«H ζωή δεν έχει νόημα,είναι ανόητη» υποστήριζε την εποχή τού «Αυτή η νύχτα μένει» (2000) ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος. «Το σινεμά είναι παράλληλο με τη ζωή, ένας κόσμος που μεταμορφώνει. Επηρεάζει τη ζωή και επηρεάζεται από αυτήν-απροσδόκητα. Αγαπάμε το σινεμά διότι, όπως έλεγε και ο Χίτσκοκ,είναι μια φέτα γλυκού,όχι φέτα ζωής.Διότι ο Μάριο Πούτσο έγραψε τον “Νονό” χωρίς να έχει δει στη ζωή του μαφιόζο.Και επειδή ο Μάρλον Μπράντο χαϊδεύει μισή ώρα την καρέκλα προτού καθήσει. Στην τέχνη δεν υπάρχει φυσικότητα,υπάρχει μεταμόρφωση».
Δεν θα έλεγα ότι είναι ακριβώς τα λόγια που περιμένεις να ακούσεις από έναν κινηματογραφιστή ο οποίος κάποτε «σκηνοθετούσε νοήματα» σε ταινίες που σήμερα θυμάσαι κυρίως από τους περίεργους τίτλους τους. Εδώ και πολλά χρόνια ο Νίκος Παναγιωτόπουλος προσπαθεί να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Αναζητεί νοήματα, αν υπάρχουν κάποια, μέσα από βατές ιστορίες. Είναι εύκολος στον αφορισμό του παρελθόντος, θεωρεί τον εαυτό του παρεξηγημένο, αλλά θέλει να ακολουθεί την εποχή του με αξιοπρέπεια. «Για μένα αυτό που μετρά σε έναν δημιουργό δεν είναι η ιστορία που αφηγείται,αλλά η ματιά που ρίχνει επάνω στην ιστορία» τόνιζε το περασμένο καλοκαίρι μιλώντας στο «Βήμα» με αφορμή την τελευταία ως σήμερα ταινία του «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», η οποία βασίζεται ομώνυμο στο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου.
Εκφραστής ενός ιδιαίτερου και εντελώς προσωπικού κινηματογραφικού ύφους, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1941 και σπούδασε κινηματογράφο στην Αθήνα προτού μεταβεί στο Παρίσι όπου και έζησε για μεγάλο διάστημα τη δεκαετία του 1960. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Σορβόννης και βίωσε στο πετσί του την εμπειρία της 7ης Τέχνης συχνάζοντας επί ατελείωτες ώρες στην Ταινιοθήκη του Παρισιού. Ως κινηματογραφιστής πρωτοεμφανίστηκε περίπου την ίδια εποχή με τον συν-σπουδαστή και συγκάτοικό του στο Παρίσι Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη και σκηνοθέτης διαφημιστικών σποτ. Τελικά του ήταν αδύνατον να «ξεφύγει» από την πατρίδα Ελλάδα, όπου και επέστρεψε για να σκηνοθετήσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Τα χρώματα της ίριδας» (1974), ενδεχομένως την πιο σουρεαλιστική της καριέρας του.
Η καλογραμμένη ατάκα, το καλά κρυμμένο νόημα, τα όμορφα κορίτσια και ένα γενικότερο κλείσιμο του ματιού υπήρξαν ανέκαθεν τα στοιχεία που κυριαρχούσαν στον ενδιαφέροντα κινηματογράφο του Παναγιωτόπουλου, ο οποίος παραμένει ενεργητικός αναζητώντας την έκφραση σε όλα τα είδη- από το φιλμ νουάρ («Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου») ως το μιούζικαλ («Πεθαίνοντας στην Αθήνα») και την ηθογραφία («Τα οπωροφόρα της Αθήνας»).
Οι ταινίες του έχουν προβληθεί σε πολλά φεστιβάλ και ο ίδιος έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Οι «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», που εμπεριέχονται στην προσφορά του «Βήματος», απέσπασαν τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, στο οποίο η «Γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα» διαγωνίστηκε το 1988. Στη Βενετία συμμετείχε πριν από μερικά χρόνια εντός διαγωνισμού με το «Delivery», ενώ τιμητικά αφιερώματα στο σύνολο του έργου του έχουν γίνει σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Μόσχα, Λα Ροσέλ και Καλκούτα.
Το 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Από το καλάθι των αχρήστων». Διαβάζοντάς το αντιλαμβάνεσαι ότι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος παραμένει ο πιο διασκεδαστικός σοφιστής του ελληνικού κινηματογράφου, ένας άρχων της ατάκας και ίσως ο πιο αντιφατικός άνθρωπος που γνωρίζω.
«Εγώ πάντως στη δουλειά μου αγνόησα εντελώς το κοινό» γράφει. «Είναι κάτι πολύ αφηρημένο για να μπορώ να το σκέφτομαι». Παρακάτω όμως αντιλαμβάνεσαι ότι η επιτυχία της ταινίας «Αυτή η νύχτα μένει» τον έκανε να πετάξει τη σκούφια του: «Οι θεατές είναι σε κατάσταση ευφορίας και πρέπει να ομολογήσω ότι όχι μόνο δεν μου είναι δυσάρεστο,αλλά αισθάνομαι και φοβερά κολακευμένος… Τελικά είμαστε όλοι ευάλωτοι στην κολακεία και στους επαίνους».
Αυτός είναι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο, πάντα όμως με χιούμορ και αυτοσαρκασμό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ