Οι αποφάσεις της βρετανικής κυβέρνησης να περικόψουν δαπάνες στο εθνικό σύστημα υγείας και ασφάλισης, κατέβασαν τους Άγγλους στο δρόμο, στη μεγαλύτερη μεταπολεμική πορεία που είδε το Λονδίνο. Οι εκτιμήσεις περί διακοσίων πενήντα χιλιάδων ανθρώπων που γέμισαν το κεντρικό Λονδίνο το Σάββατο 26 Μαρτίου ήταν εντυπωσιακές και τα τηλεοπτικά παράθυρα των επόμενων ημερών στο Sky news και στο BBC ήταν αφιερωμένα με ιδιαίτερη περίσκεψη στο ερώτημα αν απέδωσε κάτι αυτή η λαοθάλασσα, τελικά.

Φυσικά, δεν βρέθηκα στο Λονδίνο για να συμμετάσχω στην πορεία: η κυριακάτικη συναυλία του Τζον Γκραντ στο Shepherd’s Bush ήταν το κίνητρο του δικού μου ταξιδιού. Ωστόσο η σαββατιάτικη βόλτα στο κέντρο της πόλης δεν ήταν από τις συνηθισμένες που μπορεί να κάνει ένας ευκαιριακός τουρίστας στην βρετανική πρωτεύουσα. Το να συγχρωτίζεσαι με τον αγωνιστικό παλμό ενός πλήθους με το οποίο σε συνδέουν ελάχιστα και αμφίβολης σπουδαιότητας κοινά χαρακτηριστικά, αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από μία «διαφορετική» εμπειρία.

Οι Βρετανοί, δε χάνουν το χιούμορ τους, ακόμα και όταν διεκδικούν τη διατήρηση των εργασιακών κεκτημένων τους. Ντυμένοι ανά ομάδες με concept (νεκροθάφτες, ιθαγενείς βαμμένοι με τα χρώματα του πολέμου, πρόβατα ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να καταδείξει την αντίληψή τους για την αυτοεικόνα) περιφέρονταν με όχι άγριες διαθέσεις αλλά με την γενική πεποίθηση ότι η πράξη τους είναι συνειδητή επιλογή για διαμαρτυρία απέναντι σε μια κυβερνητική απόφαση. Ούτε τρόμος, ούτε βαναυσότητα. Αντίθετα υπήρχε μια εξωστρεφής μαχητικότητα η οποία εκδηλωνόταν ως έκφραση του εαυτού του διαδηλωτή και όχι ως επίδειξη δύναμης και ανταγωνισμού.

Η ζωή στο κεντρικό Λονδίνο δεν σταμάτησε από την πορεία των διαδηλωτών. Δεν παρέλυσε καμία πλευρά της καθημερινότητας. Οι πεζοί που δε συμμετείχαν στην πορεία, συνέχιζαν να περπατούν στην Regent street και στα περίχωρα της Totenham court road, απλά ήταν ελεύθεροι να κυκλοφορούν και στους δρόμους, καθότι η κυκλοφορία για τα αυτοκίνητα είχε απαγορευτεί.

Όταν οι σκληροί πυρήνες των διαδηλωτών (κουκουλοφόροι με αντίστοιχη περιβολή των κινημάτων για την εναντίωση στους G8) αγρίευαν, πετούσαν πηχτή μπογιά στα μεγάλα καταστήματα–σύμβολα της πλουτοκρατίας (όπως το Topshop, τα ATM των τραπεζών, το Ritz κ.λπ.) και στο αποκορύφωμα της διαδήλωσης έκαψαν θεαματικά τον Δούρειο Ίππο τους στη συμβολή των δρόμων Oxford και Regent.

(φωτογραφίες: Άρης Δόριζας)

Η οργάνωση ακόμα και σε αυτό το δρώμενο ήταν αποσβολωτική: ενόσω η ομάδα που είχε αναλάβει την πυρπόληση του Ίππου, ασχολιόταν με τη φωτιά, μία ζώνη φωτογράφων γύρω τους τραβούσαν με χιλιάδες κλικ το θέαμα, οι ρεπόρτερ των τηλεοπτικών καναλιών, ακροβολισμένοι στις γωνίες, με φόντο την πυρπόληση εξέπεμπαν ζωντανά το ρεπορτάζ και σε μία τελευταία εξωτερική ζώνη που διακλαδιζόταν στους γύρω δρόμους, βρίσκονταν «κλιμάκια» από τον βασικό όγκο των διαδηλωτών.

Το δρώμενο έμοιαζε με τελετουργικό γύρισμα σε κάποιο φαντασιακό πλατό. Έλειπε η κακή ενέργεια, η απόγνωση και τα ενδεχόμενα των τραγικών τυχαιοτήτων. Το δέος των στιγμών ήταν μεγάλο αλλά πήγαζε από την αποφασιστικότητα και τον αλληλέγγυο παλμό του πλήθους. Ήταν σχεδόν μυσταγωγικές οι στιγμές που έπιανες τον εαυτό σου στη μέση της Oxford μαζί με άλλους συμμετέχοντες στη διαδήλωση ή μη, να βλέπεις τις φλόγες που συναγωνίζονταν σε ύψος τα παρακείμενα εντυπωσιακά κτίρια, δηλωτικά της βασιλικής μεγαλοπρέπειας της αλλοτινής Βρετανίας.

Δίπλα και γύρω οι αστυνομικοί, διακριτικοί και με την αίσθηση ότι συμμετέχουν και αυτοί σε ένα μεγαλύτερο «πλάνο» εκείνης της μέρας, έδιναν την αίσθηση μιας μαχητικής επιφυλακής, όχι για να παραβγούν σε ισχύ αλλά για να περιφρουρήσουν και για να σταθούν στην περίσταση. Πέρα από τα βαθύτερα κίνητρα του καθενός από αυτούς, η συμπεριφορά τους ήταν άψογη. Αντί για καταστολή, επιφυλακή. Αντί για προκλητικότητα, διακριτική επιμονή.

Η πορεία των Βρετανών για την έκφραση της αντίδρασής τους στις κυβερνητικές περικοπές, δεν έμοιαζε πουθενά με τις αντίστοιχες χαοτικές καταστάσεις των κινητοποιήσεων στην Αθήνα. Στην Oxford, εγώ ένας ξένος, ένιωσα βαθιά το αίτημα των ξεσηκωμένων Άγγλων – τα ευφάνταστα πανό και οι παραδοσιακές πικετοφορίες ήταν κάτι παραπάνω από εύγλωττα για την πληροφόρηση και τη μετάδοση της αίσθησης της κατάστασης.

Στο Σύνταγμα και στην Πανεπιστημίου, σε ανάλογες καταστάσεις ελληνικής εντροπίας, νιώθω απόγνωση, οργή και μένος κατά παντός υπεύθυνου –εκείνου που κατεβάζει τους ανθρώπους στο δρόμο, εκείνου που αδικεί, εκείνου που αντιδρά αδικούμενος…