Ο Νίκος Ζαχαρίου καθιερώθηκε στον διεθνή χώρο για τις ερμηνείες του στις όπερες «Ντον Κάρλος», «Αϊντα», «Ερνάνης», «Τροβατόρε», «Η Δύναμη του Πεπρωμένου», «Μήδεια», «Νόρμα», «La Boheme», «Ντον Τζιοβάννι», «Φιντέλιο», «Πελλέας και Μελισσάνθη», «Λόενγκριν», «Ιπτάμενος Ολλανδός», «Ναμπούκο» κ. α. Σε ο, τι δε αφορά την Σκάλα του Μιλάνου, ο Νίκος Ζαχαρίου εμφανίστηκε σε αρκετές παγκόσμιες πρεμιέρες έργων αλλά και σε πρώτες παρουσιάσεις στο μιλανέζικο θέατρο.

Ιδιαίτερο κεφάλαιο στην καριέρα του Ζαχαρίου , ήταν, χωρίς αμφιβολία η συνεργασία του με την Μαρία Κάλλας. Στο κείμενο με τίτλο «Η Κάλλας που έζησα» το οποίο αποτέλεσε πρόλογο στο βιβλίο του Βασίλη Νικολαϊδη «Μαρία Κάλλας, οι μεταμορφώσεις μιας τέχνης», ο Ζαχαρίου γράφει για την πρώτη του επαφή με την αείμνηστη ντίβα: «Οι εμφανίσεις της, ήταν πάντα ένα γεγονός, από την αρχή, στην Αθήνα της Κατοχής όταν ως Σμαράγδα στον Πρωτομάστορα, ως Μάρθα στον Κάμπο, ως Λεονόρα στον Φιντέλιο κάλπαζε προς την επιτυχία και την δόξα, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Εγώ, τότε, απλώς την παρακολουθούσα, όντας απλός χορωδός στην Λυρική».

Αργότερα, οι δυο τους συναντήθηκαν στην Σκάλα, το 1953. Πρώτη τους κοινή εμφάνιση, η «Εστιάδα» του Σποντίνι σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι, παραγωγή με την οποία εγκαινιάστηκε η σεζόν 1954-1955. Στο ίδιο θέατρο ακολούθησε η «Νόρμα» (εναρκτήρια παράσταση της σεζόν 1955-1956), έχοντας προηγηθεί η «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» στο Βερολίνο, παράσταση η οποία ηχογραφήθηκε «ζωντανά» με μεγάλη επιτυχία. Στο αριστούργημα του Ντονιτσέτι πρωταγωνίστησαν οι ίδιοι, εξάλλου, και στην Βιέννη, το 1956. «Ο Κάραγιαν, που διηύθηνε την παράσταση, διασκέδαζε να μας ακούει να μιλάμε ελληνικά και μας εξηγούσε ότι η καταγωγή του ήταν από την Κοζάνη» έγραφε χαρακτηριστικά ο Ζαχαρίου στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κειμένου.

Ανάμεσα στις συνεργασίες του με την Κάλλας, ο ίδιος ξεχώριζε και την «Μήδεια» του Κερουμπίνι στην Οπερα του Ντάλλας το 1958 για την οποία έγραφε: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ, τον τρόπο που με κοίταζε στην σύγκρουση Μήδειας – Κρέοντα. Αυτά τα μάτια, αυτό το βλέμμα ήταν κάτι που δεν ξαναείδα ποτέ σε κανένα…»