Ενας φίλος από την Θεσσαλονίκη, που συνήθιζε να αγοράζει βοδινό κρέας από τα πομακοχώρια της ορεινής Ξάνθης διαπίστωσε τελευταία ότι ο κρεοπώλης του δεν μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. Παραξενεύθηκε λοιπόν και τον ρώτησε «’ τι συμβαίνει;». Και εκείνος του απάντησε αφοπλιστικά ότι αυξήθηκε η ζήτηση από την Κωνσταντινούπολη και ότι Τούρκοι έμποροι αναζητούν ολοένα και περισσότερα ζώα, βοοειδή και αιγοπρόβατα, από την βορειοελλαδίτικη ζώνη και προσφέρουν πολύ καλύτερες τιμές από τους εδώ εμπόρους.

Καχύποπτος ως συνήθως επιχείρησε να διασταυρώσει την απάντηση στις Σέρρες και έλαβε την ίδια απάντηση.

Μια μικρή έρευνα στη Βόρειο Ελλάδα βεβαίωσε του λόγου το αληθές.

Η ζήτηση από την Ευρωπαική Τουρκία αυξάνεται με ταχύτητα μεγάλα και αφορά όχι μόνο κρέας αλλά και πολλά άλλα αγροτικά προιόντα, όπως μήλα, αχλάδια, ντομάτες και λοιπά λαχανικά.

Κατ’ ορισμένους η παρατηρούμενη τους τελευταίους μήνες αύξηση των ελληνικών εξαγωγών συνδέεται και με την αυξημένη ζήτηση αγαθών από την γείτονα.

Τα πράγματα είναι απλά και έχουν την εξήγησή τους. Η Τουρκία τα τελευταία οχτώ χρόνια διπλασίασε το κατά κεφαλήν εισόδημά της, οι καταναλωτικές συνήθειες άλλαξαν, το βοδινό και γενικά το κρέας μπήκε στο διαιτολόγιο των ευημερούντων τουρκικών νοικοκυριών, η χώρα είναι πολυπληθής καταναλώνει πολλά περισσότερα τρόφιμα απ’ ότι στο παρελθόν, τα οποία προφανώς δεν διαθέτει και απλούστατα τα αναζητεί στις γειτονικές αγορές.

Και όντως η Τουρκία κοντεύει 80 εκατ. ψυχές, μόνο η Κωνσταντινούπολη και το το ευρωπαικό κομμάτι της αριθμούν κοντά στα 20 εκατ. εκατ. κατοίκους, όσο δυό Ελλάδες και λογικό είναι να αναζητούν βασικά αγαθά και από τη δική μας ζώνη.

Το ευρωπαικό άνοιγμα της γείτονος, η σταδιακή απελευθέρωση των εισαγωγών και γενικώς η άρση δασμών και εμποδίων, η ελευθέρωση των συναλλαγών διευκόλυνε και διευκολύνει αφάνταστα πλέον το εμπόριο με την δυναμική οικονομία της γείτονος.

Εν μέσω της κρίσης λοιπόν η ελληνική οικονομία δείχνει να βρίσκει μια ακόμη ανέλπιστη διέξοδο. Η μεγάλη αγορά της Τουρκίας μπορεί να είναι δεκτική σε ποιοτικά ελληνικά προιόντα. Είναι κοντά, το κόστος και η ταχύτητα μεταφοράς, μετά την λειτουργία της Εγνατίας Οδού έχει περιορισθεί στο ελάχιστο και η κουλτούρα είναι ταιριαστή, όχι μόνο δεν εμποδίζει αντιθέτως είναι ικανή να υπερβεί τις εχθρότητες και τις καχυποψίες του παρελθόντος.

Το θέμα απασχολεί όπως φαίνεται τα υπουργεία Οικονομικών και Γεωργικής Ανάπτυξης και ήδη αναζητούνται δίαυλοι επικοινωνίας ώστε το εμπορικό άνοιγμα να μην είναι περιστασιακό και να έχει διάρκεια. Προς αυτή την κατεύθυνση οι ελληνικές αρχές αναζητούν τρόπους να αυξήσουν το ζωικό κεφάλαιο, να λύσουν τα μεγάλα ελλείμματα ζωοτροφών που αντιμετωπίζει η χώρα και ταυτόχρονα διερευνούν που επικεντρώνεται η ζήτηση από τη γείτονα ώστε να προσφερθούν αντιστοίχως κίνητρα για συγκεκριμένες καλλιέργειες.

Για το έλλειμμα των ζωοτροφών π. χ. το αρμόδιο υπουργείο αξιολογεί προτάσεις παραχώρησης ακαλλιέργητων δημοσίων εκτάσεων σε μικρούς παραγωγούς ή μακροχρόνια ανέργους, οι οποίοι θα ήθελαν να δραστηριοποιηθούν στον τομέα και να δεσμευθούν μέσω της συμβολαιοποιημένης γεωργίας με επιχειρήσεις διάθεσης ζωοτροφών ή καλύτερα απευθείας με κτηνοτροφικές μονάδες που έχουν τέτοια προβλήματα.

Πολλοί φαντάζονται την κρίση ως αρμαγεδώνα και άλλοι ως κόλαση. Ωστόσο όσοι ασχολούνται με την οικονομία ξέρουν ότι η κρίση φέρνει και ευκαιρίες.

Οσοι κερδίζουν και ευημερούν αναγκαστικά θα ξοδέψουν.

Το ζήτημα σε εμάς είναι πως θα πείσουμε τους γερμανούς να αγοράσουν σπίτια με θέα το Αιγαίο ή τους Τούρκους να καταναλώσουν μοσχάρια που μεγαλώνουν στα λειβάδια της βόρειας Ελλάδας και γευστικά μήλα από τα περιβόλια της Αγιάς, της Ζαγοράς, ακτινίδια από το Λιτόχωρο και τη Χρυσούπολη, φράουλες από τη Ζαχάρω, λεμόνια από το Αίγιο, πορτοκάλια από το Αργος κ. ο. κ.

Μπορεί λοιπόν να σωθεί η ελληνική οικονομία και η χώρα; Η χώρα έχει πλεονεκτήματα. Αρκεί να επιχειρήσει πραγματική παραγωγική στροφή. Είναι θέμα έμπνευσης και κινητοποίησης. Οι δυναμικές αγορές είναι δίπλα μας και μας περιμένουν.