– Πρόσφατα έγραψες Ιστορία στην Μπουντεσλίγκα πετυχαίνοντας ένα απίθανο γκολ από τα 73 μέτρα.Πώς αντιμετώπισαν στη Γερμανία το γεγονός;
«Συζητήθηκε πολύ. Θεωρήθηκε ένα ιδιαίτερα σημαντικό γκολ γιατί καταρρίφθηκε ένα ρεκόρ αρκετών ετών. Και στην ομάδα όμως είναι χαρούμενοι γιατί πλέον η Αϊντραχτ κατέχει ένα ρεκόρ. Παρ΄ όλα αυτά, είναι ένα γκολ και δυστυχώς δεν κερδίσαμε το παιχνίδι με τη Σάλκε. Ηταν ένα όμορφο γκολ αλλά και τυχερό ταυτόχρονα. Ηταν μια καλή πάσα που μετατράπηκε σε γκολ»…
– Μολονότι η Αϊντραχτ άρχισε τη σεζόν με υψηλές προσδοκίες,πλέον δίνει μάχη για να κρατηθεί στην κατηγορία.Τι στράβωσε στην πορεία;
«Αν και κάναμε έναν πολύ καλό πρώτο γύρο, από τα Χριστούγεννα και μετά δεν ήμασταν όσο συγκεντρωμένοι θα έπρεπε. Και επειδή το πρωτάθλημα της Μπουντεσλίγκα είναι αμφίρροπο, πλέον παλεύουμε για τη σωτηρία. Αυτό είναι κάτι άσχημο για την Αϊντραχτ, διότι διαθέτει ομάδα για κάτι καλύτερο και σίγουρα όχι για υποβιβασμό».
– Επειτα από επτά μήνες στην Μπουντεσλίγκα ποιες διαφορές εντοπίζεις συγκριτικά με το ελληνικό πρωτάθλημα;
«Πρώτα από όλα, είναι πολύ μεγάλη η διαφορά στον ρυθμό. Το παιχνίδι παίζεται διαρκώς, δίχως διακοπές από τους διαιτητές και από άλλες καταστάσεις. Επίσης, τα γήπεδα, ο κόσμος, η ατμόσφαιρα, όλα είναι διαφορετικά, με αποτέλεσμα να σου ανεβάζουν την ψυχολογία για να δίνεις περισσότερα. Ολη αυτή η ατμόσφαιρα σε φτιάχνει για να παίζεις καλύτερα. Πραγματικά το χαίρεσαι. Αν δεν το ζήσει κάποιος, δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά. Στο εξωτερικό ευχαριστιέσαι το ποδόσφαιρο. Και όταν είσαι απελευθερωμένος μπορείς να δώσεις ακόμη περισσότερα».
– Σε επίπεδο προπόνησης;
«Επίσης υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με το τρέξιμο, διότι ο ρυθμός είναι πολύ έντονος. Μπορεί να τρέχεις για ώρες, όχι μόνο στην καλοκαιρινή προετοιμασία αλλά και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας στις προπονήσεις».
– Σε επίπεδο παραγόντων,υπάρχει η παρεμβατικότητα που συναντάμε στα ελληνικά γήπεδα,όπου οι πρόεδροι μπαίνουν στα αποδυτήρια για να μι λήσουν στους παίκτες; «Οχι, δεν υπάρχουν τέτοια. Στα αποδυτήρια υπάρχει μόνο ο προπονητής. Επίσης, έχουν μια διαφορετική νοοτροπία στη Γερμανία. Οταν, για παράδειγμα, κάποιος κάνει κάτι, πολλές φορές οι παίκτες από μόνοι τους, χωρίς να χρειαστεί να παρέμβει ο προπονητής, κάνουν παρατήρηση και προσπαθούν να λύσουν το θέμα. Το έχουν γενικώς και στη ζωή τους αυτό. Ακόμη και στον δρόμο αν κάνεις κάτι λάθος, οι ίδιοι οι πολίτες, προτού παρέμβει η αστυνομία, σου κάνουν παρατήρηση».
– Πώς είναι οι σχέσεις των οπαδών με τους ποδοσφαιριστές;
«Ενα παράδειγμα θα σου δώσω. Είχαμε να κερδίσουμε τρεις μήνες και δεν ακού σαμε τίποτε από τους φιλάθλους μας. Και σας μιλάω για πολύ κόσμο. Κάθε εβδομάδα έχουμε στο γήπεδο περίπου 50.000 φιλάθλους και όμως δεν υπάρχουν αντιδράσεις. Υπάρχει σεβασμός στον ποδοσφαιριστή».
– Οσην ώρα μού περιγράφεις αυτά, σκέφτομαι το ελληνικό ποδόσφαιρο και την κρίση που περνάει.Συζητιέται στη Γερμανία η πρόσφατη υπόθεση με τα CD και γενικώς όσα συμβαίνουν στα γήπεδά μας;
«Δυστυχώς, δεν είναι καλό κάθε λίγο και λιγάκι να απασχολούμε τον ξένο Τύπο με άσχημα πράγματα για την Ελλάδα. Οι Γερμανοί ενημερώνονται για όσα συμβαίνουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο και αυτό δεν κάνει καλό στο προφίλ της χώρα μας».
– Πώς βιώνεις,πλέον εξ αποστάσεως,όσα συμβαίνουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Απ΄ όπου και αν τα βλέπεις το ίδιο άσχημα είναι. Είναι κάποια πράγματα που δεν έχουν θέση στον αθλητισμό. Θεωρώ όμως ότι εμείς τα έχουμε αφήσει να συντηρούνται. Εμείς λοιπόν είμαστε αυτοί που μπορούμε και που πρέπει να τα λύσουμε».
– Θεωρείς ότι αν θέλει η Πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς μπορούν να δώσουν λύση στα προβλήματα του ποδοσφαίρου;
«Δεν το συζητάω αυτό. Είναι βέβαιο ότι αν θέλουν μπορούν. Το θέλουν όμως;..». – Παρ΄ όλα αυτά,αρκετοί έλληνες ποδοσφαιριστές, αν και ανδρώνονται ως επί το πλείστον σε ένα μη υγιές αθλητικό περιβάλλον,όταν βγαίνουν εκτός συνόρων κατορθώνουν και κάνουν σημαντική καριέρα.Μήπως τελικά υποτιμούμε τον έλληνα παίκτη, εξαιτίας όσων συμβαίνουν σε επίπεδο διαφθοράς,βίας,διαιτησίας κ.λπ.; «Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει μεγάλη διαφορά από τον έλληνα ποδοσφαιριστή. Ο έλληνας παίκτης θεωρώ ότι μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τους Γερμανούς και να είναι ακόμη και καλύτερός τους. Υστερεί όμως σε νοοτροπία και δουλειά. Αν ένας έλληνας ποδοσφαιριστής αποκτήσει τη σωστή νοοτροπία και δουλέψει όπως πρέπει σε ένα καλό περιβάλλον, μπορεί να γίνει καλύτερος από τους ξένους. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με το ελληνικό ποδόσφαιρο που έχει πολλά προβλήματα».
– Εκτός από τη θέση στην Αϊντραχτ κέρδισες και αυτή στην εθνική ομάδα στη νέα (μετά Ρεχάγκελ) εποχή…
«Η εθνική ομάδα ήταν ένα όνειρο για εμένα. Ποτέ δεν έχω μιλήσει για κάποιο όνειρό μου να αγωνιστώ στον έναν ή στον άλλον σύλλογο. Η Εθνική όμως αποτελεί ύψιστη τιμή για κάθε έλληνα ποδοσφαιριστή. Αυτό είναι που με κάνει πρωτίστως υπερήφανο ως Γιώργο και μετά η πορεία μου στο γερμανικό πρωτάθλημα».
– Ανήκεις στη νέα γενιά των ελλήνων διεθνών. Ποια είναι η γνώμη σου για τις αποχωρήσεις του Αμανατίδη, του Γκέκα και του Κυργιάκου από την Εθνική;
«Η γνώμη που εκφράζω είναι όπως το αντιλαμβάνομαι τώρα και πώς νιώθω εγώ μέσα στην ομάδα. Οταν λοιπόν εγώ έβγαινα στους δρόμους το 2004 και πανηγύριζα την κατάκτηση του Εuro και όταν τόσα χρόνια πήγαινα στο γήπεδο και παρακολουθούσα την Εθνική και πλέον μου δίνεται η ευκαιρία να παίξω σε αυτή την ομάδα, νομίζω ότι ποτέ δεν θα πω κάτι ανάλογο με αυτό που είπαν τα παιδιά. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το τι έχει γίνει με τα παιδιά, αν κάπου “χάλασε το γλυκό” ή αν υπήρχαν κάποια προσωπικά προβλήματα, δεν ξέρω και εγώ πώς θα αντιδρούσα αν βρισκόμουν στη θέση τους».
– Εχουν ειπωθεί πολλά για τα αποδυτήρια της Εθνικής. Εσύ τι εντύπωση έχεις αποκομίσει; «Πραγματικά, είναι πάρα πολύ καλή η ατμόσφαιρα, το κλίμα εξαιρετικό και γελάμε πολύ. Σε συνδυασμό με την καλή δουλειά που γίνεται και που θεωρώ ότι φαίνεται, νομίζω ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο».
– Θεωρείς ότι εν τέλει η απευθείας πρόκριση στο Εuro 2012 θα παιχθεί στο παιχνίδι της Ελλάδας με την Κροατία;
«Δεν πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την Κροατία. Πρέπει πρώτα να κερδίσουμε εκτός και εντός έδρας τη Μάλτα. Το παιχνίδι με την Κροατία θα το δούμε όταν έρθει η ώρα του. Δείξαμε πάντως μέσα στην Κροατία ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Επιμένω όμως ότι πρωτίστως πρέπει να κερδίσουμε τα δύο ματς με τη Μάλτα, γιατί αν γίνει καμιά γκέλα, μετά δεν θα συζητάμε για καμία Κροατία και θα είναι πολύ κρίμα». – Συνήθισες τη ζωή στη Γερμανία; «Οταν έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα,είναι φυσιολογικό η ζωή στη Γερμανία να σου φαίνεται δύσκολη».
– Συγκριτικά με άλλους παίκτες που παίζουν στο εξωτερικό,εσύ θεωρείσαι και από τους τυχερούς γιατί η Φραγκφούρτη είναι μια μεγαλούπολη…
«Πράγματι,η Φραγκφούρτη είναι καλή πόλη αλλά εγώ έχω μεγαλώσει στην Αθήνα.Ημουν σε καλύτερη πόλη (γέλια).Το θέμα όμως είναι ότι έχω έρθει εδώ για έναν σκοπό και είμαι υποχρεωμένος να συνεχίσω».
– Δηλαδή δεν είσαι από εκείνους που νοσταλγούν τη…γλύκα της Αθήνας και με την πρώτη καλή πρόταση επιστρέφουν;
«Ολα πρέπει να γίνονται με μέτρο.
Νοσταλγώ μεν αλλά κοιτάω τι είναι καλύτερο για εμένα και πού έχω προοπτική να κάνω κάτι επιτυχημένο».
– Αρα,τα σενάρια περί επιστροφής για τον Ολυμπιακό δεν ευσταθούν…
«Οσο μπορώ να αγωνίζομαι στο εξωτερικό και όσο θα υπάρχει ένας καλός σύλλογος που να με θέλει,εγώ θα συνεχίσω να παίζω εκτός Ελλάδας.Από εκεί και πέρα,όλα είναι στη ζωή.Οταν όμως παλεύουμε για να φύγουμε από την Ελλάδα για ένα από τα κορυφαία πρωταθλήματα στην Ευρώπη- γιατί όλοι οι έλληνες ποδοσφαιριστές έχουν τη φιλοδοξία να φύγουν στο εξωτερικό- νομίζω ότι είναι κρίμα να συζητάμε για επιστροφή και ειδικά στην ηλικία που βρίσκομαι.
Χωρίς να θέλω να μειώσω οποιαδήποτε ομάδα στην Ελλάδα, προτεραιότητά μου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν είναι η επιστροφή».
– Γερμανικά έμαθες; Πώς συνεννοείσαι; «Δεν ήξερα τη γλώσσα και ούτε την έμαθα.Μόνο τα βασικά έχω μάθει για να συνεννοούμαι με τους συμπαίκτες μου».
– Εχεις όμως και τη θερμή υποστήριξη του ελλήνων ομογενών της Φραγκφούρτης.Πώς σε υποδέχθηκαν;
«Οι Ελληνες της Φραγκφούρτης είναι περίπου 30.000 και με έχουν αγκαλιάσει.
Εχουμε αρκετές ελληνικές σημαίες στο γήπεδο.Μας βάζουν ακόμη και συρτάκι από τα μεγάφωνα,αφού ως γνωστόν στην Αϊντραχτ είμαστε…παροικία μαζί με τον Φάνη Γκέκα και τον Γιάννη Αμανατίδη.Πίστεψέ με,είναι ιδιαίτερα ξεχωριστή η στιγμή όταν μπαίνεις σε ένα γήπεδο γεμάτο με 50.000 κόσμο και ακούς το συρτάκι. Νιώθεις υπερήφανος ως Ελληνας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ